"Τα μνημόνια ήταν άδικα και έπληξαν τους πιο αδύναμους Ελληνες πολίτες και εξ΄ αυτού του λόγου τορπίλισαν και τις δυνατότητες για ανάπτυξη".
Την εκτίμηση αυτή εξέφρασε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Παναγιώτης Λιαργκόβας, απευθύνοντας χαιρετισμό στο συνέδριο με θέμα “κρίση-μεταρρυθμίσεις-ανάπτυξη”. Το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής (και στα τρία προγράμματα) δεν κατανεμήθηκε δίκαια, τόνισε ο Π. Λιαργκόβας χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι έπληξε περισσότερο τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες (π.χ. τους νέους, τους ηλικιωμένους, τις γυναίκες, τους φτωχούς). Το αποτέλεσμα ήταν να διογκωθούν οι εισοδηματικές ανισότητες, δηλαδή το χάσμα ανάμεσα στους πλουσιότερους και τους φτωχότερους, όπως δείχνουν όλοι οι σχετικοί δείκτες Όμως, είναι κοινά αποδεκτό στην διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα, ότι η διόγκωση των ανισοτήτων εξουδετερώνει και το ύψος αλλά και την βιωσιμότητα της ανάπτυξης, την οποία επιδιώκει η ίδια η δημοσιονομική εξυγίανση.
Παράλληλα επισήμανε ότι τρεις είναι οι βασικές αιτίες που η Ελλάδα σε αντίθεση με την Κύπρο, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία δεν κατάφερε να βγει από τα μνημόνια και να περάσει στο δρόμο της ανάπτυξης.
Ο πρώτος ήταν ότι οι αρχικές οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα, ήταν σε πολύ πιο άσχημη κατάσταση. Τα ελλείμματα του κρατικού και εξωτερικού τομέα και το χρέος ήταν υψηλότερα. Η δημόσια διοίκηση ήταν αδύναμη. Οι θεσμοί δεν ήταν ισχυροί και δεν λειτουργούσαν αποτελεσματικά ενώ ο κρατικοδίαιτος ιδιωτικός τομέας είχε απαξιωθεί. Το προβλήματα δηλαδή της οικονομίας μας ήταν πολλαπλά, η κρίση μας βρήκε απροετοίμαστους και βέβαια όλες τις προηγούμενες δεκαετίες αναβάλαμε τις λύσεις των προβλημάτων (με ορισμένες εξαιρέσεις) για το μέλλον.
Ο δεύτερος αφορά στο μείγμα δημοσιονομικής προσαρμογής που βασίστηκε (και στα τρία Μνημόνια) λανθασμένα κατά κύριο λόγο στην αύξηση της φορολογίας και όχι στη μείωση των δαπανών. Η αύξηση της φορολογίας αποθαρρύνει την ανάπτυξη. Αλλοιώνει τα κίνητρα των ατόμων, αυξάνει τη φοροδιαφυγή, διώχνει επιχειρήσεις και δυναμικά στοιχεία από τη χώρα. Οι συνεχείς φορολογικές αυξήσεις εξαντλύουν τη φοροδοτική ικανότητα ακόμα και των συνεπών φορολογούμενων. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται από την ραγδαία αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το δημόσιο.
Ο τρίτος ήταν πως εκτός των δημοσιονομικών (δηλαδή μειώσεις μισθών και συντάξεων) και φορολογικών μέτρων, τα περισσότερα διαρθρωτικά μέτρα δεν εφαρμόστηκαν όπως έπρεπε. Δεν υπήρξε συνολικό στρατηγικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων. Δεν ακολουθήθηκε συγκεκριμένη χρονική ακολουθία στις μεταρρυθμίσεις. Δεν υπήρξε συνέχεια και συνέργεια. Και το κυριότερο, δεν εφαρμόστηκαν πλήρως πολλές μεταρρυθμίσεις. Και μισή εφαρμογή ισοδυναμεί με καθόλου εφαρμογή. Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί της ΕΕ ικανοποιούνταν βλέποντας την ψήφιση των σχετικών νόμων. Όμως οι σχετικές εφαρμοστικές ρυθμίσεις (Υπουργικές αποφάσεις και εγκύκλιοι) δεν έβγαιναν στην ώρα τους και επομένως τίποτε δεν άλλαζε.