Η διατήρηση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας μέσα σε ένα περιβάλλον αστάθειας και διαρκών προκλήσεων είναι το πρώτο μέλημα της ελληνικής κυβέρνησης, ούτως ώστε να πετύχει τους στόχους οι τέθηκαν στον προϋπολογισμό του 2024, ο οποίος υπερψηφίστηκε στην ολομέλεια της Βουλής το βράδυ της Κυριακής 17 Δεκεμβρίου.
Από το βήμα του κοινοβουλίου, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, κος Κωστής Χατζηδάκης, υπήρξε σαφής ξεκαθαρίζοντας πως στις βασικές επιδιώξεις της κυβέρνησης συγκαταλέγονται η απαρέγκλιτη επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και των πρωτογενών πλεονασμάτων του προϋπολογισμού, παράλληλα με την περαιτέρω βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας και την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.
Το οικονομικό επιτελείο στηρίζει την πεποίθηση του πως η Ελλάδα είναι σε θέση να συνεχίσει τις δυνατές αναπτυξιακές επιδόσεις και στο επόμενο έτος, καθώς εν μέσω των αλλεπάλληλων κρίσεων των προηγούμενων ετών (πανδημία, πόλεμος/ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός) η χώρα επέδειξε σημάδια αξιοπρόσεκτης αντοχής επιτυγχάνοντας μάλιστα από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην ΕΕ.
Πού «ποντάρει» η κυβέρνηση για το 2024
Σύμφωνα με την ηγεσία του ΥΠΕΘΟ, «κλειδί» για την δημοσιονομική ευημερία και την επίτευξη των πρωτογενών πλεονασμάτων-στόχων, είναι η ανάπτυξη, με αύξηση των επενδύσεων, στα 12,17 δισ. ευρώ το 2024, και με το Ταμείο Ανάκαμψης να αποτελεί «όπλο» προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά και μια άνοδος των εξαγωγών κατά 6,3%, στο 60% του ΑΕΠ έως το 2027, και στο 70% του ΑΕΠ έως το 2030.
Την ίδια στιγμή, έμφαση δίνεται στις επιδόσεις των ελληνικών επιχειρήσεων ως εχέγγυο της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας, με τον τζίρο τους ανάμεσα σε 2019 και 2022 να έχει αυξηθεί κατά 44,5%, όπως υπενθύμισε ο Κωστής Χατζηδάκης. Στην συνέχιση αυτών των επιδόσεων «ακουμπούν» και τα πλάνα ενίσχυσης του εισοδήματος των πολιτών που θα οδηγήσουν σε αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, μαζί με την αντιμετώπιση της ακρίβειας, αλλά και την παραπέρα μείωση της ανεργίας.
Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, αποτελεί το «βαρύ χαρτί» της ελληνικής οικονομίας, ο τουρισμός, ο οποίος συμβάλει σε πρωτογενές επίπεδο περί το 20% του ΑΕΠ, ενώ και δευτερογενώς συνεισφέρει με επενδύσεις και με θέσεις εργασίας στην ελληνική οικονομία. Η ένταση των κλιματικών φαινομένων, ωστόσο, είναι μία συνθήκη που επιφέρει αβεβαιότητα σε σχέση με το τουριστικό προϊόν καθώς η Μεσόγειος βρίσκεται στο «μάτι του κυκλώνα» λειτουργώντας αποτρεπτικά για τον εισερχόμενο τουρισμό.
«Στοίχημα» αποτελεί και ο στόχος της κυβέρνησης για αύξηση των φορολογικών εσόδων έως 3 δισ. ευρώ ετησίως, καθώς είναι μία μάχη που ακόμα απομένει να… δοθεί και να νικηθεί.
Το «χρυσό μετάλλιο» στη μείωση χρέους και οι πιστοληπτικές αναβαθμίσεις
Από το «οπλοστάσιο» της κυβέρνησης, πάνω στο οποίο βασίζει τις προβλέψεις της για το 2024, δεν θα μπορούσε να λείπει η δυναμική που έχει επιδείξει η ελληνική οικονομία στην μείωση του χρέους της ως ποσοστό του ΑΕΠ και συνακόλουθα και η βελτίωση του πιστοληπτικού της προφίλ που οδήγησε στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τους κορυφαίους οίκους αξιολόγησης.
Η Ελλάδα βρέθηκε στην πρώτη θέση της Ευρωζώνης με τον ταχύτερο ρυθμό μείωσης χρέους καθώς από 180,6% του ΑΕΠ το 2019, μειώθηκε στο 172,6% του ΑΕΠ το 2022, με πρόβλεψη για 160,9% του ΑΕΠ το 2023, και 151,9% το 2024, ενώ η κυβέρνηση δεσμεύεται πως έως το 2027 θα έχει υποχωρήσει στο 140% του ΑΕΠ.
Σε αυτή την κατεύθυνση αποτέλεσε τομή η πρόωρη αποπληρωμή των μνημονιακών δανείων του GLF την προηγούμενη εβδομάδα με την εξόφληση 5,9 δισ. ευρώ.
Σε σύνδεση με τις ανωτέρω επιδόσεις, η Ελλάδα έχοντας ξεφύγει από την κατηγορία junk μπορεί πλέον να δανείζεται στις αγορές με καλύτερους όρους, ενώ ορατός στόχος της κυβέρνησης είναι νέες αναβαθμίσεις σε ακόμα καλύτερες πιστοληπτικές θέσεις, όπως δείχνουν και οι εκτιμήσεις για την ελληνική ανάπτυξη από διεθνείς θεσμούς και οργανισμούς.
Φυσικά, αναπόσπαστο στοιχείο στην διαδικασία μείωσης του χρέους αποτελεί η διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, όπως τόνισε και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την ομιλία του στην Βουλή, παράλληλα με την… υπερπήδηση των, λιγότερο ή περισσότερο, «αστάθμητων» παραγόντων που θα θέσει η γεωπολιτική και μακροοικονομική πραγματικότητα ως εμπόδιο μπροστά στην κυβέρνηση.