Διαβάστε όλο το άρθρο των Financial Times.
Όταν η συντηρητική κεντρική τράπεζα της Γερμανίας ζητά να αυξηθούν οι μισθοί ταχύτερα απ’ όσο στο παρελθόν, καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν έχει πάει καθόλου καλά στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης.
Αυτό που δεν πήγε καθόλου καλά είναι ότι σχεδόν οι πάντες στη Φρανκφούρτη -την έδρα της Bundesbank όπως και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας- δεν εκτίμησαν σωστά το πόσο επίμονος θα αποδειχθεί ο χαμηλός πληθωρισμός.
Οι δείκτες πληθωρισμού της ευρωζώνης έπεσαν… από γκρεμό τον Νοέμβριο και παρέμεναν μόλις στο 0,4% τον Ιούλιο. Οι ρωσικές κυρώσεις θα επιβαρύνουν την ευρωπαϊκή οικονομία, κρατώντας τον ρυθμό του πληθωρισμού χαμηλά για ακόμη περισσότερο. Η Ιταλία μένει και πάλι στάσιμη και στην υπόλοιπη ευρωζώνη η οικονομική ανάκαμψη έχει χάσει την ορμή της. Μόνο η Ισπανία εμφανίζει κάποια ανάπτυξη – όμως με ποσοστό ανεργίας 24,5% δεν θα την έλεγα ανάκαμψη, αλλά… τελευταίο τίναγμα της ψόφιας γάτας.
Η γερμανική οικονομία είναι κάπως δυνατή συγκριτικά. Ακόμη κι εκεί όμως ο πληθωρισμός παραμένει αρκετά χαμηλότερα από τον στόχο της ΕΚΤ για λίγο κάτω από 2%. Πέρσι οι πραγματικοί μισθοί στην οικονομία μειώθηκαν 0,2% σύμφωνα με έρευνα της γερμανικής ομοσπονδιακής στατιστικής υπηρεσίας. Η έρευνα αυτή διαφέρει από άλλα επίσημα στατιστικά γιατί συνυπολογίζει συντελεστές που συνήθως δεν περιλαμβάνονται, όπως οι υπερωρίες. Η κατάσταση φέτος έχει βελτιωθεί, αλλά ο πληθωρισμός δεν έχει ακόμη ανακάμψει.
Η Bundesbank ζητά τώρα αυξήσεις μισθών 3%. Με μια πρώτη ματιά, αυτό καθρεφτίζει τη λογική των γερμανικών συμβάσεων εργασίας, που βασίζονται κατ’ αρχάς σε δύο στοιχεία: στον εθνικό πληθωρισμό και στην αύξηση της παραγωγικότητας. Οι μισθοί αυξάνονται κατά το ποσοστό του δείκτη τιμών λιανικής συν ένα συμφωνημένο ποσοστό από την αύξηση της παραγωγικότητας. Η ιδέα είναι ότι οι πραγματικοί μισθοί των εργαζομένων δεν πρέπει ποτέ να πέφτουν και ότι οι εργαζόμενοι και οι μέτοχοι θα πρέπει να ωφελούνται και οι δύο από τις βελτιώσεις στην παραγωγικότητα.
Ο στόχος της Bundesbank για 3% καθρεφτίζει τον στόχο της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό συν το σύνολο της αναμενόμενης για φέτος αύξησης στην παραγωγικότητα.
Υπάρχουν τρία προβλήματα με αυτόν τον υπολογισμό: Το πρώτο είναι ο πληθωρισμός. Γιατί να προσποιηθεί ένας εργοδότης ότι οι τιμές θα αυξηθούν κατά 2% όταν η ΕΚΤ αποτυγχάνει επανειλημμένα να πετύχει τον στόχο;
Ο πληθωρισμός είναι 0,4% τώρα και δεν αναμένεται να φτάσει στον στόχο στο έτος ή στη διετία που καλύπτει η διαπραγμάτευση για τις συμβάσεις εργασίας.
Το δεύτερο πρόβλημα αφορά τις αυξήσεις της παραγωγικότητας, οι καρποί της οποίας θα δίνονταν στους εργαζόμενους, αν γινόταν το θέλημα της Bundesbank. Οι εργαζόμενοι θα ικανοποιούνταν, αλλά γιατί οι εργοδότες να παραδώσουν εθελοντικά όλα τα κέρδη παραγωγικότητας, αν δεν είναι υποχρεωμένοι;
Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας της περασμένης δεκαετίας έχουν μεταβάλει τις ισορροπίες εναντίον των συνδικάτων. Οι εργαζόμενοι έχουν δυνατά κίνητρα για να κρατήσουν τη δουλειά τους, γιατί δεν θα άντεχαν οικονομικά την ανεργία.
