”Οι πολυεθνικές έχουν πραγματικά σημασία για την παγκόσμια οικονομία. Αν και αυτό δεν είναι μια καινούρια αποκάλυψη, είναι το χαρακτηριστικό που πρέπει να έχουμε στο μυαλό όταν σκεφτόμαστε για την παγκόσμια φορολογία. Μερικές πολυεθνικές έχουν οικονομική δύναμη παρόμοια με αυτή χωρών μεσαίου εισοδήματος. Για παράδειγμα, η General Electric, η οποία έχει δραστηριότητα σε περισσότερες από 100 χώρες, έβγαλε έσοδα 147 δισ. δολαρίων το 2012, περισσότερα από το ΑΕΠ μιας οικονομίας μεσαίου μεγέθους, όπως το Βιετνάμ.
Αυτές οι επιχειρήσεις δεν είναι μόνο μεγάλες, αλλά επίσης πολύ παραγωγικές και κερδοφόρες. Είναι κατά συνέπεια, πολύ ελκυστικές για κυβερνήσεις, όχι μόνο διότι προσφέρουν θέσεις εργασίας αλλά τα υψηλά τους κέρδη προσφέρουν επίσης την ευκαιρία για να δημιουργηθούν μεγάλα φορολογικά έσοδα.
Ωστόσο, υπάρχουν διάχυτες ανησυχίες ότι τα κέρδη των πολυεθνικών εταιρειών είναι ιδιαίτερα δύσκολο να φορολογηθούν, καθώς –εξαιτίας του διεθνούς χαρακτήρα τους- μπορούν να αποφύγουν τη φορολόγηση σε χώρες με υψηλή φορολογία.
Για παράδειγμα η αλυσίδα καφέ Starbucks εμφάνισε πωλήσεις 1,2 δισ. στερλίνων στο Ηνωμένο Βασίλειο στο διάστημα 2009-2011, αλλά, την ίδια περίοδο, δεν κατέβαλε φόρο εισοδήματος παρά το ότι περιέγραψε την ίδια ως «επικερδή» στους επενδυτές της.
Εμπειρικές μελέτες όπως των Egger, Eggert και Winner (2010), επιβεβαιώνουν ότι οι πολυεθνικές εταιρείες πληρώνουν ελάχιστους φόρους σε σχέση με τα κέρδη τους. Πραγματικά, στις ευρωπαϊκές χώρες με υψηλή φορολογία, οι θυγατρικές των πολυεθνικών πληρώνουν κατά μέσο όρο 32%-57% μικρότερους φόρους από ό,τι παρόμοιες, εγχώριας ιδιοκτησίας, εταιρείες. Είναι προφανές να υποθέσουμε ότι οι πολυεθνικές εταιρείες απλώς φοροδιαφεύγουν με τη χειραγώγηση των τιμών μεταβίβασης ή τα ποσοστά του χρέους. Ωστόσο, υπάρχει μια πρόσθετη δυνατότητα:
Οι χαμηλές πληρωμές φόρων μπορεί να προκύπτουν εξαιτίας των νομοθετικών φορολογικών ρυθμίσεων και όχι από συμπεριφορές φοροδιαφυγής και φοροδιαφυγής των επιχειρήσεων. Πραγματικά, η πιθανότητα βασίζεται στις θεμελιώδεις αρχές της διεθνούς φορολογίας –την αρχή των «ίσων αποστάσεων». Η αρχή αυτή δηλώνει ότι οι συναλλαγές μεταξύ διαφορετικών θυγατρικών των πολυεθνικών οργανισμών, πρέπει να αντιμετωπίζονται –για φορολογικούς σκοπούς- σαν να είχαν γίνει μεταξύ ανεξάρτητων μερών. Δηλαδή, σαν θα είχε πραγματοποιηθεί η συναλλαγή στην αγορά. Αυτό προϋποθέτει ότι δεν υπάρχει καμία θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των πολυεθνικών και άλλων επιχειρήσεων.
Σε αντίθετη περίπτωση, η τεκμαρτή τιμή για τη φορολόγηση δεν είναι σωστή. Πρόσφατα ευρήματα στα διεθνή οικονομικά ωστόσο, έχουν αποδείξει ότι υπάρχουν στοιχειώδεις διαφορές μεταξύ των πολυεθνικών και των εγχώριων επιχειρήσεων:
Πρώτον, οι πολυεθνικές είναι πολύ πιο παραγωγικές από ό,τι οι εγχώριες εταιρείες. Στην πραγματικότητα, είναι η υψηλότερη παραγωγικότητα που επιτρέπει σε αυτές τις επιχειρήσεις να επιβαρύνονται με το κόστος της διεθνοποίησης και να γίνονται πολυεθνικές. Μπορούν να εισάγουν με χαμηλότερο κόστος από την τιμή με την οποία πουλούν στην αγορά. Δεύτερον, οι τιμές της αγοράς περιλαμβάνουν μια προσαύξηση που προκύπτει από τη διαπραγμάτευση μεταξύ της εταιρείας και του ανεξάρτητου προμηθευτή.
Επειδή μια θυγατρική μιας πολυεθνικής έχει μικρότερη διαπραγματευτική ισχύ από έναν ανεξάρτητο προμηθευτή, αυτή η προσαύξηση υποδηλώνει επίσης ότι οι τιμές της αγοράς είναι υψηλότερες σε σχέση με τις τιμές εισαγωγού εντός της επιχείρησης.
Εάν η πολυεθνική χρησιμοποιεί την τιμή της αγοράς για να τιμολογήσει ενδοεταιρικές συναλλαγές για φορολογικούς σκοπούς (όπως απαιτεί η φορολογική νομοθεσία), πληρώνει μικρότερο φόρο στην χώρα καταγωγής της και μεγαλύτερο στην περιοχή από όπου δέχεται την εισαγωγή. Αλλά το τελευταίο είναι δυνητικά μια στρατηγικά επιλεγμένη χαμηλή φορολογική διαδικασία. Ως αποτέλεσμα, η πολυεθνική πληρώνει μικρότερο φόρο σε σχέση με μια συγκρίσιμη εγχώρια εταιρεία.
Αυτό το επιχείρημα, συμβάλει στην εξήγηση του χαμηλότερου φορολογικού συντελεστή των πολυεθνικών εταιρειών. Δεν αποκλείει άλλες στρατηγικές για την ελαχιστοποίηση των φόρων, όπως τη χειραγώγηση των τιμών μεταβίβασης, τη στρατηγική επιλογή της τοποθεσίας, ή τη χρήση ενδοεπιχειρησιακών δανείων.
Ωστόσο, ακόμη και εάν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις δεν ενήργησαν στρατηγικά για να μειώσουν το φορολογικό τους φορτίο, η αρχή των ίσων αποστάσεων δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι οι φορολογικές πληρωμές είναι τόσο ψηλές (σε σχέση με τα κέρδη τους) όσο αυτές των αμιγώς εγχώριων εταιρειών”.
Πηγή Capital