Ακόμα μεγαλύτερες τιμές-στόχους θέτει η JP Morgan για τις μετοχές των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών, αναβαθμίζοντας παράλληλα και τις εκτιμήσεις της για τα κέρδη τους ανά μετοχή, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του επενδυτικού οίκου.
Η JP Morgan δίνει σύσταση «overweight» για τις ελληνικές τράπεζες και, συγκεκριμένα, τιμή – στόχο για το «χαρτί» της Alpha Bank στα 2,50 ευρώ, για τη Eurobank στα 2,60 ευρώ, για την Εθνική Τράπεζα στα 8,40 ευρώ, και για τη μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς στα 5 ευρώ.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Λεπτομερέστερα, ο αμερικανικός «κολοσσός» αυξάνει τις εκτιμήσεις του για την πορεία των κερδών ανά μετοχή της Alpha Bank για το διάστημα 2023 – 2025 κατά 5% – 4% – 8% αντίστοιχα (στα 0,31 ευρώ το 2024), λόγω των καλύτερων τάσεων στα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) καθώς και άλλων mark – to – market αναθεωρήσεων στη βάση των αποτελεσμάτων του γ’ τριμήνου.
Η τιμή στόχος στα 2,50 ευρώ, με ορίζοντα την ολοκλήρωση του α’ εξαμήνου του 2025, βασίζεται στις νέες εκτιμήσεις για το 2026 που ενσωματώνουν έναν κανονικοποιημένο δείκτη αποδοτικότητας ενσώματων ιδίων κεφαλαίων, ROTE στο 10%, 12% COE – κόστος κεφαλαίου – και 1,5% growth.
Το guidance της τράπεζας αντανακλά μια οργανική δημιουργία κεφαλαίου ύψους 1,9 δισ. ευρώ κατά την περίοδο 2023-2025 και, σε συνδυασμό με την προβλεπόμενη μετατροπή DTA 0,4 δισ. ευρώ σε ίδια κεφάλαια, οδηγεί σε 16% περίπου CET1 έως τα τέλη του 2025. Σε σύγκριση με τον στόχο της διοίκησης για 13%, η κεφαλαιακή προβολή της τράπεζας σηματοδοτεί ένα «πλεόνασμα» σε επίπεδο CET1 ύψους 1,4 δισ. ευρώ κατά το 2025, που είναι πιθανό να υποστηρίξει τις διανομές μερισμάτων από την ολοκλήρωση της φετινής χρήσης και μετά, με την επιφύλαξη της έγκρισης των ρυθμιστικών αρχών.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Όσον αφορά τη Eurobank, η JP Morgan αυξάνει τις εκτιμήσεις της για τα κέρδη ανά μετοχή για το 2023 – 2025 κατά 3% – 4% – 3% αντίστοιχα (στα 0,31 ευρώ το 2024), με την ίδια επιχειρηματολογία με την Alpha Bank. Η νέα τιμή στόχος στα 2,60 ευρώ (αμετάβλητη) βασίζεται στο νέο σύνολο εκτιμήσεων για το 2026 που ενσωματώνει 12% κανονικοποιημένο ROTE, 12% COE και 1,5% growth, ενώ το μοντέλο αυτή τη στιγμή ενσωματώνει και το 55,3% στην Ελληνική Τράπεζα, την οποία καθιστά ως θυγατρική του ομίλου.
Η Eurobank κινείται προς τον υψηλότερο κανονικοποιημένο δείκτη ROTE μεταξύ των υπολοίπων (13% το 2025) με κορυφαίο εγχώριο franchise και επιπλέον συνεισφορά από διεθνείς δραστηριότητες, ιδιαίτερα στη Βουλγαρία και την Κύπρο, καθώς και το χαρτοφυλάκιο επενδύσεων σε ακίνητα ύψους 1,4 δισ. ευρώ. Ο δείκτης CET1 του τρίτου τριμήνου – σε επίπεδο ομίλου – στο 16,4% είναι αρκετά σταθερός, με την κεφαλαιακή θέση της τράπεζας να είναι αρκετά ισχυρή πλέον, με τον δείκτη CET1 στα τέλη του 2025 να εκτιμάται στο 17,8% μετά την ενοποίηση της Ελληνικής Τράπεζας, προσφέροντας έτσι άφθονο χώρο για διανομές μερισμάτων και περαιτέρω συναλλαγές στο σκέλος των συγχωνεύσεων και εξαγορών (M&A).
Αναφορικά με την Εθνική Τράπεζα, η JP Morgan αναμένει υψηλότερα κέρδη ανά μετοχή για το 2023 – 2025 κατά 6% – 5% – 8% αντίστοιχα (στα 1,14 ευρώ το 2024), λόγω των καλύτερων τάσεων στα καθαρά έσοδα από τόκους, το χαμηλότερο κόστος κινδύνου, απόρροια της περαιτέρω επιτάχυνσης στο σκέλος της εξυγίανσης με το δείκτη NPE να υποχωρεί στο 3% ήδη από το γ’ τρίμηνο και άλλες mark – to – market αναθεωρήσεις στη βάση των τελευταίων αποτελεσμάτων. Η νέα τιμή στόχος στα 8,40 ευρώ βασίζεται στο νέο σύνολο εκτιμήσεων για το 2026, που ενσωματώνει 11% κανονικοποιημένο ROTE, 12% COE και 1,5% growth.
Εντωμεταξύ, το «turnaround story» είναι αυτό που την κάνουν να ξεχωρίζει, σύμφωνα με την ανάλυση της JP Morgan.
Συγκεκριμένα:
- υψηλό προσανατολισμό στα υψηλότερα επιτόκια με μια μεγάλη και σταθερή βάση καταθέσεων και με προθεσμιακές που αποτελούν μόλις το 15% του συνόλου, το χαμηλότερο μεταξύ των συστημικών
- τον υψηλότερο δείκτη CET1 στην κατηγορία, στο 17,9% στο τρίτο τρίμηνο, ο οποίος αυξάνεται περαιτέρω σε επίπεδα άνω του 19%, που είναι και η εκτίμηση της JP Morgan, έως το 2025, προσφέροντας έναν άφθονο χώρο για διανομές μερισμάτων από το 2024 (από τη φετινή χρήση) και έπειτα
- και με δείκτη NPE στο 3% με το υψηλότερο επίπεδο κάλυψης μεταξύ των τεσσάρων συστημικών.
Για την Τράπεζα Πειραιώς, η JP Morgan αυξάνει τις εκτιμήσεις της για τα κέρδη ανά μετοχή για το 2023 – 2025 κατά 7% – 6% – 7% αντίστοιχα (στα 0,74 ευρώ το 2024), λόγω των καλύτερων τάσεων στα καθαρά έσοδα από τόκους (NII), του χαμηλότερου κόστους κινδύνου που αναμένει καθώς και άλλων mark-to-market αναθεωρήσεων στη βάση των αποτελεσμάτων του τρίτου τριμήνου. Η τιμή στόχος στα 5 ευρώ, με ορίζοντα τον Ιούνιο του 2025, βασίζεται στις νέες εκτιμήσεις του οίκου για το 2026, που ενσωματώνουν έναν κανονικοποιημένο δείκτη ROTE στο 10,4%, 12% COE και 1,5% growth.
«Bullish» δηλώνει η JP Morgan και για τη μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς, που παρά την «εκτίναξη» φέτος» με άνοδο που ξεπερνά 120% το 2023, συνεχίζει να διαπραγματεύεται με δείκτη P/TBV για το 2024 στο 0,5x και P/E στο 4,8x, που αποτελούν άκρως ελκυστικά επίπεδα, με μια μεσοπρόθεσμη οπτική. Εξοπλισμένη με τα κεφάλαια που χρειάζεται, η Τράπεζα Πειραιώς έχει μειώσει τα NPE της κατά περισσότερο από 20 δισ. ευρώ από τα τέλη του 2020, ενώ συνεχίζει να υλοποιεί διαρθρωτικές βελτιώσεις για να ενισχύσει το ROTE προς το φιλόδοξο 14% φέτος και 12% σύμφωνα με το guidance της διοίκηση για το 2025.
Τα χαμηλότερα σχετικά κεφαλαιακά επίπεδα του ομίλου της Πειραιώς αποτελούσαν ιστορικά ένα ερωτηματικό για τους αναλυτές της JP Morgan, αλλά μέσω αρκετών κεφαλαιακών ενεργειών, συμπεριλαμβανομένων των συνθετικών τιτλοποιήσεων και της πώλησης περιουσιακών στοιχείων, ο όμιλος ξεπέρασε ακόμη και το business plan του, φέρνοντας τον δείκτη CET1 στο 12,8% στο τρίτο τρίμηνο (στο 15,1% εκτιμά πως θα φτάσει η JP Morgan το 2025, με στόχο την επανεκκίνηση της διανομής μερισμάτων από το 2023 και μετά.