Μία αλλαγή πορείας και δύο νέα μονοπάτια για να βρεθεί ο συμβιβασμός που θα επιτρέψει να μπει σε τροχιά συμφωνίας η δεύτερη αξιολόγηση, προέκυψαν ύστερα από τις επισκέψεις Μοσκοβισί και Κερέ στην Αθήνα.
Οι δημόσιοι λόγοι μπορεί να μην συνεισέφεραν πάρα πολλά, αλλά οι συζητήσεις στο παρασκήνιο άνοιξαν διαδρόμους. Η αλλαγή πορείας αφορά στην αντιμετώπιση του ΔΝΤ και κυρίως τις προτάσεις και απαιτήσεις του για τη ρύθμιση του χρέους.
Η ελληνική κυβέρνηση έπαψε πλέον να πιστεύει ότι το ΔΝΤ θα μπορούσε να συμβάλλει τώρα σε ρύθμιση για το μεσοπρόθεσμο και το μακροπρόθεσμο σκέλος του χρέους και επομένως εγκαταλείπει με ελαφρά πηδηματάκια να το επικαλείται. Κι’ αυτό γιατί διαπίστωσε με οδυνηρό τρόπο ότι όταν το ΔΝΤ βρήκε απέναντί του γερμανικό τείχος, στράφηκε εναντίον της Ελλάδας ζητώντας πρόσθετα μέτρα για το 2019 και το 2020 αφού δεν μειώνονται τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Η αλλαγή στάσης έγινε πεντακάθαρη και από την προτροπή του Ευκλείδη Τσακαλώτου να μην χτυπάει τον πλέον αδύναμο, αλλά να τα βάζει με τον ισχυρό, δηλαδή τη Γερμανία.
Και τώρα στο εσωτερικό της κυβέρνησης κερδίζει, σύμφωνα με πληροφορίες, έδαφος η ιδέα το ΔΝΤ να παραμείνει στο ελληνικό πρόγραμμα ως τεχνικός σύμβουλος και να μην συμμετάσχει ως χρηματοδότης, διότι θα ασκεί πολύ ισχυρές πιέσεις για μέτρα που δεν μπορεί να αντέξει πολιτικά η κυβέρνηση Τσίπρα.
Από αυτή την αλλαγή πορείας και από τις συζητήσεις στο παρασκήνιο με Μοσκοβισί και Κερέ, προέκυψε και το πρώτο καινούριο μονοπάτι. Αφορά στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και στα πρωτογενή πλεονάσματα για μετά το 2018.
Η πρόταση Τσκαλώτου για πρωτογενή πλεονάσματα 2,5% και η διάθεση του 1% (2 δισ. ευρώ περίπου) για μείωση της φορολογίας και των εισφορών προς τις επιχειρήσεις ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα, αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου.
Πίσω από την κουρτίνα οι σκέψεις που κυριαρχούν ότι τα ζητήματα των πρωτογενών πλεονασμάτων θα μπορούσαν κάλλιστα να συζητηθούν εκ νέου όταν θα γίνει οι λεπτομερής συζήτηση και διαπραγμάτευση για τα μεσοπρόθεσμα και τα μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος.
“Τότε πολλά θα έχουν αλλάξει”, λένε συνομιλητές μας με νόημα. Και χωρίς να το τονίζουν εννοούν ότι ενδεχομένως δεν θα είναι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε υπουργός Οικονομικών. Η Ανγκελα Μέρκελ με φρέσκια την εκλογική νίκη και ενισχυμένη και χωρίς το άγχος νέας εκλογικής αναμέτρησης θα μπορεί να πιέσει προς μία κατεύθυνση συμβιβαστική.
Αλλά και στο σκέλος της πραγματικής οικονομίας πολλά θα έχουν αλλάξει αν το 2017 και το 2018 πετύχει η χώρα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (η τελευταία εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ για αύξηση του ΑΕΠ 1,8% αντί 1,5% δημιουργεί προσδοκίες για κάτι καλύτερο από 2,7% το 2017) και πρωτογενή πλεονάσματα, έστω και ελαφρώς υψηλότερα των στόχων, η συζήτηση τόσο για το χρέος και προπαντός για το 3,5% πρωτογενή πλεονάσματα το 2019 και το 2020 θα διεξαχθούν από διαφορετική βάση.
Στο μακροπρόθεσμο και στα πρωτογενή πλεονάσματα οι δύο πλευρές φαίνεται πως συγκλίνουν και υπάρχει η εκτίμηση πως μέχρι το Σάββατο θα βρεθεί ο συμβιβασμός. Στα εργασιακά σε μεγάλο και εμβληματικό αγκάθι παραμένει η αύξηση του ποσοστού των ομαδικών απολύσεων από 5% σε 10%, παρότι δεν αφορά παρά μόλις το 3 με 5% των εργαζομένων, των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία εργάζεται σε κρατικές εταιρείες και τράπεζες.
Όμως, συμβολικά έχει αναχθεί σε τέτοιο ζήτημα που απειλεί να ρίξει ακόμα και την κυβέρνηση. Στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ η αντίδραση είναι ισχυρή στο ενδεχόμενο αύξησης του ορίου των απολύσεων και εκτιμάται ότι μπορεί να ρίξει ακόμα και την κυβέρνηση, αφού, όπως λένε, θα ισχυροποιηθεί το επιχείρημα “τα εγκαταλείψατε όλα για τις καρέκλες” και η κυβέρνηση όσο και το κόμμα θα δεχτούν πολύ ισχυρό πλήγμα στο αριστερό ακροατήριο. Για το λόγο αυτό παρότι δεν υπάρχει ουσία μεγάλη στο ζήτημα, υπάρχει πάρα πολύ μεγάλος συμβολισμός που προς το παρόν δεν είναι καθόλου εύκολο να ξεπεραστεί.
Οπότε γίνεται προσπάθεια να βρεθεί ένας συμβιβασμός, ο οποίος θα περιέχει την επαναφορά ενός τμήματος όσων ισχύουν για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας ως αντίβαρο με παραχώρηση την κατάργηση της απόφασης του υπουργού Εργασίας για την έγκριση των ομαδικών απολύσεων και την αντικατάσταση από ένα όργανο με ισομερή συμμετοχή εργαζομένων και εργοδοτών, που θα αποφαίνεται στη βάση αιτιολογημένης οικονομικής πρότασης από την οποία θα προκύπτει η αναγκαιότητα αναδιάρθρωσης της επιχείρησης, ώστε να επιτραπούν οι ομαδικές απολύσεις. Οσον αφορά στο ποσοστό τα πράγματα παραμένουν ακόμα θολά με τους Ευρωπαίους των Θεσμών να συζητούν ακόμα και το 5%, αν καταργηθεί το υπουργικό βέτο.
Αν, όμως, παρά τις προσπάθειες δεν βρεθούν λύσεις στα εργασιακά, τότε το τελευταίο σενάριο που αναμένεται να ενεργοποιηθεί είναι η πολιτική συμφωνία χωρίς τα εργασιακά, τα οποία θα παραπεμφθούν για αργότερα και θα συνδυαστούν με την καταβολή της επόμενης δόσης.