Αυτές οι παράμετροι ισχύουν για τις τράπεζες με θετική καθαρή θέση. Οι τράπεζες με αρνητική καθαρή θέση θα είναι σε ακόμη χειρότερη θέση καθώς ακόμη και με αυτές τις παραμέτρους θα εμφανίζουν P/BV περίπου 1,2 με 1,5 σχεδόν διπλάσια αποτίμηση από τον μέσο ευρωπαικό τραπεζικό όρο.
Η εξέλιξη αυτή είναι άκρως δυσμενής γιατί περιέχεται έκπτωση 50% επί της μέσης τιμής των 50 ημερών ενώ δεν συμπεριλαμβάνονται στα core tier 1 κεφάλαια οι προνομιούχες μετοχές και οι μετατρέψιμες ομολογίες έως το 6% αλλά θα περιλαμβάνονται από το 6% έως το 9%.
Η τιμή διάθεσης των κοινών μετοχών θα είναι ίση ή κατώτερη από την μικρότερη εκ των ακόλουθων δύο τιμών:
1) ποσοστό 50% επί της μέσης χρηματιστηριακής τιμής της μετοχής κατά την διάρκεια των πενήντα (50) ημερών διαπραγμάτευσης που προηγούνται της ημερομηνίας καθορισμού της τιμής διάθεσης των μετοχών, και
2) την τιμή κλεισίματος της μετοχής στην οργανωμένη αγορά κατά την ημέρα διαπραγμάτευσης που προηγείται της ημερομηνίας καθορισμού της τιμής διάθεσης των μετοχών.
Όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα οι μετοχές των οποίων δεν είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή οι μετοχές των οποίων τελούν σε αναστολή διαπραγμάτευσης για περισσότερες από δέκα (10) ημέρες διαπραγμάτευσης εντός του διαστήματος που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της μέσης χρηματιστηριακής τιμής, είναι ίση με ή κατώτερη από ποσοστό 50% επί της εύλογης αξίας της μετοχής του πιστωτικού ιδρύματος.
Η κατά τα ανωτέρω εύλογη αξία προσδιορίζεται από το μέσο όρο των, πριν την κεφαλαιακή ενίσχυση, αξιών της μετοχής, όπως αυτός προκύπτει από τις εκτιμήσεις δύο (2) ανεξάρτητων, από το πιστωτικό ίδρυμα, ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων, που διενεργούνται με κοινά αποδεκτές μεθόδους και κριτήρια, βάσει των ανωτέρω κριτηρίων.
Οι εν λόγω ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία ορίζονται από το Ταμείο και το πιστωτικό ίδρυμα, αντίστοιχα.
Σε περίπτωση απόκλισης των μέσων τιμών των δύο εκτιμήσεων σε ποσοστό μεγαλύτερο του 15%, η αξία προσδιορίζεται οριστικά από τρίτο ανεξάρτητο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, λαμβάνοντας υπόψη τις δύο αρχικές εκτιμήσεις.
Η τιμή διάθεσης των κοινών μετοχών για τους συμμετέχοντες στην αύξηση επενδυτές, πλην του Ταμείου, δεν μπορεί να υπολείπεται της τιμής διάθεσης των κοινών μετοχών που καλύπτει το Ταμείο
Πριν την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να προβεί σε μείωση του μετοχικού του κεφαλαίου ή/και του αριθμού των υφιστάμενων κοινών μετοχών του, στο μέτρο που απαιτείται προκειμένου να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις της περίπτωσης (β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και της παραγράφου 10 του άρθρου 2, λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς του άρθρου 14 του κ.ν 2190/1920.
Διαβάστε εδώ όλους τους όρους όπως προκύπτουν από την πράξη υπουργικού συμβουλίου:
Άρθρο 1
Θέματα ανάληψης μετοχών από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας
1. Το Ταμείο καλύπτει τις αδιάθετες κοινές μετοχές που εκδίδονται στο πλαίσιο αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου που αποφασίζεται από το πιστωτικό ίδρυμα κατ’ εφαρμογή του νόμου 3864/2010 και της παρούσας πράξης, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α)Το συνολικό ποσό της αύξησης, λαμβάνοντας υπόψη και τα υπέρ το άρτιο ποσά, ορίζεται από το πιστωτικό ίδρυμα και δεν μπορεί:
αα. να υπολείπεται του ποσού που ορίζει η Τράπεζα της Ελλάδος και που απαιτείται, ώστε ο συντελεστής κυρίων στοιχείων των βασικών ιδίων κεφαλαίων (CoreTier 1 ratio) του πιστωτικού ιδρύματος, όπως αυτός ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 27 του ν. 3601/2007, να ανέρχεται σε ποσοστό τουλάχιστον 6%. Ειδικά για το σκοπό της παρούσας διάταξης δεν συνυπολογίζονται στα κύρια στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων, οι προνομιούχες μετοχές του ν. 3723/2008, ούτε οι υπό αίρεση μετατρέψιμες ομολογίες του παρόντος νόμου, έκδοσης του πιστωτικού ιδρύματος, και
ββ. να υπερβαίνει το ποσό που αντιστοιχεί στις συνολικές κεφαλαιακές ανάγκες του πιστωτικού ιδρύματος, όπως αυτές ορίζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 7 του ν. 3864/2010 και του παρόντος άρθρου.
