Αν δεν είστε πάνω από 50 ετών, δεν θα θυμάστε τις εποχές που οι ενεργειακές εξαγωγές αποτελούσαν ένα ισχυρό γεωπολιτικό όπλο. Όταν ξεκινούσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι ΗΠΑ παρείχαν το 63% του παγκόσμιου πετρελαίου με την τιμή του βαρελιού να αγγίζει μόλις το 1 δολάριο ανά βαρέλι (δηλαδή 17 δολάρια με τιμές 2014). Δεκαετίες αργότερα, έγινε μία σημαντική αλλαγή, όταν οι ΗΠΑ κορύφωσαν την πετρελαϊκή τους παραγωγή τη δεκαετία του 1970. Καθώς η παραγωγή μειωνόταν, η αγορά πετρελαίου δεν ήταν πλέον αγορά παραγωγών αλλά αγορά ζήτησης.
Για αυτόν ακριβώς το λόγο, το πετρελαϊκό εμπάργκο του OPEC σε συνδυασμό με τον πόλεμο Γιόμ Κιπούρ το 1973 άλλαξαν τους όρους του παιχνιδιού. Λίγες εβδομάδες πριν την αραβο-ισραηλινή σύγκρουση, το πετρέλαιο διαμορφωνόταν στα 2,90 δολ. ανά βαρέλι (σε σημερινές τιμές, τα επίπεδα είναι ίδια με εκείνα προ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου). Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το ενεργειακό καρτέλ έδειξε την οικονομική του ισχύ και η τιμή του πετρελαίου τετραπλασιάστηκε μέχρι το τέλος εκείνου του έτους. Ποτέ δεν επέστρεψε στα προ του 1973 επίπεδα.
Ανέκυψε μία νέα δυναμική: οι εξαγωγείς ενέργειας ανακάλυψαν την επιρροή που ασκούσαν στις παγκόσμιες αγορές. Ετσι, άλλαξε η παγκόσμια ισορροπία ενεργειακής ισχύος και οι χώρες που εισήγαγαν πετρέλαιο βρέθηκαν σε μία πρωτοφανή ευάλωτη θέση.
Είναι μάλλον απίθανο να επιστρέψουμε στις χαμηλές τιμές ενέργειας της δεκαετίας του 1960 και των αρχών της δεκαετίας του 1970, αλλά με τις εξελίξεις στις νέες τεχνολογίες άντλησης στις ΗΠΑ και την σημαντική ενίσχυση νέας παραγωγής στις ΗΠΑ και άλλες χώρες, η ισορροπία δυνάμεων αρχίζει και πάλι να αλλάζει. Το 2014 θα φανεί ο αντίκτυπος αυτής της τάσης στις παγκόσμιες πετρελαϊκές αγορές και τη διεθνή πολιτική.
Σύμφωνα με την αμερικανική Energy Information Association, η παραγωγή αργού πετρελαίου στις ΗΠΑ προβλέπεται να αγγίξει τα 9,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως το 2016, «πλησιάζοντας τα ιστορικά υψηλά επίπεδα που είχε πετύχει το 1970, στα 9,6 εκατ. βαρέλια ημερησίως» με σημαντική ενίσχυση από τα 5 εκατ. βαρέλια την ημέρα του 2008, που ήταν η τελευταία χρονιά κατά την οποία καταγράφηκε μείωση της αμερικανικής παραγωγής. Τον προηγούμενο χρόνο, με την ενεργειακή επανάσταση στις ΗΠΑ, οι ΗΠΑ εισήγαγαν το 37% των αναγκών τους σε πετρέλαιο. Αυτό το νούμερο εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει στο 25% αν όχι χαμηλότερα, το 2016. Η ΕΙΑ προβλέπει επίσης – στο βασικό της σενάριο – ότι η τιμή πετρελαίου Brent θα υποχωρεί από τη μέση τιμή των 109 δολ. ανά βαρέλι το 2013, στα 92 δολ. το 2017.
