Πολλαπλές «παρενέργειες» για την ελληνική οικονομία, και ιδιαίτερα για την κατανάλωση και την ανάπτυξη, επιφέρει το «ποδαρικό» του 2024 που επεφύλασσε νέα άνοδο του πληθωρισμού, σε εθνική και ευρωπαϊκή βάση, αν η τάση αυτή αποδειχτεί επίμονη και ανθεκτική.
Η επιτάχυνση του δείκτη τιμών καταναλωτή της Ελλάδας σε ρυθμό 3,7% τον Δεκέμβριο του 2023, από 2,9% τον Νοέμβριο του 2023, δεν μπορεί παρά να έχει αναπόφευκτα ως «παράπλευρη απώλεια» την μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, καθώς τα νοικοκυριά αναγκάζονται να περιορίσουν τις αγορές τους για να ανταπεξέλθουν στα αυξημένα κόστη των προϊόντων. Και τούτο, όχι μόνο λόγω της πραγματικής αποτύπωσης του κύματος ακρίβειας στις τιμές που αναγράφονται στα ράφια των καταστημάτων, αλλά και λόγω του ότι ενισχύονται οι προσδοκίες πληθωρισμού των καταναλωτών, οδηγώντας σε ακόμα πιο συγκρατημένες δαπάνες.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο υψηλός πληθωρισμός, μάλιστα, και ιδιαίτερα στα τρόφιμα, είναι ένας από τους βασικούς «πονοκέφαλους» που καλούνται τα αρμόδια υπουργεία να επιλύσουν. Ο στόχος που συμπεριέλαβε το οικονομικό επιτελείο στην έκθεση Προϋπολογισμού 2024 κάνει λόγο για επιβράδυνση του μέσου ετήσιου πληθωρισμού σε ρυθμό 2,6%, ήτοι 1,1 ποσοστιαία μονάδα κάτω από την πρόσφατη μέτρηση με στοιχεία Δεκεμβρίου 2023.
Την ίδια στιγμή, η πρόβλεψη της έκθεσης για την ιδιωτική κατανάλωση «δείχνει» ραγδαία μείωση προς το 1,3% από 2,9% το 2023, καθώς οι τιμές στα ράφια έχουν ανέβει στα ύψη και δεν αναμένεται ούτε από τους πλέον αισιόδοξους να υποχωρούν στα επίπεδα προ πληθωριστικής κρίσης.
Θα πρέπει, επιπλέον, να επισημανθεί πως η κατάσταση για τους καταναλωτές και οι προσδοκίες για τις δαπάνες τους, είναι δυσοίωνες, αν συνυπολογιστούν τα επίπεδα του ιδιωτικού χρέους. Και αυτό γιατί τα ελληνικά νοικοκυριά είναι από τα πιο υπερχρεωμένα στην Ευρώπη, σταθερά άνω των ευρωπαϊκών μέσων όρων παρά την μείωση των NPLs, με τις συνολικές ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο να ξεπερνούν τα 153 δισ. ευρώ.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η κυβέρνηση, σε αυτό το πληθωριστικό περιβάλλον, επιθυμεί να συγκρατήσει την πτώση της κατανάλωσης, με πρωτοβουλίες περιορισμού των τιμών και της αισχροκέρδειας, αλλά και με στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος, βάζοντας στο κάδρο την αύξηση του μέσου μισθού σταδιακά στα 1.500 ευρώ.
Οι επιπτώσεις στην ανάπτυξη
Το γεγονός της υποχώρησης της κατανάλωσης σε υποδιπλάσια επίπεδα σε σχέση με το προηγούμενο έτος, αποτελεί πρόβλημα για οποιαδήποτε οικονομία, πολλώ δε μάλλον για την ελληνική με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Και αυτό λόγω του ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στηρίζεται δυσανάλογα πολύ στις καταναλωτικές δαπάνες, με το 64% του ΑΕΠ να απαρτίζεται από αυτές. Ωστόσο, παρά το γεγονός πως ο Προϋπολογισμός κατεβάζει κατά πολύ τον πήχη για την κατανάλωση το 2024, ανεβάζει τον στόχο του ΑΕΠ, από ανάπτυξη 2,4% το 2023 σε 2,9% το 2024.
