Στις 31 Δεκεμβρίου του 2014, πως θα μπορούμε να κρίνουμε εάν η χρονιά ήταν επιτυχής για την Ευρώπη; Μία ευρεία οικονομική ανάκαμψη και το γιάτρεμα των πληγών από τις κρίσεις του χρηματοοικονομικού κλάδου και του δημοσίου χρέους αδιαμφισβήτητα θα ήταν καλοδεχούμενες εξελίξεις – ίσως ακόμη και ένα σημαντικό διεθνές επίτευγμα όπως μία ευρω-αμερικανική συμφωνία ελεύθερου εμπορίου. Το καλύτερο από όλα όμως, θα ήταν η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους πολιτικούς θεσμούς, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό είναι το μεγαλύτερο αλλά και το πιο δύσκολο έπαθλο.
Ένας χρόνος είναι πολύ μικρό χρονικό διάστημα για να κρίνει κανείς εάν αλλάζει το κλίμα. Η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στις κυβερνήσεις και την ΕΕ συρρικνώνεται εδώ και έξι χρόνια. Οι αιτίες πηγαίνουν ακόμη πιο πίσω στο χρόνο. Παρόλα αυτά, ορισμένα γεγονότα που έχουν προγραμματιστεί για το 2014 θα αποτυπώσουν την πρόοδο που καταγράφεται ή τις ευκαιρίες που έχουν χαθεί.
Το κυριότερο είναι οι εκλογές του Μαΐου για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Η μεγάλη άνοδος στην στήριξη των λαϊκιστικών, αντικαθεστωτικών, αντιευρωπαϊκών πολιτικών κινημάτων, σε συνδυασμό με μία ακόμη μείωση της συμμετοχής των ψηφοφόρων, θα ήταν κακό σημάδι. Θετικό όμως, είναι το γεγονός ότι οι ηγέτες της ΕΕ θα προσπαθήσουν να αποφύγουν μία αντιπαράθεση ανάμεσα στο νεοεκλεγμένο σώμα και τις εθνικές κυβερνήσεις για το ποιος θα είναι ο νέος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – μία διαμάχη που, για πολλούς Ευρωπαίους, συνοψίζει όλα όσα είναι σκοτεινά και άσκοπα στην ΕΕ.
Ακόμη, οι αντοχές δύο εκ των παλαιότερων κρατών-μελών της ΕΕ, της Βρετανίας και της Ισπανίας, θα δοκιμαστούν με αντίστοιχα δημοψηφίσματα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας το Σεπτέμβριο και – εάν το επιτρέψουν οι αρχές της Μαδρίτης – δύο μήνες αργότερα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας. Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, η σημασία αυτών των δημοψηφισμάτων είναι πως σημαντικός αριθμός Σκωτσέζων και Καταλανών θα ακουστούν επισήμως υποστηρίζοντας πως οι πολιτικοί θεσμοί που εδρεύουν σε Λονδίνο και Μαδρίτη δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους. Ακόμη και εάν οι δυνάμεις υπέρ της ανεξαρτησίας χάσουν, οι κεντρικές κυβερνήσεις σε Βρετανία και Ισπανία θα πρέπει να απαντήσουν στη μεγάλη φασαρία που θα έχει δημιουργηθεί.
Η μείωση της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης στις κυβερνητικές τάξεις της Ευρώπης είναι ευρύτερη και αφορά τόσο τους τεχνοκράτες όσο και τους πολιτικούς. Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, η εμπιστοσύνη στην ΕΕ έχει βουλιάξει από 57% το 2007 σε 31% τον προηγούμενο Μάιο. Σχεδόν το 29% των ερωτηθέντων εξέφρασε αρνητικά συναισθήματα για την ΕΕ – που είναι ιστορικό υψηλό και ποσοστό διπλάσιο από το επίπεδο που ίσχυε προ έξι ετών. Η εμπιστοσύνη στις εθνικές κυβερνήσεις εν τω μεταξύ, υποχώρησε στο 25% από 41%.
Η ύφεση, η ανεργία και η στασιμότητα ή ακόμη και επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου είναι εν μέρει οι αιτίες για αυτές τις τάσεις. Το ίδιο ισχύει όμως και για την αναδιοργάνωση του συστήματος πρόνοιας που κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα ήταν ουσιώδες τμήμα του ευρωπαϊκού κοινωνικού συμβολαίου που είχε αντιμετωπίσει τον πολιτικό εξτρεμισμό και είχε εδραιώσει την στήριξη προς τον καπιταλισμό και τη δημοκρατία. Θα ήταν λάθος όμως, να παραγνωρίσουμε τους μη οικονομικούς παράγοντες όπως η διαφθορά, τα σκάνδαλα, η μετανάστευση και η βουτιά της πάλαι ποτέ πανίσχυρης πίστης των ψηφοφόρων στα πολιτικά κόμματα. Κάτω από όλα βρίσκεται η απογοήτευση των Ευρωπαίων καθώς επηρεάζουν λιγότερο από ποτέ τις αποφάσεις των ελίτ, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και στις Βρυξέλλες.