(β)Η τιμή διάθεσης των κοινών μετοχών που καλύπτει το Ταμείο, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ορίζεται από το πιστωτικό ίδρυμα και:
αα. Όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα, οι μετοχές των οποίων είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, είναι ίση με ή κατώτερη από την μικρότερη εκ των ακόλουθων δύο τιμών:
(i) ποσοστό 50% επί της μέσης χρηματιστηριακής τιμής της μετοχής κατά την διάρκεια των πενήντα (50) ημερών διαπραγμάτευσης που προηγούνται της ημερομηνίας καθορισμού της τιμής διάθεσης των μετοχών, και
(ii) την τιμή κλεισίματος της μετοχής στην οργανωμένη αγορά κατά την ημέρα διαπραγμάτευσης που προηγείται της ημερομηνίας καθορισμού της τιμής διάθεσης των μετοχών.
ββ. Όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα οι μετοχές των οποίων δεν είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή οι μετοχές των οποίων τελούν σε αναστολή διαπραγμάτευσης για περισσότερες από δέκα (10) ημέρες διαπραγμάτευσης εντός του διαστήματος που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της μέσης χρηματιστηριακής τιμής, είναι ίση με ή κατώτερη από ποσοστό 50% επί της εύλογης αξίας της μετοχής του πιστωτικού ιδρύματος.
Η κατά τα ανωτέρω εύλογη αξία προσδιορίζεται από το μέσο όρο των, πριν την κεφαλαιακή ενίσχυση, αξιών της μετοχής, όπως αυτός προκύπτει από τις εκτιμήσεις δύο (2) ανεξάρτητων, από το πιστωτικό ίδρυμα, ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων, που διενεργούνται με κοινά αποδεκτές μεθόδους και κριτήρια, βάσει των ανωτέρω κριτηρίων. Οι εν λόγω ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία ορίζονται από το Ταμείο και το πιστωτικό ίδρυμα, αντίστοιχα.
Σε περίπτωση απόκλισης των μέσων τιμών των δύο εκτιμήσεων σε ποσοστό μεγαλύτερο του 15%, η αξία προσδιορίζεται οριστικά από τρίτο ανεξάρτητο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, λαμβάνοντας υπόψη τις δύο αρχικές εκτιμήσεις.
(γ) Η τιμή διάθεσης των κοινών μετοχών για τους συμμετέχοντες στην αύξηση επενδυτές, πλην του Ταμείου, δεν μπορεί να υπολείπεται της τιμής διάθεσης των κοινών μετοχών που καλύπτει το Ταμείο.
(δ) Τηρούνται οι όροι της σύμβασης προεγγραφής της παραγράφου 10 του άρθρου 6 του ν. 3864/2010.
2. Το άθροισμα του ποσού της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου του πιστωτικού ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη και τα υπέρ το άρτιο ποσά, και του ποσού της συνολικής ονομαστικής αξίας των υπό αίρεση μετατρέψιμων ομολογιών, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 7 του ν. 3864/2010, δεν δύναται να υπολείπεται του ποσού των συνολικών κεφαλαιακών αναγκών του πιστωτικού ιδρύματος, όπως αυτό ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος για τους σκοπούς του άρθρου 7 του ως άνω νόμου.
Πριν την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να προβεί σε μείωση του μετοχικού του κεφαλαίου ή/και του αριθμού των υφιστάμενων κοινών μετοχών του, στο μέτρο που απαιτείται προκειμένου να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις της περίπτωσης (β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και της παραγράφου 10 του άρθρου 2, λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς του άρθρου 14 του κ.ν 2190/1920.