Πώς σχεδιάζει το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών να καλύψει αυτή την «ψαλίδα»; Με την αύξηση επενδύσεων και εξαγωγών, δηλαδή με την πολυσυζητημένη «αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου» της Ελλάδας, η οποία και είναι ένα από τα μεγάλα στοιχήματα που πρέπει να κερδηθούν. Ο κυβερνητικός, αρκετά φιλόδοξος, στόχος για το 2024 «ανεβάζει» τις επενδύσεις κατά 15,7% φέτος. Τούτο, παίρνοντας ως δεδομένη την προσδοκία πως εντός του 2024 θα υπάρξει σημαντική αποκλιμάκωση των επιτοκίων της ΕΚΤ, καθώς το υψηλό κόστος του ευρώ επιβαρύνει τις επενδύσεις και τις εξαγωγές. Όπως όμως έχει τονιστεί πολλάκις, η ΕΚΤ θα κινηθεί βάσει δεδομένων, και η επάνοδος των πληθωριστικών πιέσεων, δεν είναι… σύμμαχος για μεγάλες μειώσεις στο ύψος των επιτοκίων.
Επιπλέον, σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις, η ελληνική ιδιαιτερότητα έγκειται στο ότι παρά την πληθώρα των διαθέσιμων πόρων (ΕΣΠΑ, Ταμείο Ανάκαμψης κοκ) τους οποίους το οικονομικό επιτελείο «πατάει γκάζι» για να προλάβει να απορροφήσει, οι λεγόμενες παραγωγικές επενδύσεις, που αυξάνουν έσοδα και απασχόληση, αποτελούν μόλις το 2%-5% επί του συνόλου, με την συντριπτική πλειοψηφία να αφορά σε τοποθετήσεις σε χρηματοοικονομικά προϊόντα, εξαγορές μετοχών από ελληνικές επιχειρήσεις και επενδύσεις στο real estate.
Η «παράπλευρη ωφέλεια» στο εμπορικό έλλειμμα και το πρόβλημα των εξαγωγών
Στην αντίθετη κατεύθυνση με τις παραπάνω αρνητικές επιπτώσεις της ανόδου του πληθωρισμού και της επακόλουθης μείωσης των καταναλωτικών δαπανών, συνιστά η επίδραση στο εμπορικό έλλειμμα.
Και αυτό, διότι ο περιορισμός της ιδιωτικής κατανάλωσης «γράφει» αρνητικά στις εισαγωγές, μικραίνοντας το χάσμα με τις εξαγωγές, το οποίο ταλανίζει την ελληνική οικονομία.
Ωστόσο, η όποια μείωση του εμπορικού ελλείμματος που στηρίζεται κατά βάση σε υποχώρηση των καταναλωτικών δαπανών, δεν είναι βιώσιμη και δεν «προσφέρει» στην ανάπτυξη, με τις εξαγωγές να είναι παραδοσιακά η «μαύρη τρύπα» της ελληνικής οικονομίας, παρά την αύξηση σε αξία κατά 45% την τελευταία τριετία.
Επισημαίνεται πως η αναλογία μεταξύ των δύο για την Ελλάδα είναι σχεδόν 1 προς 2, αν και αναμένεται ήπια υποχώρηση του ελλείμματος κατά 0,3% το 2024.
Ως εκ τούτου, και από αυτή την σκοπιά, το σκέλος των παραγωγικών επενδύσεων και η αλλαγή του μοντέλου της ελληνικής οικονομίας, επανέρχεται στο προσκήνιο ως επιτακτική ανάγκη και ως μία μάχη που πρέπει να κερδηθεί.