Το όλο ζήτημα των εργασιακών μεταρρυθμίσεων ήταν να αποδυναμώσουν τις διαπραγματευτικές δυνάμεις των συνδικάτων και να αποτρέψουν μισθολογικές αυξήσεις που θα ξεπερνούσαν τον πληθωρισμό και τη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Το τρίτο πρόβλημα είναι η διαρκής αποσύνδεση των επίσημων συμφωνιών για τους μισθούς και τις πραγματικές αυξήσεις μισθών. Μόνο το 18% του γερμανικού εργατικού δυναμικού μετέχει σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, και αυτό είναι ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ε.Ε. Οι συμβάσεις σε επίπεδο εργοστασίου συχνά είναι ισχυρότερες από τις εθνικές συμφωνίες για τις συμβάσεις. Ορισμένοι εργοδότες φέρονται να προγραμματίζουν παράκαμψη της πρόσφατης συμφωνίας για κατώτατο μισθό, που τίθεται σε εφαρμογή τον επόμενο χρόνο, υποχρεώνοντας τους εργαζόμενους σε κακοπληρωμένες υπερωρίες.
Για τους συντηρητικούς οικονομολόγους της παραδοσιακής γερμανικής πολιτικής, η απόκλιση από τον στόχο του πληθωρισμού δεν είναι σπουδαία υπόθεση. Θα μπορούσαν κάλλιστα να ζήσουν με μηδενικό πληθωρισμό.
Γιατί νιώθει, τότε, η Bundesbank υποχρεωμένη να ζητήσει περισσότερα; Ο Hans-Werner Sinn, πρόεδρος του ινστιτούτου οικονομικών ερευνών Ifo, έχει πει ότι η Bundesbank θέλει να προλάβει την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ.
Είναι μια πιθανή, αλλά κάπως συνωμοσιολογική εξήγηση. Όποιος κι αν είναι ο λόγος, αμφιβάλλω αν θα αποδώσει. Πριν από είκοσι χρόνια, το οικονομικό περιβάλλον μπορεί να ήταν πιο δεκτικό. Αλλά η γερμανική αγορά εργασίας έχει αλλάξει. Η χώρα, που κάποτε ήταν οικονομικά αυτόνομη, αποτελεί τμήμα μιας νομισματικής ένωσης που έχει σχεδόν τετραπλάσιο μέγεθος.
Το αίτημα της Bundesbank για μεγαλύτερες αυξήσεις μισθών είναι σύμπτωμα απελπισίας και ένδειξη ότι η γερμανική κεντρική τράπεζα δεν είναι διατεθειμένη να παρέμβει για να αντιμετωπίσει το θεμελιώδες πρόβλημα: την πτώση στην καθολική ζήτηση, που προκάλεσαν η χρηματοοικονομική κρίση, η υπερβολική λιτότητα και τα συνεχόμενα σφάλματα στη νομισματική πολιτική.
Η ευρωζώνη δεν έχει ανάγκη από παρεμβάσεις στους μισθούς ή στις τιμές. Έχει ανάγκη από νομισματική επέκταση. Η ΕΚΤ θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει αγορές ενεργητικών σε μεγάλη κλίμακα πριν από ένα έτος. Οπωσδήποτε πρέπει να το κάνει τώρα. Η Ε.Ε. θα πρέπει να επιτρέψει στις κυβερνήσεις να παραβιάσουν τους δημοσιονομικούς τους στόχους φέτος και να αναστείλει το δημοσιονομικό σύμφωνο, που θα προκαλέσει πρόσθετο οικονομικό πόνο από το 2016.
Οι ρυθμιστές της ευρωζώνης έχουν βρεθεί και πάλι σε μια κατάσταση όπου πρέπει να κάνουν το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που υποσχέθηκαν. Η στασιμότητα και ο πτωτικός πληθωρισμός είναι το τίμημα που πληρώνει η ευρωζώνη επειδή σέρνεται πίσω από τις εξελίξεις στην κρίση.
Διαβάστε επίσης:
Κρατική ενίσχυση 4,9 δισ. ευρώ για τη διάσωση της τράπεζας BES
”Τελειώνουμε το νταραβέρι με την τρόικα και μειώνουμε φόρους”
Στα 3 εκατ. ευρώ η ζημιά από το ”κανόνι” του ρωσικού πρακτορείου
Δυνατή άνοδος στο Χρηματιστήριο
Πηγή Euro2day