3. Για την εφαρμογή της παρούσας πράξης, η μέση χρηματιστηριακή τιμή της κοινής μετοχής πιστωτικού ιδρύματος ισούται με το κλάσμα όπου αριθμητής είναι το άθροισμα των γινομένων σε ημερήσια βάση της τιμής κλεισίματος επί τον όγκο συναλλαγών της μετοχής για όλες τις ημέρες της ορισμένης περιόδου και παρονομαστής είναι το άθροισμα του ημερήσιου όγκου συναλλαγών για όλες τις ημέρες της περιόδου, όπως αποτυπώνονται στην σχετική οργανωμένη αγορά. Για τον υπολογισμό του προηγούμενου εδαφίου δεν λαμβάνονται υπόψη οι συναλλαγές πακέτων επί μετοχών. Σε περίπτωση που κατά το διάστημα υπολογισμού διενεργηθούν εταιρικές πράξεις επί της μετοχής, η εν λόγω τιμή αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τις μεθόδους αναπροσαρμογής της οργανωμένης αγοράς. Εάν οι μετοχές διαπραγματεύονται σε περισσότερες της μίας οργανωμένες αγορές, ως οργανωμένη αγορά για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, νοείται η κύρια οργανωμένη αγορά διαπραγμάτευσης των μετοχών.
Άρθρο 2
Υπό αίρεση μετατρέψιμες ομολογίες
1. Το Ταμείο προβαίνει σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν. 3864/2010, στην κάλυψη υπό αίρεση μετατρέψιμων ομολογιών, τις οποίες εκδίδει πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με τις διατάξεις του ως άνω νόμου και της παρούσας πράξης. Οι ομολογίες δύνανται να εκδοθούν σε άυλη μορφή και να καταχωρηθούν, μετά από αίτηση του Ταμείου, στα ηλεκτρονικά αρχεία μη εισηγμένων τίτλων που τηρεί η εταιρία Ελληνικά Χρηματιστήρια ΑΕ.
2. Οι υπό αίρεση μετατρέψιμες ομολογίες εκδίδονται μετά από απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων του πιστωτικού ιδρύματος στην οποία γίνεται ρητή μνεία ότι λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή της παρούσας πράξης και του ν. 3864/2010. Η έκδοσή τους δύναται να προηγείται ή να έπεται της ολοκλήρωσης της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου του άρθρου 7 του ν. 3864/2010.
3. Η συνολική ονομαστική αξία των μετατρέψιμων ομολογιών ορίζεται από το πιστωτικό ίδρυμα και σε κάθε περίπτωση δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό που προκύπτει από την διαφορά μεταξύ του ποσού των συνολικών κεφαλαιακών αναγκών του πιστωτικού ιδρύματος, όπως αυτό ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο εφαρμογής του παρόντος άρθρου, και του ποσού που ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με την υποπερίπτωση (αα) της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 1.
4. Οι ομολογίες προσμετρώνται στα κύρια στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων (Core Tier 1) του πιστωτικού ιδρύματος. Τα καθαρά έσοδα της έκδοσης των ομολογιών χρησιμοποιούνται από το πιστωτικό ίδρυμα για την ενίσχυση του συντελεστή κυρίων στοιχείων των βασικών ιδίων κεφαλαίων στα επίπεδα που ορίζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνοντας υπόψη και τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών.
5. Οι ομολογίες κατέχονται μόνο από το Ταμείο ή από το πιστωτικό ίδρυμα συνεπεία άσκησης του δικαιώματος επαναγοράς, σύμφωνα με την παράγραφο 18. Εκδίδονται στην ονομαστική τους αξία και είναι αόριστης διάρκειας χωρίς ημερομηνία λήξης, εκτός αν εξαγοραστούν ή μετατραπούν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
6. Οι ομολογίες ενσωματώνουν άμεσες, μη εξασφαλισμένες μειωμένης κατάταξης απαιτήσεις του κατόχου τους έναντι του πιστωτικού ιδρύματος και κατατάσσονται ως εξής:
(α) ικανοποιούνται μετά τις απαιτήσεις των:
(αα)καταθετών ή άλλων πιστωτών του πιστωτικού ιδρύματος με δικαίωμα προνομιακής ικανοποίησης, και
(ββ)πιστωτών του πιστωτικού ιδρύματος μειωμένης κατάταξης στους οποίους περιλαμβάνονται και οι κάτοχοι τίτλων που κατατάσσονται στα πρόσθετα βασικά ίδια κεφάλαια
(β) ικανοποιούνται στην ίδια τάξη: (αα) μεταξύ τους χωρίς οποιαδήποτε προτίμηση, (ββ) με τους πιστωτές που συμφωνείται ότι κατατάσσονται στην ίδια τάξη με τις απαιτήσεις εκ των ομολογιών και (γγ) με τους κατόχους άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων που κατατάσσονται στα κύρια στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων, πλην των υπό (γ)και
(γ) ικανοποιούνται πριν τις απαιτήσεις των κοινών μετόχων του πιστωτικού ιδρύματος και των λοιπών χρηματοοικονομικών μέσων που κατατάσσονται στην ίδια τάξη με τις κοινές μετοχές του πιστωτικού ιδρύματος.
