Πάνω από μία διετία έχει περάσει κατά την οποία οι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν μία «περιουσία» για την διατροφή του νοικοκυριού τους και το πρόβλημα επιμένει, ανεξάρτητα από τις αυξομειώσεις του γενικού επιπέδου των τιμών, σύμφωνα και με τις επίσημες στατιστικές. Είναι χαρακτηριστικό, πως οι τιμές των τροφίμων ξεκίνησαν να αυξάνονται στην χώρα, αρχικά «δειλά-δειλά» και αργότερα με «άλματα», τον Ιούνιο του 2021, όταν από μείωση 0,5% πέρασαν σε άνοδο 1%.
Τα τελικά στοιχεία Δεκεμβρίου 2023 της Eurostat, την Τετάρτη 17 Ιανουαρίου, για τον πληθωρισμό στα κράτη μέλη της ΕΕ, δεν κόμισαν κάτι καινούριο σε σχέση με αυτό που ήδη ήταν σαφές από την αρχική ανακοίνωση δύο εβδομάδες πριν: στην Ελλάδα, όπως και στους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, παρατηρήθηκε ελαφρά επιτάχυνση στον γενικό δείκτη τιμών καταναλωτή, η οποία εν πολλοίς θεωρήθηκε προβλεπόμενη από πλευράς ιθυνόντων οι οποίες δεν ανησυχούν ιδιαίτερα καθώς προσδοκούν σε νέα επιβράδυνση.
Αυτό το οποίο όμως «δεν χωρά» σε καμία εξήγηση είναι η συνέχιση των «πτήσεων» του δείκτη τροφίμων στην Ελλάδα που «υπεραποδίδει» έναντι των αντίστοιχων ευρωπαϊκών «βάζοντας δύσκολα» στα αρμόδια υπουργεία, Οικονομικών και Ανάπτυξης, τα οποία καλούνται να βρουν άμεσες λύσεις για τον περιορισμό του κόστους διατροφής προτού μετατραπεί σε ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα.
Τρόφιμα με «αγκάθια»
Και τούτο, διότι μέσα στη λίστα των τροφίμων τα οποία «ίπτανται» όλο αυτό το διάστημα, είναι βασικά είδη διατροφής για κάθε οικογένεια, με ανελαστική ζήτηση, το λάδι, το κρέας, το ρύζι κλπ.
«Πρωταθλητής» στις εν Ελλάδι ανατιμήσεις είναι το ελαιόλαδο, με αύξηση τον Δεκέμβριο 58,5% σε σύγκριση με αύξηση 17,3% ένα χρόνο πριν. Το παράδοξο είναι πως και η Ισπανία και η Ιταλία, μεσογειακές χώρες που παράγουν λάδι, αυξήθηκαν με φρενήρεις ρυθμούς 54,6% και 49,2% αντίστοιχα, την στιγμή που η κεντροευρωπαϊκή Γερμανία αυξήθηκε με 40,5% και η Γαλλία μόλις με 18,3%. Η Ελλάδα μάλιστα κινήθηκε με 10% ταχύτερο ρυθμό από την Ευρωζώνη και 11,1% από την ΕΕ.
Επιπλέον, η τιμή του ρυζιού αυξήθηκε κατά 9,1% τον Δεκέμβριο, από 13,2% πέρυσι. Τα δημητριακά που καταναλώνονται για πρωινό, αυξήθηκαν κατά 7,4% από 9,7%, το χοιρινό με 10,5% από 19,7%, τα ψάρια με 10,4% από 0,2%, τα επεξεργασμένα ψάρια και θαλασσινά 9,7% από 3%, το τυρί με 9,4% από 25,2%, διάφορα λίπη και έλαια με 34,2% από 21,8%, τα φρούτα με 14,9% από 2,7%, τα λαχανικά με 13,7% από 13,2%, η σοκολάτα με 9,6% από 5,1%, οι βρεφικές τροφές με 8,7% από 7,8%, νερά/χυμοί/ αναψυκτικά με 12,6% από 10,4% και τα αμνοερίφια με 8,6% από 10,1%.
Τον Δεκέμβριο ο γενικός δείκτης τιμών στην Ελλάδα «έτρεξε» με ρυθμό 3,7%, την στιγμή που τα τρόφιμα αυξήθηκαν ταχύτατα με ρυθμό 8,9%, σύμφωνα με τον δείκτη «Τροφίμων, Αλκοόλ και Καπνού» που είναι η προτιμητέα κατηγορία μέτρησης από πλευράς Eurostat.
