Η κεντρική επιδίωξη δεν είναι να μην μειωθεί, ας πούμε το αφορολόγητο, ή να μην περικοπούν οι φοροαπαλλαγές και τα κοινωνικά επιδόματα ή να μην επεκταθεί το ποσοστό των ομαδικών απολύσεων, αλλά ποιο είναι το συνολικό πακέτο που διαμορφώνεται πλέον και με τα αντίβαρα που θα αποσπάσει από τους δανειστές.
Σημασία πλέον έχει αν οι παραχωρήσεις που θα γίνουν σε συνδυασμό με όσα θα κερδηθούν δεν θα έχουν αρνητικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Συνεπώς στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης δεν θα μπει αν θα μειωθεί το αφορολόγητο, που είναι το κεντρικό θέμα της διαπραγμάτευσης για τα μέτρα μετά το 2018, αλλά ποια θα είναι αυτή η μείωση (οι πληροφορίες λένε πως θα είναι πέριξ των 7.000 ευρώ το νέο αφορολόγητο όριο) και προπαντός ποια θα είναι εκείνα τα αντίμετρα που θα εξασφαλίσει η κυβέρνηση για να ισοσταθμίσει τη μείωση.
Στο σημείο αυτό μπορούμε να έχουμε μία πιο σαφή εικόνα αν θυμηθούμε πως σε συνέντευξη Τύπου ο Ευκλείδης Τσακαλώτος έκανε λόγο για τοις αδικημένους των μέτρων που έχουν ληφθεί και ανέφερε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τη μεσαία τάξη.
Επίσης, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την αντιπρόταση που έκανε προς τον Σόιμπλε για μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2,5% από 3,5% και τη διάθεση του υπολοίπου, δηλαδή των 1,8 δισ. ευρώ για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Από τα δύο προαναφερόμενα στοιχεία, προκύπτει το ασφαλές συμπέρασμα πως οι κερδισμένες από την εξασφάλιση αντίμετρων θα είναι πρωτίστως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Τέλος, η λογική της διαπραγμάτευσης για συνολικό πακέτο, αντί μέτρων ξεχωριστά, εκτιμάται ότι θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να προβάλλει πως η διαπραγμάτευση είχε συνολικά θετική έκβαση, πως στο σύνολο δεν υπήρξε υποχώρηση ούτε ένα ευρώ και προπαντός ότι δεν λαμβάνονται μέτρα λιτότητας ή τα όποια μέτρα που ενισχύουν την ύφεση, εξουδετερώνονται από άλλα που έχουν αναπτυξιακή διάσταση.
Θα λέγαμε εν κατακλείδι πως η επιδίωξη στη διαπραγμάτευση είναι μία συμφωνία ισοδυνάμου αποτελέσματος ανάμεσα στις παραχωρήσεις και τα κέρδη. Αυτό όπως είναι φυσικό προκαλεί αλλαγές στα διαπραγματευτικά όρια που αρχικά είχαν τεθεί για τα επιμέρους ζητήματα.