7. Οι ομολογίες αποφέρουν συμβατικό τόκο λογιζόμενο με ετήσιο επιτόκιο 7%, προσαυξανόμενο κατά 50 μονάδες βάσης ετησίως. Τα ποσά των τόκων καταβάλλονται σε ετήσια βάση σε μετρητά, εκτός αν υφίσταται περίπτωση αντικατάστασης της καταβολής τόκων με καταβολή σε είδος, σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο.
8. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 11, η καταβολή τόκων σε μετρητά αντικαθίσταται αυτόματα, κατά το αναγκαίο μέτρο, με καταβολή σε είδος, μέσω της έκδοσης νέων κοινών μετοχών του πιστωτικού ιδρύματος σε τιμή έκδοσης ίση με την μέση χρηματιστηριακή τιμή της μετοχής, κατά την διάρκεια των πενήντα (50) ημερών διαπραγμάτευσης που προηγούνται της ημερομηνίας κατά την οποία όφειλαν να καταβληθούν οι τόκοι, στις κάτωθι περιπτώσεις:
(α) σε περίπτωση που η καταβολή από το πιστωτικό ίδρυμα οποιουδήποτε ποσού τόκων σε μετρητά θα έχει ως αποτέλεσμα τη μη συμμόρφωσή του με την υποχρέωση τήρησης των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων και ειδικότερα του ελάχιστου συντελεστή κυρίων στοιχείων των βασικών ιδίων κεφαλαίων, ή
(β) σε περίπτωση ανεπαρκών ποσών προς διανομή εφόσον μια τέτοια πληρωμή θα έθετε, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, σε κίνδυνο την συμμόρφωση του πιστωτικού ιδρύματος με την υποχρέωση τήρησης των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων και ειδικότερα του ελάχιστου συντελεστή κυρίων στοιχείων των βασικών ιδίων κεφαλαίων.
Σε περίπτωση μη εισηγμένων μετοχών, η τιμή έκδοσης ισούται με την μέση χρηματιστηριακή τιμή της μετοχής, κατά την διάρκεια των πενήντα (50) ημερών διαπραγμάτευσης που προηγούνται της ημερομηνίας κατά την οποία σταμάτησε η διαπραγμάτευση των μετοχών.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ως διανεμητέα ποσά ορίζονται τα καθαρά κέρδη του πιστωτικού ιδρύματος σε ενοποιημένη βάση για το οικονομικό έτος που προηγείται της ημερομηνίας καταβολής τόκων.
9. Πέντε (5) έτη μετά την ημερομηνία έκδοσης των ομολογιών, το ανεξόφλητο κεφάλαιο των ομολογιών μετατρέπεται υποχρεωτικά σε κοινές μετοχές του πιστωτικού ιδρύματος στην τιμή μετατροπής που ορίζεται με την παράγραφο 10.
10. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 11, η τιμή μετατροπής των ομολογιών σε κοινές μετοχές του πιστωτικού ιδρύματος ισούται με το 50% της τιμής διάθεσης των κοινών μετοχών που εκδίδονται στο πλαίσιο αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν. 3864/2010 και καλύπτονται από το Ταμείο.
Εάν οι ομολογίες εκδοθούν πριν από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, η τιμή μετατροπής ισούται με το 50% της μέσης χρηματιστηριακής τιμής της μετοχής κατά την διάρκεια των πενήντα (50) ημερών διαπραγμάτευσης που προηγούνται της ημερομηνίας έκδοσης των ομολογιών και αναπροσαρμόζεται αυτόματα στην τιμή του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον ολοκληρωθεί η αύξηση και επιτευχθεί η ελάχιστη προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 του άρθρου 7α του ν. 3864/2010 συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα.
Αν δεν πραγματοποιηθεί αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν. 3864/2010, η τιμή μετατροπής των ομολογιών ισούται με το 25% της μέσης χρηματιστηριακής τιμής της μετοχής κατά την διάρκεια των πενήντα (50) ημερών διαπραγμάτευσης που προηγούνται της ημερομηνίας έκδοσης των ομολογιών, ή, σε περίπτωση που είτε οι κοινές μετοχές δεν είναι εισηγμένες είτε δεν διαπραγματεύονται σε οργανωμένη αγορά για διάστημα μεγαλύτερο των δέκα (10 ημερών διαπραγμάτευσης εντός του παραπάνω 50ήμερου διαστήματος, με το 25% της εύλογης αξίας της τιμής της μετοχής του πιστωτικού ιδρύματος, όπως αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπερίπτωση (ββ) της περίπτωσης β) της παραγράφου 1 του άρθρου 1.
