Aβεβαιότητα στις αγορές και προπαντός τις ευρωπαϊκές ακόμα και μετά το β’ γύρο των πρόωρων βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία στις 7 Ιουλίου προβλέπουν αναλυτές της κορυφαίας γερμανικής τράπεζας, Deutsche Bank.
Ο ευρωπαϊκός δείκτης μετοχών Euro Stoxx 600 έχει χάσει 2,6% από την Πέμπτη (06.06.24) πριν από τις ευρωεκλογές και σήμερα (17.06.24), δηλαδή οκτώ μέρες μετά τι ευρωεκλογές που οδήγησαν στην κήρυξη πρόωρων εκλογών στη Γαλλία (λόγω της συντριβής του κόμματος Μακρόν) υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο από τις αρχές Μαΐου. Την ίδια περίοδο, ο αντίστοιχος αμερικανικός δείκτης S&P 500 σημείωσε άνοδο 1,5% και έκλεισε σε νέο υψηλό ρεκόρ επί τέσσερις ημέρες. Οι νέες βουλευτικές εκλογές που προκήρυξε ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν θεωρούνται το έναυσμα για την αναταραχή στις ευρωπαϊκές αγορές.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σύμφωνα με υπολογισμούς της χρηματοπιστωτικής υπηρεσίας Bloomberg, μόνο ο γαλλικός δείκτης αναφοράς CAC 40 έχασε 220 δισεκατομμύρια δολάρια σε χρηματιστηριακή αξία την περασμένη εβδομάδα. Αυτό αντιστοιχεί περίπου στο μέγεθος της ελληνικής οικονομίας, σημειώνει η Handelsblatt.
Σύμφωνα με τον Robert Halver, επικεφαλής επενδυτικής στρατηγικής της Baader Bank, το πρόβλημα υπερβαίνει τη Γαλλία, καθώς “μετά τις ευρωεκλογές, η ευρωπαϊκή ιδέα έχει δυστυχώς υποφέρει. Αυτό προκαλεί ένα ασφάλιστρο κινδύνου για τα κρατικά ομόλογα της Νότιας Ευρώπης”. Ένας κορυφαίος ευρωπαίος τραπεζίτης έχει παρόμοια άποψη και προειδοποιεί ότι “οι αγορές είναι αλλεργικές σε οτιδήποτε θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα της ευρωζώνης και των οικονομικών της”.
Ο δυτικός χρηματιστηριακός κόσμος είναι σήμερα χωρισμένος στα δύο. Ενώ η έκρηξη της τεχνητής νοημοσύνης και η ακόμη πολύ ισχυρή οικονομία προκαλούν άνοδο των τιμών των μετοχών στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος της Γαλλίας Μακρόν σόκαρε τις αγορές όταν διέλυσε το γαλλικό κοινοβούλιο μετά τα τεράστια κέρδη που σημείωσε το ακροδεξιό Εθνικό Συναγερμό (Rassemblement National – RN) της Μαρίν Λε Πεν στις ευρωεκλογές.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Φαίνεται πλέον πιθανό ότι το RN θα κερδίσει την πλειοψηφία στις νέες εκλογές της 30ής Ιουνίου και της 7ης Ιουλίου και στη συνέχεια θα συμμετάσχει στην κυβέρνηση. Αυτό τροφοδοτεί τις ανησυχίες ότι το ήδη υψηλό επίπεδο χρέους της Γαλλίας θα συνεχίσει να αυξάνεται. Αυτή τη στιγμή ανέρχεται στο 110% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.
Ο Σάντρο Πανάγκλ (Sandro Pannagl), οικονομολόγος της Landesbank Baden-Württemberg (LBBW), τονίζει πως “οι προτάσεις οικονομικής πολιτικής του RN, από φορολογικές περικοπές δισεκατομμυρίων έως τη μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 60 έτη, θα επιβάρυναν σε τεράστιο βαθμό τον κρατικό προϋπολογισμό της Γαλλίας”. Ο Ντάνιελ Χάρτμαν (Daniel Hartmann), επικεφαλής οικονομολόγος του διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων Bantleon, φοβάται επίσης ότι “η επειγόντως αναγκαία εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών θα περάσει σε δεύτερη μοίρα” μετά τις εκλογές στη Γαλλία.
Έμφαση στην πιστοληπτική ικανότητα της Γαλλίας
Η πιστοληπτική ικανότητα της Γαλλίας έχει ήδη επιδεινωθεί. Στα τέλη Μαΐου, ο οίκος αξιολόγησης S&P υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας κατά μία βαθμίδα στην τέταρτη καλύτερη αξιολόγηση “AA-“. Η Fitch Ratings αξιολογεί τη Γαλλία σε αυτό το επίπεδο για περισσότερο από ένα χρόνο.