Αυτή η αύξηση μάλιστα είναι μια συσσώρευση επιπλέον κόστους που προστίθεται κάθε μήνα πάνω στις αλλεπάλληλες προηγούμενες αυξήσεις.
Μάλιστα, ενώ τα κόστη τροφίμων και υπηρεσιών συγκαταλέγονται πλέον διεθνώς στις κινητήριους ανοδικές δυνάμεις για τους γενικούς δείκτες, σπάνια συναντώνται τόσο μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ συνολικού επιπέδου τιμών και πληθωρισμού των τροφίμων, όσο στην Ελλάδα.
Χαρακτηριστικά, ενώ στην χώρα μας η απόκλιση των δύο ρυθμών αύξησης είναι 5,2 ποσοστιαίες μονάδες, σε επίπεδο ΕΕ είναι 2,5% και στην Ευρωζώνη είναι 3,2%. Στις δύο μεγάλες οικονομίες της περιοχής οι αντιστοιχίες είναι, στη Γερμανία 1,6% και στη Γαλλία 3,3%.
Ακόμα και τον μήνα κατά τον οποίο κορυφώθηκε ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, δηλαδή τον Σεπτέμβριο του 2022 στο 12,1%, τα τρόφιμα έτρεξαν μόλις με 0,8% ταχύτερα.
Από εκεί και έπειτα, ενώ ξεκινά η σταδιακή αποκλιμάκωση του γενικού δείκτη, η «ψαλίδα» διευρύνεται, καθώς τα τρόφιμα συνεχίζουν να αυξάνονται φθάνοντας ακόμα και σε ρυθμό 15,4% τον Δεκέμβριο του 2022, ενώ η τελευταία διψήφια μέτρηση είναι τον περασμένο Οκτώβριο, κατά 10,4%.
Η σύγκριση με ένα χρόνο νωρίτερα
Εδώ θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι λεγόμενες «επιδράσεις βάσης» οι οποίες έχουν επιπτώσεις στον τρόπο που υπολογίζουμε τις αυξομειώσεις των τιμών.
Μετρώντας τον πληθωρισμό σε ετήσια βάση σημαίνει πως ο Μάιος 2023, επί παραδείγματι, συγκρίνεται με τον Μάιο 2022. Αν τότε, για κάποιο έκτακτο υποθετικό γεγονός, όπως η «εκτόξευση» της βενζίνης, αυξήθηκαν ραγδαία οι τιμές, τον Μάιο του 2023 που ο ετήσιος «κύκλος» κλείνει έχοντας βάση τον προηγούμενο Μάιο που οι τιμές ήταν υψηλά, η μεταβολή θα εμφανίζεται ως μικρότερη και ο πληθωρισμός ως επιβραδυνόμενος, ενώ, στην πραγματικότητα, η μικρή μεταβολή του δείκτη αποτελεί απλώς αντανάκλαση του φαινομένου βάσης, δηλαδή το αποτέλεσμα της υψηλότερης τιμής του δείκτη ένα χρόνο νωρίτερα.
Έτσι λοιπόν, όσον αφορά στα πραγματικά δεδομένα, τα πιο πρόσφατα στοιχεία Δεκεμβρίου 2023 δείχνουν πως τα τρόφιμα στην Ελλάδα αυξήθηκαν με ρυθμό 8,9%, που είναι μεν υψηλός αλλά «υπονοεί» πως επιβραδύνεται σε σχέση με προηγούμενους μήνες.
Ωστόσο, στην πραγματική ζωή και στο πώς αυτό αντανακλάται στο ράφι του σούπερ μάρκετ, κάτι τέτοιο δεν ισχύει, καθώς η επιβράδυνση προκύπτει από το γεγονός πως η σύγκριση γίνεται με τον Δεκέμβριο 2022, όταν και τα τρόφιμα στην Ελλάδα «έτρεξαν» με τον ταχύτερο ρυθμό στην τρέχουσα πληθωριστική κρίση (15,4%).
Και κάπως έτσι εξηγείται γιατί το πορτοφόλι των καταναλωτών αδειάζει με ολοένα τρομακτικότερη ταχύτητα που συχνά δεν αντικατοπτρίζεται με αισθητό τρόπο στην κίνηση των δεικτών.