Η τιμή μετατροπής αναπροσαρμόζεται σε περίπτωση εταιρικών πράξεων.
11. Το πιστωτικό ίδρυμα δύναται σε κάθε περίπτωση να αποφασίσει να μην καταβάλει τόκο επί των ομολογιών. Στην περίπτωση αυτή, οι τόκοι δεν είναι απαιτητοί και δεν συντρέχει γεγονός καταγγελίας του ομολογιακού δανείου, αλλά το σύνολο των ομολογιών μετατρέπεται υποχρεωτικά (κατά συνολικό ποσό κεφαλαίου και τόκων) σε κοινές μετοχές του πιστωτικού ιδρύματος, σε τιμή μετατροπής, η οποία ισούται με το 65% της μέσης χρηματιστηριακής τιμής της μετοχής κατά την διάρκεια των πενήντα (50) ημερών διαπραγμάτευσης που προηγούνται της ημερομηνίας κατά την οποία οι τόκοι καθίστανται καταβλητέοι.
Σε περίπτωση που είτε οι κοινές μετοχές δεν είναι εισηγμένες, είτε δεν διαπραγματεύονται σε οργανωμένη αγορά για διάστημα μεγαλύτερο των δέκα (10) ημερών διαπραγμάτευσης εντός του παραπάνω 50ήμερου διαστήματος, τότε η τιμή μετατροπής ισούται με το 65% της εύλογης αξίας της τιμής της μετοχής του πιστωτικού ιδρύματος, όπως αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπερίπτωση (ββ) της περίπτωσης (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της παρούσας πράξης.
Πριν την λήψη απόφασης περί μη καταβολής τόκου, το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να προβεί σε μείωση του μετοχικού του κεφαλαίου ή/και του αριθμού των υφισταμένων κοινών μετοχών του στο μέτρο που απαιτείται προκειμένου να καταστεί δυνατή η μετατροπή των ομολογιών στην τιμή μετατροπής που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο.
12. Εάν λάβει χώρα γεγονός βιωσιμότητας ή έκτακτο γεγονός σε σχέση με το πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με τις παραγράφους 13 ή 14 αντίστοιχα, το σύνολο των ομολογιών μετατρέπεται υποχρεωτικά σε κοινές μετοχές του πιστωτικού ιδρύματος στην τιμή μετατροπής της παραγράφου 10.
13. Γεγονός βιωσιμότητας συντρέχει αν ληφθεί απόφαση περί παροχής ενίσχυσης στο πιστωτικό ίδρυμα από τον δημόσιο τομέα ή περί παροχής άλλης αντίστοιχης ενίσχυσης, χωρίς την οποία το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι βιώσιμο κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος. Δεν θεωρείται γεγονός βιωσιμότητας η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου του πιστωτικού ιδρύματος και η έκδοση των υπό αίρεση μετατρέψιμων ομολογιών κατά το άρθρο 7 του ν. 3864/2010.
14. Έκτακτο γεγονός υφίσταται όταν ο προβλεπόμενος, σύμφωνα με την EBA/REC/2011/1 Σύσταση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, συντελεστής των κύριων στοιχείων των βασικών ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος, καταστεί μικρότερος του 7%.
15. Σε περίπτωση που, βάσει νέας νομοθετικής ή κανονιστικής διάταξης, οι ομολογίες παύουν να προσμετρώνται στα κύρια στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων, το πιστωτικό ίδρυμα, κατόπιν έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος, δύναται:
(α) Να εξοφλήσει το σύνολο των ομολογιών ή, καθ’ υπόδειξη της Τράπεζας της Ελλάδος, τμήμα αυτών, πλέον δεδουλευμένων τόκων.
(β) Να συμφωνήσει με το Ταμείο, τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημέρες πριν την εφαρμογή της ως άνω νέας διάταξης, την τροποποίηση των χαρακτηριστικών των ομολογιών ώστε αυτές να υπάγονται στα κύρια στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων. Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας ανάμεσα στο Ταμείο και το πιστωτικό ίδρυμα, οι ομολογίες που δεν έχουν εξοφληθεί ή επαναγοραστεί από το πιστωτικό ίδρυμα μετατρέπονται υποχρεωτικά σε κοινές μετοχές στην τιμή μετατροπής της παραγράφου10.