Στην ευρωζώνη – η οποία πλέον απαριθμεί 18 μέλη με την ένταξη της Λετονίας – πολλοί πολιτικοί και πολίτες παλεύουν ακόμη να συνειδητοποιήσουν ότι σε μία νομισματική ένωση οι πολιτικές επιλογές δεν μπορούν να είναι αποκλειστικά εθνικό ζήτημα. Στις χώρες οφειλέτες, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, αλλά ακόμη και σε κράτη όπως η Γαλλία και η Ιταλία που χρονοτριβούν για τις μεταρρυθμίσεις, εδραιώνεται η αντίληψη ότι η κοινωνία βρίσκεται στο έλεος αδίστακτων εξωτερικών δυνάμεων – της Γερμανίας, της παγκοσμιοποίησης, των τραπεζών ή των Βρυξελλών – και πως τιμωρείται για τις εσφαλμένες συνταγές που χορηγούν παρείσακτοι.
Ο Λάζλο Άντορ, επίτροπος της ΕΕ για θέματα απασχόλησης, χαρακτηρίζει αυτές τις συνταγές «ορθοδοξία του Μάαστριχτ». Αναφέρεται στη συμφωνία του Μάαστριχτ του 1993, η οποία έθεσε το χάρτη για τη νομισματική ένωση της Ευρώπης, χωρίς όμως να κάνει ουδεμία πρόβλεψη για δημοσιονομικές μεταφορές ή για βαθιά πολιτική ολοκλήρωση. Σε άρθρο του στο Vox, ο κ. Άντορ έγραψε το Δεκέμβριο: «Η εμμονή με την ορθοδοξία του Μάαστριχτ θα οδηγήσει σε σταθερή αποδυνάμωση της φιλοευρωπαϊκής τάσης στις χώρες της νοτίου Ευρώπης και σε ορισμένες χώρες μπορεί να μην απέχουμε πολύ από την καταστροφική κατάσταση όπου η ένταξη στην ευρωζώνη και η δημοκρατία να μην είναι πλέον συμβατές».
Κατά τα τελευταία δύο χρόνια, τέτοιου τύπου προειδοποιήσεις είναι όλο και πιο συχνές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η κατάσταση δεν είναι τόσο τρομακτική, καθώς θα μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος ότι στην Ελλάδα, για παράδειγμα, αυτό που αποδείχθηκε ασύμβατο δεν ήταν η ένταξη στην ευρωζώνη με τη δημοκρατία, αλλά η ένταξη στην ευρωζώνη με μία δημοκρατία που είχε διαποτιστεί από τις πελατειακές σχέσεις και τη διαφθορά. Αυτά τα ελαττώματα προϋπήρχαν της ευρωζώνης. Δεν μπορούμε να επιρρίπτουμε για αυτά ευθύνες στη Γερμανία και τις άλλες πιστώτριες χώρες.
Παρόλα αυτά, ο διχασμός Βορά – Νότου στην Ευρώπη είναι απίθανο να εξαφανιστεί το 2014. Οι ευάλωτες χώρες της ευρωζώνης θα προσέξουν ότι ενώ σε εκείνες επιβάλλονται και άλλες οδηγίες για συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και μείωση των μισθών, ο κυβερνητικός συνασπισμός στο Βερολίνο θα ετοιμάζεται για αύξηση των συνταξιοδοτικών επιδομάτων για τους Γερμανούς και για χαλάρωση των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας που είχαν εφαρμοστεί προ του 2005. Αυτό το αίσθημα αδικίας θα αυξηθεί περισσότερο με την πρόταση της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ για «συμβόλαια» βάσει των οποίων οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα δεσμεύονται για συγκεκριμένες οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Ακόμη κι αν επιτευχθεί ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και δημιουργία θέσεων εργασίας – που ούτως ή άλλως είναι δύσκολοι στόχοι – δεν θα αρκούν για να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη στην ευρωπαϊκή πολιτική το 2014 ή έστω και αργότερα. Οι ηγέτες πρέπει να εκπαιδεύσουν τους πολίτες καλύτερα ως προς τα πλεονεκτήματα και τις υπευθυνότητες που περιλαμβάνει η ένταξη στην ευρωζώνη. Στην ΕΕ συνολικά, θα ήταν χρήσιμο εάν η φωνή των εθνικών κοινοβουλίων ακουγόταν περισσότερο. Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Η εμπέδωση της δημοκρατίας όμως, θα ήταν μία καλή αρχή.
Διαβάστε επίσης:
Πηγή Euro2day