Με βαρύτατους χαρακτηρισμούς οι Financial Times κατηγορούν τόσο τους πολιτικούς όσο και τους οικονομολόγους που χαράσσουν και χειρίζονται το πιο ''καυτό'' θέμα της ευρωζώνης.
Διαβάστε όλο το άρθρο.
”Έχω συχνά αναφερθεί στον μακροοικονομικό αναλφαβητισμό του κατεστημένου που χαράσσει την οικονομική πολιτική της ευρωζώνης. Εξίσου, αν όχι περισσότερο εκνευριστικός, είναι ο πολιτικός και νομικός αναλφαβητισμός των οικονομολόγων που χειρίζονται τα θέματα της ευρωζώνης. Το οικονομικό βραβείο Wolfson είναι το αποκορύφωμα.
Το ερώτημα που τίθεται από την επιτροπή του βραβείου Wolfson είναι το εξής: «Εάν ένα κράτος – μέλος εγκαταλείψει την οικονομική και νομισματική ένωση, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος διαχείρισης αυτής της οικονομικής διαδικασίας ώστε να παρασχεθεί το πιο υγείες υπόβαθρο για την μελλοντική ανάπτυξη της ευημερίας που απολάμβανε εντός της ένωσης;»
Το συγκεκριμένο ερώτημα έχει δύο αμφισβητήσιμα σημεία. Το πρώτο είναι εάν η προϋπόθεση που θέτει είναι όντως εφικτή, γιατί σε αντίθετη περίπτωση το ερώτημα δεν έχει νόημα. Το δεύτερο σημείο είναι πιο ουσιώδες: Εάν ρωτάς ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για κάτι, πρακτικά θεωρείς δεδομένο ότι υπάρχει τέτοιος τρόπος.
Οι επιστήμονες της μακροοικονομίας τείνουν να συγχέουν τη νομισματική ένωση – για την οποία δεν έχουν μοντέλο – με ένα χαλαρό σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών ή μία ένωση ενιαίου νομίσματος – για το οποίο έχουν μοντέλο. Η νομισματική ένωση είναι αρκετά πιο δύσκολη, γιατί δεν πρόκειται ούτε για κράτος, ούτε για μία χαλαρή συμφωνία κατά την οποία όλοι διατηρούν την εθνική τους κυριαρχία. Η ένταξη σε μία νομισματική ένωση δεν είναι ένα συμβόλαιο, αλλά κατοχυρώνεται από τις ευρωπαϊκές συνθήκες, οι οποίες αναφέρουν ότι το νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το ευρώ. Υπάρχουν περιθώρια ελιγμών ως προς την είσοδο στην ένωση – χώρες όπως η Βρετανία και η Δανία επέλεξαν να μην ενταχθούν – αλλά δεν υπάρχουν περιθώρια ελιγμών κατά την έξοδο από την ένωση.
Νομικά υπάρχουν δύο τρόποι εξόδου από τη νομισματική ένωση. Ο πρώτος απαιτεί αλλαγή της συνθήκης. Πέρασαν 9 χρόνια για να εφαρμοστεί η τρέχουσα συνθήκη της Λισσαβόνας. Εάν επιλέξουμε αυτή την οδό, θα πρέπει να υπάρξει διακυβερνητική σύνοδος, να επιτευχθεί συμφωνία και να επικυρωθεί αυτή η συμφωνία από όλα τα κοινοβούλια. Στην Ιρλανδία, ίσως και σε άλλα κράτη-μέλη, θα πρέπει να γίνει δημοψήφισμα. Η πρόταση είναι τόσο ανέφικτη που είναι χάσιμο χρόνου ακόμη και να τη συζητήσουμε.
Ο δεύτερος τρόπος θα ήταν η έξοδος του κράτους- μέλους από την ΕΕ. Αυτό είναι εφικτό βάσει του Άρθρου 50 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης . Νομικοί εμπειρογνώμονες με διαβεβαιώνουν ότι αυτή η διαδικασία μπορεί να αποδειχθεί εντυπωσιακά ταχεία. Γεγονός είναι ότι δεν υπάρχει προηγούμενο. Η αποχώρηση της Γροιλανδίας από την ΕΕ το 1985 είναι ότι πλησιέστερο, αν και σε αυτή την περίπτωση η νομική βάση ήταν διαφορετική.
Σε κάθε περίπτωση, και αυτή η οδός έρχεται σε αντίθεση με την βασική προϋπόθεση που θέτει το ερώτημα του βραβείου Wolfson: ότι υπάρχει τρόπος διαχείρισης της οικονομικής διαδικασίας.