16. Το Ταμείο μετατρέπει αμέσως το σύνολο των ομολογιών σε κοινές μετοχές του πιστωτικού ιδρύματος στην τιμή μετατροπής της παραγράφου 10, σε περίπτωση που, ενώ η κεφαλαιακή ενίσχυση του πιστωτικού ιδρύματος περιλαμβάνει την αύξηση του μετοχικού του κεφαλαίου, δεν επιτευχθεί η ελάχιστη προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 α του ν. 3864/2010 συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, στην αύξηση αυτή.
17. Καθ’ όσο χρόνο υφίστανται ομολογίες:
(α) το πιστωτικό ίδρυμα δεν διανέμει μερίσματα στους κοινούς μετόχους, και
(β) οποιοδήποτε ποσό που κανονικά προορίζεται προς διανομή στους κοινούς μετόχους, διατίθεται αναλογικά για την καταβολή των τόκων των ομολογιών, των τόκων ή μερισμάτων προς τους πιστωτές ίδιας τάξης και την επαναγορά των ομολογιών και των τίτλων που κατέχουν οι πιστωτές ίδιας τάξης με τις ομολογίες.
Οι ανωτέρω υπό στοιχεία (α) και (β) υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος ισχύουν σε κάθε περίπτωση διανομής προς τους κοινούς μετόχους, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των περιπτώσεων διανομής μερισμάτων ή στοιχείων ενεργητικού, επαναγοράς μετοχών, και επιστροφής μετοχικού κεφαλαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 3723/2008 και της παραγράφου 2 του άρθρου 28 του ν. 3756/2009.
18. Το πιστωτικό ίδρυμα δύναται οποτεδήποτε, κατά την διακριτική του ευχέρεια, να επαναγοράζει τις ομολογίες, εν όλω ή εν μέρει, στην τιμή έκδοσής τους πλέον δεδουλευμένων και μη καταβληθέντων τόκων, κατόπιν προηγούμενης έγγραφης έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία δίδεται υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) οι υπό επαναγορά ομολογίες έχουν αντικατασταθεί ή πρόκειται να αντικατασταθούν από εποπτικά κεφάλαια ίσης ή καλύτερης ποιότητας, και
(β) το πιστωτικό ίδρυμα έχει παράσχει στην Τράπεζα της Ελλάδος ικανοποιητικές, κατά την κρίση της, αποδείξεις ότι μετά την εν λόγω επαναγορά τα ίδια κεφάλαιά του θα υπερβούν τον ελάχιστο συντελεστή κύριων στοιχείων των βασικών ιδίων κεφαλαίων και τις εκάστοτε λοιπές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, λαμβάνοντας υπόψη και τις ειδικότερες αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος σε σχέση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του πιστωτικού ιδρύματος.
Οι ομολογίες που επαναγοράζονται από το πιστωτικό ίδρυμα ακυρώνονται κατόπιν προηγούμενης έγκρισης και σύμφωνα με τους κανονισμούς της Τράπεζας της Ελλάδος.
19. Εάν μετατραπεί υποχρεωτικά το σύνολο των υπό αίρεση μετατρέψιμων ομολογιών σε μετοχές κατά τους όρους του παρόντος άρθρου και το πιστωτικό ίδρυμα δεν ολοκληρώσει επιτυχώς, εντός περιόδου 6 μηνών από την ημερομηνία μετατροπής, αύξηση του μετοχικού του κεφαλαίου, περιλαμβανομένων και τυχόν υπέρ το άρτιο ποσών, για ποσό τουλάχιστον ίσο με το 10% του αθροίσματος της συνολικής ονομαστικής αξίας των μετατρέψιμων ομολογιών που κεφαλαιοποιήθηκαν και της συνολικής αξίας (ονομαστική αξία και υπέρ το άρτιο ποσά) της αύξησης κεφαλαίου, του παρόντος εδαφίου, τότε το Ταµείο ασκεί πλήρως τα δικαιώµατα ψήφου, χωρίς τους περιορισµούς της παραγράφου 1 του άρθρου 7 α του ν. 3864/2010.
20. Μετά την θέση σε ισχύ του νέου ευρωπαϊκού πλαισίου προληπτικής εποπτείας πιστωτικών ιδρυμάτων και εταιριών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, οι ομολογίες προσμετρώνται στα κεφάλαια κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1), στα επίπεδα που ορίζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Έκτακτο γεγονός συντελείται εάν ο συντελεστής κεφαλαίων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατέλθει του ποσοστού 5,125%.
