Θετικό ρυθμό ανάπτυξης από το 2016 , πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από το στόχο φέτος, που τα υπολογίζει μάλιστα στο 1,8% του ΑΕΠ, καθώς και το 2017 και το 2018 και κοντά στο 3,5% για το 2019 και το 2020, εφόσον το πρόγραμμα προσαρμογής εκτελεστεί κανονικά, προβλέπει η εταιρεία συμβούλων ΣΤΟΧΑΣΙΣ. Να επισημάνουμε ότι πρόκειται για την εταιρεία που από τον περασμένο Αύγουστο ήταν η μοναδική που προέβλεπε θετικό ρυθμό ανάπτυξης για το 2016, εκτίμηση που αργότερα υιοθέτησε και το ΔΝΤ.
Ειδικότερα, είναι πολύ σημαντική η εκτίμηση για το 2019 και το 2020 γιατί εξουδετερώνει τις απαιτήσεις του ΔΝΤ για πρόσθετα μέτρα 4,2 δισ. ευρώ ακόμα και αν παραμείνουν οι απαιτήσεις για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον επιστημονικό υπεύθυνο της έκδοσης κ. Δημήτρη Μαρούλη, τα δύο κύρια χαρακτηριστικά που δείχνουν την πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας είναι η αύξηση του ΑΕΠ στο τρίτο τρίμηνο του 2016 κατά 1,62% σε ετήσια βάση και κατά 0,18% στο 9μηνο 2016, καθώς και η σημαντικά θετική εκτέλεση του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης στο διάστημα Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2016, με ταμειακό πρωτογενές πλεόνασμα ύψους €5,38 δισ. λαμβάνοντας υπόψη και την αύξηση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου.
Επιπλέον των ανωτέρω εξελίξεων, σημειώνεται:
η δυναμική αύξηση της παραγωγής της μεταποιητικής βιομηχανίας κατά 4,5% στο 9μηνο 2016 (+5,0% στο 3ο 3μηνο 2016),
η αύξηση των εξαγωγών αγαθών κατά 11,9% στο 1ο 6μηνο 2016 και κατά 8,3% το 3ο 3μηνο 2016,
η αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά 2,9% στο 1ο 6μηνο 2016 και 14,8% στο 3ο 3μηνο 2016,
η αύξηση της απασχόλησης, λαμβάνοντας υπόψη και τις ευέλικτες μορφές εργασίας, που σε συνδυασμό με τη διακοπή της πτωτικής πορείας των μισθών, συμβάλει στην αύξηση του εισοδήματος από μισθούς και ημερομίσθια κατά 4,35% στο 1ο 6μηνο 2016,
η σταδιακή βελτίωση του οικονομικού κλίματος και της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, αν και συνεχίζουν να διαμορφώνονται σε χαμηλά επίπεδα.
Από τα παραπάνω στοιχεία, οι αναλυτές της ΣΤΟΧΑΣΙΣ εκτιμούν ότι το ΑΕΠ θα παρουσιάσει αύξηση 0,2% το 2016, 2,0% το 2017 και 2,5% το 2018, ενώ ο Προϋπολογισμός για το τρέχον έτος μπορεί να κλείσει με πρωτογενές πλεόνασμα στη Γενική Κυβέρνηση ύψους 1,8% του ΑΕΠ. Επιπλέον, οι εξελίξεις αυτές (υψηλότερη ανάπτυξη και υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα από τις απαιτήσεις του 3ου Μνημονίου) δείχνουν, ότι η εφαρμογή του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής οδηγεί σε πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2,0% του ΑΕΠ το 2017, 4,5% του ΑΕΠ το 2018 και άνω του 3,2% του ΑΕΠ το 2019 και το 2020.
Επισημαίνεται ότι, οι επίσημες προβλέψεις των Θεσμών, έκαναν λόγο για ύφεση στο τρέχον έτος, καθώς και για πρωτογενές έλλειμμα στη Γενική Κυβέρνηση 0,2% του ΑΕΠ, βάσει των οποίων ελήφθησαν πρόσθετα μέτρα τον Ιούνιο του 2016, τα οποία επηρέασαν αρνητικά την πορεία ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας.
Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω εξελίξεις, ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Stochasis κ. Βασίλης Ρεγκούζας θεωρεί ότι, η επιτυχία του προγράμματος θα ήταν πολύ μεγαλύτερη αν ανακοινωνόταν άμεσα η έναρξη της διαδικασίας εκλογίκευσης του φορολογικού συστήματος της χώρας από το 2018, με εξάλειψη των περιπτώσεων υπερφορολόγησης και με εξομάλυνση των συντελεστών των έμμεσων φόρων που επιβαρύνουν άμεσα τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας. Η διαδικασία αυτή, θα μπορούσε να είναι ανάλογη με το βαθμό κατά τον οποίο τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης της χώρας ως ποσοστό του ΑΕΠ θα υπερβαίνουν τις σχετικές προβλέψεις του ΔΝΤ για κάθε έτος, αυξημένες και κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ. Για παράδειγμα, το 2016 το ΔΝΤ προβλέπει ότι τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης θα διαμορφωθούν στο 47,2% του ΑΕΠ. Το κριτήριο επομένως για τη λήψη μέτρων μείωσης της υπέρμετρης φορολογικής επιβάρυνσης θα ήταν το 48,2% του ΑΕΠ. Δεδομένου ότι σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού 2016 τα έσοδα φαίνεται να διαμορφώνονται κοντά στο 49,0% του ΑΕΠ, η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει τη δυνατότητα μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης ή της επιβάρυνσης από εισφορές της τάξης του 0,8% του ΑΕΠ.
Σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμάται από το συντονιστή της έκδοσης και Μάνατζερ της Stochasis κ. Βασίλη Σιέμο ότι, η Ελλάδα δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να χρηματοδοτήσει τις περιορισμένες δανειακές της ανάγκες με πρόσβαση στις αγορές από το 2018 (ιδιαίτερα μετά τη νέα ελάφρυνση του χρέους που αποφασίστηκε την 5η Δεκεμβρίου 2016), εάν οι Θεσμοί και η Κυβέρνηση αποφασίσουν να προσαρμόσουν τις προβλέψεις τους για τη δυνατότητα ικανοποιητικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και μετά το 2018, με βάση τη σημαντικά αυξημένη διεθνή ανταγωνιστικότητά της και τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, τις επενδύσεις που θα προκύψουν από τις ιδιωτικοποιήσεις και τη δυναμική αύξηση των εξαγωγών (που ήδη σημειώνεται) και από τη διαθεσιμότητα σημαντικού εργατικού δυναμικού έως ότου η ανεργία μειωθεί σε επίπεδα κάτω του 10%. Αυτή θα πρέπει να είναι και η βασική επιδίωξη της οικονομικής πολιτικής μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος. Η ανάπτυξη, όχι τα πρωτογενή πλεονάσματα. Τα πρωτογενή πλεονάσματα μπορεί επίσης να είναι ικανοποιητικά ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης και της εκλογίκευσης του φορολογικού συστήματος της χώρας, ενώ σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να επιδιώκονται από εδώ και πέρα εις βάρος της ανάπτυξης και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.