Η έξοδος από την ΕΕ είναι μία μονομερής πράξη. Η χώρα που θα βγει από την ΕΕ χάνει την πρόσβαση στην χρηματοδότηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και τα κοινοτικά διαρθρωτικά κονδύλια. Ενδεχομένως να υπάρξουν φιλικές μεταβατικές συμφωνίες ή μία συμφωνία για να ενταχθεί το εν λόγω κράτος σε αυτό που είναι γνωστό ως Ευρωπαϊκή Οικονομική Περιοχή, η οποία δίνει τη δυνατότητα σε κράτη εκτός ΕΕ να έχουν πρόσβαση στην ενιαία αγορά. Όλα αυτά όμως, χρειάζονται χρόνο διαπραγματεύσεων.
Εάν στόχος της άσκησης είναι η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, τότε θα πρέπει να γίνει μέσα σε λίγες ημέρες ώστε να αποφευχθεί η μαζική φυγή κεφαλαίων από τη συγκεκριμένη χώρα. Ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος θα ήταν μία απλή συνθήκη «οικειοθελούς εξόδου». Σε αυτή την περίπτωση ωστόσο, δεν μπορούμε να διαχειριστούμε πολλά. Η χώρα θα πρέπει να αλλάξει την ονομαστική αξία όλων των εγχώριων συμβολαίων και πιθανότατα δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να κηρύξει πτώχευση σε όλες τις υποχρεώσεις της στο εξωτερικό.
Τι θα λέγατε, εάν όλοι στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσιζαν να παραβιάσουν το νόμο και απλούστατα επέτρεπαν σε ένα κράτος-μέλος να βγει εκτός ευρωζώνης χωρίς να βγει εκτός ΕΕ; Εάν όλοι παρανομήσουν τότε σε ποιον θα ασκηθεί νομική δίωξη; Όλοι άλλωστε γνωρίζουμε ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία είναι… ευπροσάρμοστη. Θυμηθείτε ότι απαγορευόταν και η κρατική στήριξη.
Εάν η χώρα που αποχωρεί από την ευρωζώνη παραμείνει μέλος της ΕΕ, τότε εξακολουθεί να υπόκειται και στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Εάν εγκαταλείψει το ευρώ σε όλα τα εγχώρια συμβόλαια, αλλά διατηρήσει το ευρώ στα συμβόλαια που έχει στο εξωτερικό, τότε θα ακολουθήσει βροχή μηνύσεων οι οποίες μάλιστα θα έχουν βάση. Κάθε πολίτης της συγκεκριμένης χώρας θα μπορεί να κινηθεί νομικά εναντίον της κυβέρνησής του και ενδεχομένως εναντίον των κυβερνήσεων των άλλων κρατών-μελών. Η έξοδος από την ευρωζώνη θα ισοδυναμεί με δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας. Θα καταπατείται με άλλα λόγια μία από τις βασικότερες αρχές της ΕΕ. Θυμηθείτε ότι το ευρώ θα εξακολουθεί να είναι το νόμισμα και της συγκεκριμένης χώρας βάσει των συνθηκών.
Εάν η ΕΕ επιλέξει να ακολουθήσει αυτή την οδό, τότε κάθε σύμβαση θα τεθεί εν αμφιβόλω.
Με άλλα λόγια, αυτό που παίρνει ως δεδομένο το ερώτημα του βραβείου Wolfson είναι το απόλυτο νομικό χάος.
Μπορώ να φανταστώ μία κατάσταση η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στη διάσπαση της ευρωζώνης: έναν γεωπολιτικό και οικονομικό εφιάλτη. Μπορώ επίσης να φανταστώ μία κατάσταση κατά την οποία η ευρωζώνη παραμένει ενωμένη, αλλά σε μία κατάσταση σχεδόν μόνιμης απογοήτευσης: αυτή είναι η μικρή δημοσιονομική ένωση. Δεν μπορώ όμως, να φανταστώ μία κατάσταση κατά την οποία θα μπορούσαμε να διαπραγματευτούμε αποτελεσματικά και σε οικειοθελή βάση την έξοδο ενός κράτους-μέλους από την ευρωζώνη.
Οι οικονομολόγοι δεν βοηθούν αυτή την κατάσταση. Και αυτό είναι κρίμα επειδή η ευρωζώνη έχει ανάγκη από μακροοικονομικές προτάσεις. Το προσφάτως συμφωνηθέν δημοσιονομικό συμβόλαιο αποτελεί παράδειγμα μίας πολιτικής απόφασης που δεν λαμβάνει υπόψη της μακροπρόθεσμες οικονομικές επιπτώσεις. Το βασικό αποτέλεσμα του βραβείου Wolfson, πάντως, είναι ότι εδραιώνει το πόσο πολύ απέχει η μακροοικονομία από όλη αυτή τη συζήτηση”.
Διαβάστε επίσης :