Άρθρο 3
Τίτλοι παραστατικοί δικαιωμάτων κτήσης μετοχών
1. Το Ταµείο εκδίδει τίτλους παραστατικούς δικαιωµάτων κτήσης µετοχών για τις κοινές µετοχές που αναλαµβάνει κατά το άρθρο 1 της παρούσας πράξης, εφόσον επιτευχθεί το ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στην αύξηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 7 α του ν. 3864/2010. Στην περίπτωση αυτή, οι ιδιώτες επενδυτές που συμμετέχουν στην αύξηση κεφαλαίου λαμβάνουν τους τίτλους παραστατικών δικαιωμάτων κτήσης μετοχών, κατά το λόγο της συμμετοχής τους στην αύξηση.
2. Οι τίτλοι παραστατικοί δικαιωμάτων κτήσης μετοχών (τίτλοι) αποτελούν κινητές αξίες σύμφωνα με την περίπτωση (ε) της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 3371/2005 (Α΄ 178) με εκδότη το Ταμείο και είναι ελευθέρως μεταβιβάσιμοι.
3. Κάθε τίτλος ενσωματώνει το δικαίωμα του κατόχου του τίτλου να αγοράσει από το Ταμείο, στην τιμή που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5, προκαθορισμένο αριθμό κοινών μετοχών του πιστωτικού ιδρύματος, τις οποίες έχει αποκτήσει το Ταμείο λόγω της συμμετοχής του σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν. 3864/2010 (δικαίωμα αγοράς).
4. Οι δικαιούχοι των τίτλων λαμβάνουν από το Ταμείο, δωρεάν, ένα τίτλο για κάθε μία νέα κοινή μετοχή του πιστωτικού ιδρύματος την οποία αποκτούν. Οι τίτλοι παραδίδονται στους δικαιούχους ταυτόχρονα με την παράδοση των νέων κοινών μετοχών.
Ο αριθμός των κοινών μετοχών του πιστωτικού ιδρύματος που αντιστοιχεί σε κάθε τίτλο υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο: X = A/B, όπου:
(Χ) είναι ο αριθμός των κοινών μετοχών του πιστωτικού ιδρύματος τις οποίες δικαιούται να αγοράσει από το Ταμείο ο κάτοχος εκάστου τίτλου,
(Α) είναι ο συνολικός αριθμός των κοινών μετοχών που αναλαμβάνει το Ταμείο λόγω της συμμετοχής του στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και
(Β) είναι ο συνολικός αριθμός των κοινών μετοχών που αναλαμβάνουν οι ιδιώτες λόγω της συμμετοχής τους στην ίδια αύξηση.
Τυχόν κλασματικές μετοχές αθροίζονται για όλα τα δικαιώματα αγοράς που ασκεί ο ίδιος δικαιούχος και στη συνέχεια στρογγυλοποιούνται στον πλησιέστερο κατώτερο ακέραιο αριθμό.
Ο αριθμός των μετοχών που προκύπτει σύμφωνα με τα ανωτέρω αναπροσαρμόζεται ανάλογα σε περίπτωση εταιρικών πράξεων.
5 Η τιμή άσκησης του δικαιώματος αγοράς για κάθε τίτλο ισούται με την τιμή διάθεσης στο Ταμείο των νέων μετοχών, τοκιζόμενη επί δεδουλευμένης βάσης, με ετήσιο επιτόκιο 3% πλέον περιθωρίου:
100μονάδων βάσης για το πρώτο έτος από την έκδοση των τίτλων,
200μονάδων βάσης για το δεύτερο έτος,
300μονάδων βάσης για το τρίτο έτος,
400μονάδων βάσης για το τέταρτο έτος και
500μονάδων βάσης για το εναπομείναν διάστημα
επί του αριθμού των κοινών μετοχών που δικαιούται να αποκτήσει ο κάτοχος του τίτλου κατά την άσκηση του δικαιώματός του.
Η τιμή άσκησης του δικαιώματος αναπροσαρμόζεται ανάλογα σε περίπτωση εταιρικών πράξεων.
6.Τα δικαιώματα αγοράς ασκούνται έως και πενήντα τέσσερις (54) μήνες από την ημερομηνία έκδοσης των τίτλων, εξαμηνιαίως. Πρώτη ημερομηνία άσκησης είναι η αντίστοιχη ημέρα μετά την πάροδο έξι μηνών από την ημερομηνία έκδοσης των τίτλων. Δικαιώματα αγοράς που δεν έχουν ασκηθεί έως και την ημερομηνία αυτή παύουν αυτοδικαίως να ισχύουν και οι τίτλοι ακυρώνονται από το Ταμείο.