Εν τω μεταξύ, από τα τέλη του προηγούμενου έτους, οι ΗΠΑ έγιναν ο μεγαλύτερος παραγωγός φυσικού αερίου στον κόσμο και οι τιμές του φυσικού αερίου μειώθηκαν κατά περίπου 70% από τον Ιούνιο του 2008.
Σήμερα, ένα εκατομμύριο βρετανικές θερμικές μονάδες φυσικού αερίου στις ΗΠΑ στοιχίζουν περίπου 5 δολ. (ακόμη και μετά την άνοδο των τιμών που προκλήθηκε από το πρόσφατο κύμα ψύχους στις ΗΠΑ), ενώ οι τιμές στην Ασία και την Ευρώπη είναι δύο ή τέσσερις φορές υψηλότερα. Η εξέλιξη αυτή προσφέρει τεράστιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε κλάδους όπως ο πετροχημικός που χρησιμοποιεί ως βασικό πόρο το φυσικό αέριο, ή το cloud computing που απαιτεί μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας.
Δεν είναι όμως, μόνο η αμερικανική ενεργειακή επανάσταση. Στο Μεξικό, ο πρόεδρος Enrique Peña Nieto προχωρά με ένα ιστορικό πρόγραμμα ενεργειακών μεταρρυθμίσεων. Αν και χρειάζεται ακόμη πολλή δουλειά, είναι σαφές ότι ο κρατικός ενεργειακός όμιλος Pemex θα αναγκαστεί τελικά να καταργήσει το μονοπώλιό του και να επιτρέψει συμβόλαια κοινής παραγωγής (ανατρέποντας έτσι την τάση μείωσης της παραγωγής των τελευταίων ετών).
Θα χρειαστεί χρόνος για να υπάρξει μεγάλη αύξηση της παραγωγής, αλλά οι πολυαναμενόμενες μεταρρυθμίσεις στο Μεξικό είναι καλοδεχούμενες.
Οι αλλαγές αγγίζουν και τον Καναδά. Ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος των ΗΠΑ συνεχίζει να αυξάνει την παραγωγή του, καθώς αναζητά τρόπους να διαφοροποιήσει τις διεξόδους του στις αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου, αν και είναι ξεκάθαρο ότι θα συνεχίσει να εξάγει το μεγαλύτερο μέρος των πετρελαϊκών του αποθεμάτων στις ΗΠΑ, όπου ήδη έχει το ένα τέταρτο της συγκεκριμένης αγοράς.
Εκτός αυτού, μετά από σημαντικές αναβολές, η κυβέρνηση Obama στις ΗΠΑ πιθανότατα θα εγκρίνει φέτος τον αγωγό Keystone XL, παρέχοντας μία χρήσιμη εξαγωγική οδό από τις ενεργειακές εκτάσεις του Καναδά, στις αμερικανικές αγορές διύλισής.
Ο αθροιστικός αντίκτυπος αυτών των εξελίξεων στην παραγωγή φυσικού αερίου και πετρελαίου στις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Μεξικό θα είναι η ενίσχυση της ενεργειακής αυτονομίας της αμερικανικής ηπείρου.
Εν τω μεταξύ, οι ανακαλύψεις κοιτασμάτων στη Βραζιλία, την Κολομβία, την ανατολική Αφρική και άλλες περιοχές θα μετατραπούν σε παραγωγή, επιτείνοντας την εκτίναξη της προσφοράς.
Ακόμη και στην προβληματική Μέση Ανατολή, η πετρελαϊκή παραγωγική δυνατότητα θα αυξηθεί φέτος. Στο Ιράκ η επιδείνωση στις συνθήκες ασφαλείας στις περιοχές που ελέγχουν οι Σουνίτες Άραβες, απέχει πολλά μίλια από τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του Νότου, όπου παράγεται η συντριπτική πλειονότητα του πετρελαίου της χώρας.
