Η μειωμένη δραστηριότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στην αγορά κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης, μετά τη διακοπή των επανεπενδύσεων στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης APP, καλύφθηκε γρήγορα από άλλους αγοραστές, με αποτέλεσμα η μετάβασή της σε ένα καθεστώς πιστωτικής σύσφιξης να γίνει ομαλά και χωρίς προβλήματα.
Σύμφωνα με ανάλυση της ΕΚΤ, το αποτύπωμα της ΕΚΤ στην αγορά ομολόγων της Ευρωζώνης επανέρχεται στα επίπεδα του 2020, όταν είχε ξεκινήσει τις μαζικές αγορές τίτλων με το έκτακτο πρόγραμμα για την πανδημία (PEPP). Από τα μέσα του 2022, ο ισολογισμός της κεντρικής τράπεζας μειώθηκε κατά περίπου 2 τρισ. ευρώ ή περισσότερο από 22%, κυρίως λόγω της αποπληρωμής δανείων με μηδενικό ή αρνητικό επιτόκιο που είχαν λάβει οι τράπεζες αλλά και της μη επανεπένδυσης του κεφαλαίου από λήξεις ομολόγων.
To 2020, το συνολικό ύψος των ανεξόφλητων κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης ανερχόταν σε σχεδόν 8 τρισ. ευρώ, ενώ οι αγορές από την ΕΚΤ και η αξία των κρατικών τίτλων που είχαν δώσει ως ενέχυρα οι τράπεζες για να λάβουν τα δάνεια με ευνοϊκούς όρους ξεπερνούσαν τα 3,5 τρις. ευρώ και αντιστοιχούσαν στο 31,5% της αγοράς.
Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε κοντά στο 40% στα μέσα του 2022, αλλά στη συνέχεια άρχισε να υποχωρεί και πλησιάζει ξανά στα επίπεδα του 2020, παρά τις εκδόσεις – ρεκόρ ομολόγων από τις χώρες της Ευρωζώνης.
Πώς, όμως, προσαρμόστηκε η αγορά και ποιοι επενδυτές κάλυψαν το κενό που άφησε η αλλαγή πολιτικής της ΕΚΤ, απορροφώντας τις αυξανόμενες εκδόσεις κρατικών ομολόγων; Τα στοιχεία δείχνουν ότι ήταν οι ξένοι επενδυτές και τα νοικοκυριά της Ευρωζώνης που συνέβαλαν κυρίως στην κατεύθυνση αυτή.
Οι ξένοι επενδυτές ήταν παραδοσιακά οι μεγαλύτεροι αγοραστές κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης, με ένα ποσοστό που έφθανε το 40% πριν η ΕΚΤ ξεκινήσει το 2015 τις αγορές ομολόγων. Στη συνέχεια, η συμμετοχή τους μειώθηκε στο μισό, για να επανέλθουν με υψηλότερες αγορές όταν σταμάτησαν οι επανεπενδύσεις της κεντρικής τράπεζας στο πλαίσιο του APP. Η επάνοδος των ξένων επενδυτών, κυρίως επενδυτικών funds και hedge funds, εξηγείται από την αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων μετά τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ από τα μέσα του 2022 με τις διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων της.
Η αυξημένη συμβολή των ξένων επενδυτών ήταν ιδιαίτερα εμφανής και στην έκδοση ελληνικού 10ετούς ομολόγου στα τέλη του Ιανουαρίου, ύψους 4 δισ. ευρώ, όταν η ζήτηση έφτασε στο ύψος-ρεκόρ των 35 δισ. ευρώ. Στην εξέλιξη αυτή, συνέβαλε βέβαια ότι τέσσερις αναγνωρισμένοι από την ΕΚΤ οίκοι αξιολόγησης – S&P, Fitch, DBRS και Scope – έδωσαν την επενδυτική βαθμίδα στην ελληνική οικονομία στο δεύτερο εξάμηνο του 2023.
Σήμερα, το ποσοστό των αγορών κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης από ξένους επενδυτές είναι κοντά στο 30%, δηλαδή χαμηλότερο από ό,τι ήταν πριν από μία δεκαετία.
Αξιοσημείωτη είναι και η επάνοδος των νοικοκυριών στις αγορές ομολόγων, τα οποία ήταν οι μεγαλύτεροι αγοραστές μετά τους ξένους επενδυτές το 2023, με το ποσοστό που κατέχουν στην αγορά να αυξάνεται στο 3,5%, κοντά στο επίπεδο που διαμορφωνόταν πριν το 2015. Οι αυξημένες αποδόσεις των ομολόγων, σε συνδυασμό με τις ειδικές εκδόσεις που έγιναν από χώρες της Ευρωζώνης και την αργή και περιορισμένη αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων από τις τράπεζες, έκαναν τους κρατικούς τίτλους ελκυστικούς για τα νοικοκυριά.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