7. Με την επιφύλαξη των μεταβιβάσεων που λαμβάνουν χώρα συνεπεία άσκησης των δικαιωμάτων αγοράς, το Ταμείο δεν δύναται να μεταβιβάσει τις υποκείμενες στα δικαιώματα αγοράς μετοχές, για περίοδο 36 μηνών από την ημερομηνία έκδοσης των τίτλων.
Μετά την λήξη της ως άνω περιόδου και έως την τελική ημερομηνία άσκησης των δικαιωμάτων αγοράς σύμφωνα με την παράγραφο 6, το Ταμείο δύναται να μεταβιβάζει τις υποκείμενες στα δικαιώματα αγοράς μετοχές εφόσον έχει γνωστοποιήσει τη σχετική του πρόθεση μαζί με τον αριθμό των μετοχών που επιθυμεί να μεταβιβάσει και έχει καλέσει τους κατόχους των τίτλων, μετά από προηγούμενη σχετική ειδοποίηση τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών:
(α) να αποκτήσουν τις προς μεταβίβαση μετοχές σε τιμή ανά μετοχή ίση με την κατώτερη από:
(α) την τιμή που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 και
(β) την μέση χρηματιστηριακή τιμή της εν λόγω μετοχής κατά την διάρκεια των πενήντα (50) ημερών διαπραγμάτευσης που προηγούνται της ως άνω ημερομηνίας γνωστοποίησης, ή/και
(β) να ασκήσουν το δικαίωμα αγοράς για τις τυχόν λοιπές μετοχές που δικαιούνται να αποκτήσουν από τον τίτλο κατά παρέκκλιση των χρονικών περιορισμών της παραγράφου 6 (ημερομηνία άτακτης άσκησης).
Στην περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων των οποίων οι μετοχές δεν έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, οι κάτοχοι των τίτλων δικαιούνται να αποκτήσουν τις προς μεταβίβαση μετοχές στην τιμή που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5.
8. Εφόσον μεταβιβαστούν από το Ταμείο μετοχές πιστωτικού ιδρύματος με τήρηση της ανωτέρω διαδικασίας, ο αριθμός των κοινών μετοχών που αντιστοιχούν εφεξής ανά τίτλο και δικαίωμα αγοράς αναπροσαρμόζεται αντίστοιχα, χωρίς να υφίσταται οποιαδήποτε υποχρέωση του Ταμείου για αποζημίωση των κατόχων των τίτλων για το λόγο αυτό.
9. Εάν, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία άτακτης άσκησης του δικαιώματος, το Ταμείο δεν έχει μεταβιβάσει, εν όλω ή εν μέρει, τις υποκείμενες στα δικαιώματα αγοράς μετοχές που προορίζονταν προς μεταβίβαση, δεν αναπροσαρμόζεται ο αριθμός των κοινών μετοχών που αντιστοιχούν ανά τίτλο και δικαίωμα αγοράς σε σχέση με τις μετοχές που δεν μεταβιβάστηκαν και το Ταμείο, εφόσον επιθυμεί να προβεί σε πώληση μετοχών του πριν την ημερομηνία λήξης των τίτλων οφείλει να επαναλάβει την ανωτέρω διαδικασία.
10. Κατά την διάρκεια της ως άνω εξάμηνης περιόδου η άσκηση των δικαιωμάτων αγοράς αναστέλλεται, ωστόσο οι κάτοχοι των τίτλων δύναται να ασκήσουν τα δικαιώματα αγοράς κατά την ημερομηνία άτακτης άσκησης, καθώς και κατά την εκπνοή της εξάμηνης περιόδου.
11. Εάν οι μετοχές του πιστωτικού ιδρύματος είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά, οι τίτλοι εισάγονται προς διαπραγμάτευση στην ίδια αγορά μετά από αίτηση του πιστωτικού ιδρύματος, στο πρόσωπο του οποίου πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις εισαγωγής και οι τίτλοι μπορούν να τηρούνται καταχωρημένοι σε άυλη μορφή στο σύστημα τήρησης άυλων τίτλων της εν λόγω οργανωμένης αγοράς. Εφόσον οι υποκείμενες μετοχές δεν είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά, οι τίτλοι δύνανται να εκδοθούν σε άυλη μορφή και να καταχωρηθούν με αίτηση του Ταμείου στα ηλεκτρονικά αρχεία μη εισηγμένων τίτλων που τηρεί η εταιρία Ελληνικά Χρηματιστήρια ΑΕ, άλλως είναι έγχαρτοι.
Η Πράξη αυτή να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: