Η «κρίσιμη στιγμή» για το δημοσιονομικό μέλλον της Ευρώπης έφτασε, έστω και στο 90’ του 2023, καθώς στις 17:00 ώρα Ελλάδος ξεκινά μέσω βιντεοδιάσκεψης η συζήτηση των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ με κεντρικό ζητούμενο την συμφωνία για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Το προηγούμενο διήμερο των διαπραγματεύσεων, σε Eurogroup και ECOFIN, στις 8 και 9 Δεκεμβρίου, αν και σημείωσε κατά τις δηλώσεις σημαντική πρόοδο, δεν κατέληξε σε μια οριστική συμφωνία, καθιστώντας επιτακτική την έκτακτη αυτή σύνοδο των ΥΠΟΙΚ, λίγο πριν την εκπνοή του έτους, που θα σημάνει και την αυτόματη επαναφορά των παλαιών δημοσιονομικών κανόνων, οι οποίοι ίσχυαν έως ότου ενεργοποιηθεί η ρήτρα διαφυγής για την έκτακτη ανάγκη της πανδημίας.
Πηγές της ΕΕ δηλώνουν πως είναι έτοιμοι να παίξουν «all in» προκειμένου να επιτευχθεί ένας πολιτικός συμβιβασμός που θα ικανοποιεί τους πάντες. Θεωρούν πως οι υπουργοί είναι κοντά σε μία συμφωνία, σε αυτό που χαρακτηρίζουν μια «προσέγγιση ισορροπίας».
Ωστόσο, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι επισημαίνουν πως υπάρχουν ακόμα ανοιχτά ζητήματα προς επίλυση, όπως είναι η χρονική διάρκεια που θα διαρκεί η περίοδος προσαρμογής των κρατών μελών που θα παραβαίνουν τους συμφωνηθέντες κανόνες για έλλειμμα/χρέος, αλλά και ζητήματα που αφορούν στο ύψος των ετήσιων δαπανών των χωρών.
Οι πολύμηνες «συγκρούσεις» σε επίπεδο κορυφής, με τον Βορρά να πιέζει για σκληρότερη δημοσιονομική πειθαρχία και τον Νότο να ζητά περιθώρια ευελιξίας, μαζί και η πρόταση της Κομισιόν, κατέληξαν σε ένα συμβιβαστικό πλαίσιο το οποίο δημοσιοποιήθηκε αμέσως μετά το προηγούμενο ECOFIN, χωρίς να θεωρείται δεσμευτικό στις λεπτομέρειες του, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές.
Η εν λόγω συμβιβαστική πρόταση προέβλεπε πως, για τα κράτη που έχουν έλλειμμα άνω του 3% του ΑΕΠ, το περιθώριο αποκλίσεων θα ανέρχεται σε -1,5% του ΑΕΠ εφόσον ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ υπερβαίνει το 90% και σε τουλάχιστον 1% του ΑΕΠ εφόσον ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ παραμένει κάτω του 90%, με την ετήσια διόρθωση του διαρθρωτικού πρωτογενούς ισοζυγίου να ανέρχεται σε 0,3% του ΑΕΠ ή σε 0,2% του ΑΕΠ σε περίπτωση παράτασης της περιόδου προσαρμογής, κατά 3 έτη.
Επιπλέον, το πλαίσιο συμβιβασμού υπαγορεύει πως τα κράτη θα υποβάλλουν μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά διαρθρωτικά σχέδια που θα καλύπτουν περίοδο 4 ή 5 ετών, ενώ θα συνυπολογίζονται και τα κοινοτικά κονδύλια.
Σε έκτακτες σημαντικές συνθήκες θα προβλέπεται μια γενική ρήτρα διαφυγής η οποία θα επιτρέπει αποκλίσεις στις καθαρές δαπάνες υπό τον όρο ότι δεν θα θέτει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική βιωσιμότητα μεσοπρόθεσμα.
Τέλος, η Κομισιόν για όσα μέλη έχουν χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ ή με έλλειμμα άνω του 3% του ΑΕΠ θα καταρτίζει ένα σχέδιο προσαρμογής 4 ετών με πιθανή παράταση κατά 3 έτη το πολύ, με σκοπό να εξασφαλιστεί πως το χρέος προς το ΑΕΠ θα μειώνεται κατ’ ελάχιστον κατά τα κατωτέρω:
· 1% του ΑΕΠ αν ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ υπερβαίνει το 90%
· 0,5% του ΑΕΠ αν ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ είναι μεταξύ 60% και 90%.
Τι έχει να περιμένει η Ελλάδα για τις αμυντικές δαπάνες
Η Ελλάδα, ωστόσο, έχει και ένα επιπλέον ενδιαφέρον για την έκβαση της συζήτησης καθώς, η ίδια έχει καταθέσει πρόταση για εξαίρεση του κόστους της Άμυνας από τον υπολογισμό των καθαρών πρωτογενών δαπανών. Οι πηγές της ΕΕ, ωστόσο, χαρακτήρισαν δύσκολο να προσδιοριστεί ποιες δαπάνες θα εξαιρεθούν και σε ποιο βαθμό, προτού οι υπουργοί Οικονομικών σηκωθούν από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Ωστόσο, το πιθανότερο είναι πως δύσκολα η συμφωνία θα αφορά σε μία οριζόντια εξαίρεση, αλλά «υπό προϋποθέσεις» που θα ενεργοποιούν την συγκεκριμένη δικλείδα, όπως άλλωστε φρόντισε να τονίσει και ο πρωθυπουργός κατά την ομιλία του στην Βουλή για τον προϋπολογισμό 2024.
Δηλαδή, όταν μία χώρα κινδυνεύει να μπει σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, τότε θα μπορεί να εξεταστεί η εξαίρεση των αμυντικών δαπανών. Αν τελικά η συμφωνία καταλήξει σε αυτή την μορφή, σημαίνει πως η Ελλάδα δεν θα επωφεληθεί από τον εν λόγω όρο, παρά μόνο αν όντως κινδυνεύσει με υπερβολικό έλλειμμα, γεγονός που μάλλον… απεύχεται. Το στοιχείο, εντούτοις, που η Ελλάδα έχει συμφέρον να συμπεριληφθεί είναι η εξαίρεση όσων μελλοντικών δαπανών πραγματοποιηθούν πέραν όσων έχουν συμφωνηθεί και περιέχονται στον μεσοπρόθεσμο προϋπολογισμό.