Η παραγωγή πετρελαίου στο υπόλοιπο Ιράκ εκπροσωπεί λιγότερο από το 15% του συνολικού όγκου και σχεδόν όλη η αύξηση των εξαγωγών της φετινής χρονιάς θα προέλθει από τα νότια κοιτάσματα –έστω και αν οι αγορές θα συνεχίσουν να παρακολουθούν τις εξελίξεις στις κουρδικές περιοχές του Ιράκ στον Βορρά.
Στην Λιβύη, η κεντρική κυβέρνηση αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, αλλά οι ανταγωνιστικές φράξιες της χώρας προσέχουν να μην «σκοτώσουν την χρυσοτόκο όρνιθα», πλήττοντας τις πετρελαϊκές υποδομές. Και αν υποθέσουμε ότι θα επιτευχθεί κάποια συμφωνία ανάμεσα στις περιφερειακές δυνάμεις και την κεντρική κυβέρνηση, οι όγκοι των εξαγωγών θα αυξηθούν κατά το α’ εξάμηνο του 2014, από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες βαρέλια ημερησίως, στο ήμισυ των προ της κρίσης όγκων στα 1,4 εκατ. βαρέλια ημερησίως, τουλάχιστον.
Μέσα στην φετινή χρονιά, το σημαντικότερο «χαρτί» στο παιχνίδι θα είναι οι συνομιλίες για το μέλλον του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Για την ώρα, η εξαμηνιαία προσωρινή συμφωνία έχει αποφέρει χαλάρωση των κυρώσεων και μείωση του κινδύνου στρατιωτικής παρέμβασης, τουλάχιστον μέχρι το φθινόπωρο. Αν καταρρεύσουν οι συνομιλίες, οι ιρανικές εξαγωγές θα μπορούσαν να μείνουν εκτός αγοράς για πάντα.
Οι αγορές φοβούνται ότι τυχόν επέμβαση των δυτικών δυνάμεων θα επαναφέρει το «ιρανικό risk premium» στις τιμές του πετρελαίου. Αλλά το πιο πιθανό αποτέλεσμα θα είναι περαιτέρω παράταση της προσωρινής συμφωνίας, που θα μεταθέσει το ζήτημα για την επόμενη χρονιά. Αν επιτευχθεί συμφωνία, η σταδιακή φύση της άρσης των κυρώσεων θα προκαλέσει καθυστέρηση στην πλήρη αποκατάσταση των όγκων παραγωγής μέχρι το 2015 τουλάχιστον, αλλά εν συνεχεία η προσφορά θα αυξηθεί κατακόρυφα.
Ολες αυτές οι εξελίξεις είναι δυσμενείς για τις κυβερνήσεις που εξαρτώνται έντονα από τις ενεργειακές εξαγωγές για τα έσοδά τους. Οι Σαουδάραβες, για παράδειγμα, που ανησυχούν με την προοπτική βελτίωσης των αμερικανικών σχέσεων με το Ιράν, παρακολουθούν προσεκτικά τις αλλαγές στις ισορροπίες, γιατί αν πιεστούν από τις αγορές να περιορίσουν την παραγωγή, θα πρέπει μειώσουν τα κεφάλαια που έχουν να δαπανήσουν σε έργα υποδομών, με τα οποία στοχεύουν να διασφαλίσουν την σταθερότητα στο έθνος, ιδιαίτερα αυτή την περίοδο.
Πονοκεφάλους αντιμετωπίζει και η Ρωσία. Όταν ανέλαβε Πρόεδρος ο Vladimir Putin το 2000, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο κάλυπταν λιγότερα από τα μισά εξαγωγικά έσοδα της χώρας. Έκτοτε το ποσοστό έχει διαμορφωθεί στα δύο τρίτα. Επιπλέον, οι ενεργειακοί πελάτες της Ρωσίας στην Ευρώπη, τώρα θα έχουν νέες επιλογές καθώς προχωρούν τα έργα υγροποιημένου φυσικού αερίου στις ΗΠΑ και καθώς άλλοι δυνητικοί εξαγωγείς αναπτύσσουν την παραγωγή φυσικού πετρελαίου. Τα χαμένα έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου θα επιβαρύνουν ιδιαίτερα την κυβέρνηση Putin και την προσπάθεια της να παράσχει περισσότερα κεφάλαια για νέες, πιο ακριβές και δυσπρόσιτες πηγές ενέργειας.
