Mπορεί οι τελευταίες ημέρες να περιείχαν αλλεπάλληλες αναβαθμίσεις για τις ελληνικές τράπεζες και αλλαγές στις τιμές – στόχους των μετοχών τους από κορυφαίους οίκους (Fitch, JP Morgan, S&P), δεν λείπουν ωστόσο οι κίνδυνοι για το τραπεζικό σύστημα σε διεθνή βάση, για όσο συνεχίζεται η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή.
Αυτό είναι και το βασικό συμπέρασμα των αναλυτών της S&P Global Ratings, οι οποίοι εξετάζουν όλο και πιο στενά τις επιπτώσεις του πολέμου, στη Μέση Ανατολή, σε διάφορους οικονομικούς τομείς της περιοχής, συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζών, που είναι όλο και περισσότερο εκτεθειμένες σε εξωτερική χρηματοδότηση τα τελευταία χρόνια.
Υπενθυμίζεται, άλλωστε, πως ενώ οι ελληνικές τράπεζες έλαβαν χθες σύσταση overweight από την JP Morgan, υποβαθμίστηκαν οι τράπεζες στην περιοχή MENA, στην οποία συγκαταλέγονται και εκείνες της Μέσης Ανατολής, ενώ και οι τουρκικές τράπεζες έλαβαν «ουδέτερη» σύσταση.
Όπως επισημαίνει η S&P Global Ratings, παράλληλα με τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, και ο πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς συμβάλλει στην παγκόσμια γεωπολιτική αβεβαιότητα και αναμένεται να επηρεάσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, το εμπόριο και τις ροές κεφαλαίων το 2024.
Αν και ο πόλεμος μέχρι στιγμής έχει περιοριστεί στο Ισραήλ και τη Γάζα, ωστόσο ναρκοθετεί το έδαφος με κινδύνους για τις τράπεζες όσο διατηρείται και ενδεχόμενα εξαπλώνεται, ιδιαίτερα για την περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.
Η ανάλυση υπολογίζει διάφορα επίπεδα εκροών για εξωτερικές υποχρεώσεις, όπως 50% για ορισμένες διατραπεζικές υποχρεώσεις και 10% για υποχρεώσεις κεφαλαιαγοράς, με βάση πρόσφατα στοιχεία από τις κεντρικές τράπεζες.
Για να χρηματοδοτήσουν αυτές τις εκροές, οι τράπεζες θα πρέπει να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία, με τη μελέτη να κάνει υποθέσεις σχετικά με τις αποτιμήσεις που θα μπορούσαν να επιτύχουν τέτοια περιουσιακά στοιχεία σε ένα επισφαλές περιβάλλον.
Ενώ η S&P Global Ratings διαπιστώνει ότι οι εκροές εξωτερικής χρηματοδότησης θα μπορούσαν να φτάσουν τα 220 δισ. δολάρια στο ακραίο σενάριο, ή περίπου το 30% των σωρευτικών εξωτερικών υποχρεώσεων, κι ενώ εν γένει οι τράπεζες είχαν επαρκή ρευστότητα για να το καλύψουν στις περισσότερες περιπτώσεις, παρατηρήθηκε έλλειμμα χρηματοδότησης στην Αίγυπτο, την Ιορδανία και το Κατάρ.
Έτσι, ενώ τα αποτελέσματα «δείχνουν την ανθεκτικότητα των περισσότερων επιλεγμένων τραπεζικών συστημάτων σε περίπτωση που οι εντάσεις στη Μέση Ανατολή κλιμακωθούν και χτυπήσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών», οι αναλυτές προειδοποιούν ότι «ένα υψηλότερο επίπεδο εκροών, μια εκροή τοπικών υποχρεώσεων ή χαμηλότερη ρευστότητα εξωτερικών περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετικά αποτελέσματα».
Αυξάνεται το χρέος των χωρών του Κόλπου
Όπως επισημαίνει η S&P Global, tα τελευταία χρόνια, το εξωτερικό χρέος έχει αυξηθεί μεταξύ των χωρών του Περσικού Κόλπου, οι οποίες αναμένεται να έχουν 660 δισ. δολάρια ακαθάριστου εξωτερικού δημόσιου και ιδιωτικού χρέους που λήγει το 2023–25, από περίπου 250 δισ. δολάρια το 2013. Η επέκταση αυτή τροφοδοτείται από τις τράπεζες της περιοχής, οι οποίες εντείνουν τις προσπάθειες τους για να υποστηρίξουν τα μετα-πετρελαϊκά σχέδια οικονομικής διαφοροποίησης, όπως είναι το Saudi Vision 2030.
Ωστόσο, η ανάλυση τονίζει πως παρά την πρόσφατη συσσώρευση εξωτερικών υποχρεώσεων, η συνολική εικόνα προς ώρας δεν δείχνει ιδιαίτερα ανησυχητική για τις τράπεζες. Και τούτο, διότι οι καθαρές εξωτερικές θέσεις των περιφερειακών οικονομιών κυριαρχούνται από ισχυρά δημοσιονομικά αποθέματα, σύμφωνα με την S&P Global Ratings, μαζί με μέτρια έως χαμηλά επίπεδα ακαθάριστου εξωτερικού χρέους στους περισσότερους τομείς.
Τα περισσότερα από τα τραπεζικά συστήματα της περιοχής απολαμβάνουν καθαρές εξωτερικές θέσεις ενεργητικού, που σημαίνει ότι μπορούν να καλύψουν εξωτερικές εκροές χωρίς κρατική υποστήριξη.
«Ακόμη και όταν αυξάνονται οι εξωτερικές υποχρεώσεις που βασίζονται στις τράπεζες, αναμένουμε ότι οι περισσότερες περιφερειακές κυβερνήσεις θα παραμείνουν σε θέση να αποτρέψουν και, εάν χρειαστεί, να καλύψουν τυχόν εκροές», επισημαίνουν οι αναλυτές.