Αν και οι προοπτικές αξιολόγησης και των δύο οίκων είναι σταθερές, οι S&P και Fitch έχουν ήδη τονίσει ότι η αβεβαιότητα σχετικά με το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών θα μπορούσε να επιβαρύνει την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας.
Ο οίκος αξιολόγησης Moody’s, ο οποίος μέχρι στιγμής έχει αξιολογήσει τη Γαλλία μία βαθμίδα υψηλότερα από την S&P και τη Fitch, ανησυχεί επίσης.
Σε απάντηση, το ασφάλιστρο κινδύνου των γαλλικών κρατικών ομολόγων έναντι των γερμανικών ομολόγων εκτοξεύθηκε στις 0,77 ποσοστιαίες μονάδες, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τεσσάρων ετών και την απότομη αύξηση από την κρίση του ευρώ το 2011.
Το αποκορύφωμα δεν έχει μάλλον επιτευχθεί ακόμη, λέει ο αναλυτής Τζιμ Ράιντ (Jim Reid) από την Deutsche Bank Research. Οι ειδικοί της τράπεζας αναμένουν ασφάλιστρα 0,9 έως μία ποσοστιαία μονάδα έναντι των γερμανικών κρατικών ομολόγων.
Αυξάνονται τα ασφάλιστρα κινδύνου των υπερχρεωμένων χωρών του ευρώ
Ωστόσο, τα ασφάλιστρα κινδύνου δεν αυξάνονται μόνο για τα γαλλικά κρατικά ομόλογα, αλλά και για τα ομόλογα άλλων υπερχρεωμένων χωρών του ευρώ.
Στην περίπτωση της Ιταλίας, όπου το χρέος ανέρχεται λίγο κάτω από το 140% της ετήσιας οικονομικής παραγωγής, το ασφάλιστρο αυξήθηκε από 1,33 σε 1,57 ποσοστιαίες μονάδες- στην περίπτωση της Ισπανίας, με το δημόσιο χρέος της λίγο κάτω από το 110%, το ασφάλιστρο σκαρφάλωσε από 0,78 σε 0,98 ποσοστιαίες μονάδες.
Ο Halver αποδίδει αυτό στις ανησυχίες για μια νέα κρίση χρέους στην ευρωζώνη σε περίπτωση που το RN εισέλθει στη γαλλική κυβέρνηση.
Το ακραίο σενάριο του εμπειρογνώμονα προβλέπει πως η Γαλλία θα μπορούσε να απαιτήσει νέο δανεισμό και να απειλήσει να μπλοκάρει θέματα της ΕΕ, αν η ΕΕ το απορρίψει. Άλλες χώρες, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, θα μπορούσαν τότε επίσης να απαιτήσουν αυτό το δανεισμό laissez-faire.
“Το αποτέλεσμα θα ήταν να εξομαλυνθούν τα κριτήρια σταθερότητας και η ΕΚΤ θα έπρεπε τότε παρέμβει να αποτρέψει τα χειρότερα”, λέει ο Halver.
Η αποτροπή των χειρότερων θα σήμαινε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα έπρεπε να επαναλάβει τα προγράμματα αγοράς ομολόγων για να αποτρέψει μια απότομη αύξηση των επιτοκίων, προκειμένου να διατηρηθεί το βάρος του χρέους των κρατών μελών διαχειρίσιμο.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της Φίλιπ Λέινψ(Phillip Lane), η ΕΚΤ δεν βλέπει προς το παρόν κανένα λόγο να στηρίξει τις αγορές στην αγορά ομολόγων προκειμένου να βοηθήσει τη Γαλλία να ξεπεράσει την πρόσφατη αναταραχή στις αγορές. “Αυτό που βλέπουμε στη χρηματοπιστωτική αγορά είναι μια ανατίμηση, αλλά αυτή τη στιγμή δεν εμπίπτει στον κόσμο των άτακτων αγορών”, δήλωσε σε εκδήλωση στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου σήμερα (17.06.24).
Η αντιστάθμιση για την υποτίμηση του ευρώ γίνεται ακριβότερη
Ο Lane δεν ασχολήθηκε άμεσα με την πολιτική κατάσταση στη Γαλλία. Ωστόσο, σημείωσε ότι όλες οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη πρέπει να τηρούν το πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής της ΕΕ και να διατηρούν διάλογο με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Το γεγονός ότι οι επενδυτές θεωρούν ότι οι ανησυχίες για τα ευρωπαϊκά δημόσια οικονομικά είναι αρκετά πραγματικές φαίνεται στην αγορά συναλλάγματος. Το ευρώ υποτιμήθηκε κατά 1% έναντι του δολαρίου ΗΠΑ την περασμένη εβδομάδα. Στη διάρκεια ενός μήνα, η απώλεια ανέρχεται σε 1,5%.