Τα προβλήματα της Βενεζουέλας είναι τα πιο επείγοντα. Η χώρα αυτή, που πλήττεται από την χειρότερη οικονομική κρίση των τελευταίων 30 ετών, μαστίζεται ήδη από εκτίναξη του πληθωρισμού, ελλείψεις σε καταναλωτικά αγαθά, περικοπές στην παροχή ενέργειας και ένα από τα χειρότερα επίπεδα εγκληματικότητας στον κόσμο. Και έχει προπωλήσει μεγάλο κομμάτι από την μελλοντική παραγωγή της στην Κίνα, για να λάβει κεφάλαια με τα οποία χρηματοδοτήθηκαν οι πρόσφατες εθνικές εκλογές.
Εχουν συσσωρευθεί τόσες πολλές προκλήσεις, που το Καράκας έχει σταματήσει να κοινοποιεί στατιστικά στοιχεία για την παραγωγή ή τις εξαγωγές. Παράλληλα ο Πρόεδρος Nicolás Maduro έχει υιοθετήσει την συνήθεια του Hugo Chávez και συμπεριφέρεται στην κρατική εταιρία πετρελαίου PDVSA ως «κουμπαρά» με τον οποίο χρηματοδοτεί κοινωνικά έργα υποδομών. Γι’ αυτό και η χαμηλότερη τιμή πετρελαίου συνιστά δυνητική καταστροφή για το κόμμα της κυβέρνησης της Βενεζουέλας, καθώς και το κομμουνιστικό κόμμα της Κούβας που «την βγάζει» με φθηνές ενεργειακές εισαγωγές από τους φίλους της στο Καράκας.
Τέλος, υπάρχει και ένας ακόμη σημαντικός δυνητικός «μπαλαντέρ» στο γεωπολιτικό παιχνίδι. Καμία χώρα δεν καταναλώνει περισσότερη ενέργεια από την Κίνα ή τις ΗΠΑ και καμία διακρατική σχέση δεν είναι τόσο σημαντική για την διεθνή ειρήνη και οικονομία, όσο η δική τους. Είναι γεγονός ότι η Κίνα διαθέτει τα μεγαλύτερα αποθέματα σχιστολιθικού αερίου στον κόσμο, αλλά η άντλησή τους είναι δύσκολη λόγω των απομονωμένων περιοχών όπου βρίσκονται και την έλλειψη της τεχνογνωσίας –και του νερού- που είναι απαραίτητα για την υδραυλική άντληση των σχιστολιθικών κοιτασμάτων.
Την ίδια ώρα, οι ΗΠΑ αναδεικνύονται σε καθοδηγητική δύναμη στην άντληση σχιστολιθικού αερίου και την τεχνολογία παραγωγής. Αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να αποτελέσει την βάση για μια διαρκή εμπορική συνεργασία. Και εν τω μεταξύ, οι δυνητικές κινεζικές επενδύσεις στην αμερικανική παραγωγή ενέργειας, παρουσιάζει αμοιβαίες δυνατότητες κερδοφορίας.
Επί πολλές δεκαετίες, οι μεταβολές στις ενεργειακές αγορές αναδιαμορφώνουν τον χάρτη των γεωπολιτικών νικητών και ηττημένων. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Η τωρινή τάση θα διατηρηθεί για μεγάλο διάστημα, και οι επιπτώσεις της μόλις αρχίζουν να εκδηλώνονται.
Διαβάστε επίσης:
Σάλλας: Δεν υπάρχει πλέον πολιτικός τρόπος απεμπλοκής από το Μνημόνιο χωρίς σοβαρές συνέπειες
Πληρώνουμε 285 εκ.€ το χρόνο για τα τηλέφωνα του Δημοσίου!
Πηγή Euro2day