Και οι ανησυχίες για μια περαιτέρω υποτίμηση αυξάνονται, αναφέρει ο αναλυτής Γιόχεν Σταντσλ (Jochen Stanzl) του διαδικτυακού χρηματιστή CMC Markets: “Οι επενδυτές τιμολογούν σήμερα ένα παρόμοιο ασφάλιστρο κινδύνου όπως κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους του ευρώ. Το κόστος της αντιστάθμισης έναντι μιας περαιτέρω υποτίμησης του ευρώ έναντι του δολαρίου έχει σχεδόν φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων πέντε ετών”.
Η βρετανική εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων St. James Place βλέπει μια ακόμη ένδειξη του αυξανόμενου φόβου για μια νέα κρίση χρέους του ευρώ: τις μαζικές απώλειες των τιμών των μετοχών των τραπεζών. Οι μετοχές των τριών μεγαλύτερων γαλλικών τραπεζών, της BNP Paribas, της Credit Agricole και της Société Générale, υποχώρησαν μεταξύ 12% και 16% την περασμένη εβδομάδα.
Οι απώλειες των τιμών ήταν οι χειρότερες από την άνοιξη του 2023, όταν η κατάρρευση της μεγάλης ελβετικής τράπεζας Credit Suisse τροφοδότησε τους φόβους για μια νέα τραπεζική κρίση στην Ευρώπη. Ο Μαρκ Ντέκερ (Marc Decker), συν-επικεφαλής μετοχών της ιδιωτικής τράπεζας Quintet, στην οποία ανήκει και η γερμανική Merck Finck, εξηγεί πως “οι γαλλικές τράπεζες κατέχουν πολλά γαλλικά κρατικά ομόλογα, γι’ αυτό και τα αυξημένα ασφάλιστρα κινδύνου αντανακλώνται στα βιβλία τους”.
Οι τραπεζικές μετοχές δέχθηκαν τις μεγαλύτερες πιέσεις και σε άλλες χώρες. Στη Γερμανία, η Commerzbank έχασε περίπου 12% της χρηματιστηριακής της αξίας την περασμένη εβδομάδα, ενώ η Deutsche Bank υποχώρησε κατά περίπου 5%. Στην Ιταλία, η Unicredit και η Intesa Sanpaolo έχασαν 10% και 7% αντίστοιχα.
Αλλά όσο μεγάλες και αν είναι οι ανησυχίες: Δεν υπάρχει πανικός στο χρηματιστήριο. Άλλωστε, το ασφάλιστρο κινδύνου για τα γαλλικά ομόλογα απέχει ακόμη πολύ από το μέγιστο επίπεδο των 1,8 ποσοστιαίων μονάδων στο τέλος του 2021.
Αν το δει κανείς μεμονωμένα, η πίεση στα ομόλογα της Γαλλίας δεν είναι τόσο μεγάλη. Στο 3,2% περίπου, η απόδοση του δεκαετούς γαλλικού κρατικού ομολόγου είναι μόλις 0,04 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη από ό,τι πριν από την αναπάντεχη ανακοίνωση του Μακρόν για τις νέες εκλογές.
Ωστόσο, η αβεβαιότητα και οι απώλειες στα χρηματιστήρια ανάγκασαν τους επενδυτές να καταφύγουν στα γερμανικά κρατικά ομόλογα. Αντικατοπτρίζοντας την τιμή, η απόδοση του δεκαετούς γερμανικού κρατικού ομολόγου μειώθηκε κατά περισσότερες από 0,2 ποσοστιαίες μονάδες σε λίγο κάτω από το 2,4% την περασμένη εβδομάδα.
Ελπίδα για σταθεροποίηση
Η κατάσταση ηρέμησε επίσης κάπως σήμερα, αφού η επικεφαλής του RN Λεπέν ανακοίνωσε ότι δεν θα προχωρήσει σε αντιπαράθεση με τον πρόεδρο Μακρόν σε περίπτωση κυβερνητικής πλειοψηφίας. Ως αποτέλεσμα, οι αποδόσεις και οι τιμές των ευρωπαϊκών τραπεζικών μετοχών σταθεροποιήθηκαν.
Οι στρατηγικοί αναλυτές της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων Bantleon πιστεύουν επομένως πω “υπάρχει ακόμη η πιθανότητα όλος ο παρορμητισμός να καταλαγιάσει μετά τις εκλογές”. Αλλά μέχρι τότε, οι αγορές είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν μια ταραχώδη περίοδο. Ο Reid από την Deutsche Bank προειδοποιεί ήδη: “Η αβεβαιότητα θα μας συνοδεύει τουλάχιστον μέχρι τον δεύτερο γύρο των εκλογών στις 7 Ιουλίου και πιθανότατα πέραν αυτού”.