Τρίτη, 3 Δεκ.
12oC Αθήνα

Αντιφατικές εκτιμήσεις στις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως και στον Προϋπολογισμό, καθώς συρρικνώνεται το «ποτάμι» τροφοδοσίας του ΑΕΠ

Αντιφατικές εκτιμήσεις στις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως και στον Προϋπολογισμό, καθώς συρρικνώνεται το «ποτάμι» τροφοδοσίας του ΑΕΠ

Η ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος με σημείο αναφοράς – τυπικά – την Νομισματική Πολιτική, συνήθως προηγείται της κατάθεσης και ψήφισης του Προϋπολογισμού στην Βουλή.

Φέτος, παραδόξως, ακολούθησε και κοινοποιήθηκε τρείς ημέρες μετά την ψήφιση του Προϋπολογισμού.

Αυτή η χρονική «αναστροφή» θα μπορούσε να αποδοθεί και στην καθυστέρηση της αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας του οποίου οι «λειτουργίες» επηρεάζουν τις τελικές εκτιμήσεις τόσο για τον Προϋπολογισμό όσο και για την Έκθεση της ΤτΕ.

Όμως δεν ήταν αυτή η αιτία της καθυστέρησης και δεν γνωρίζουμε ποια επι της ουσίας είναι η αιτία της καθυστέρησης.

Σε κάθε περίπτωση όμως διαπιστώνεται ότι και η Έκθεση της ΤτΕ όπως και ο Προϋπολογισμός δεν διστάζουν να βάλουν δίπλα – δίπλα αντιφατικά βασικά νούμερα, χωρίς να δίνουν επαρκείς εξηγήσεις. Και οπωσδήποτε η συζήτηση που έγινε στην Βουλή όσο αφορά τον Προϋπολογισμό δεν κάλυψε αυτή την ανάγκη.

Ας ρίξουμε όμως μια ματιά στην Ενδιάμεση Έκθεση και τα μη συμβατά μεταξύ τους μεγέθη.

Η μοναδική διόρθωση που έκανε η ΤτΕ στις προηγούμενες εκτιμήσεις της για το 2024 ήταν να κατεβάσει μισή μονάδα τις προβλέψεις της για ανάπτυξη το 2024 (από 3% σε 2,5%), προφανώς αφού ακόμα και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης μετρίασε τον …ενθουσιασμό του για το 2024, όσο αφορά την ανάπτυξη κάτω από το 3%.

Οι αντιφατικές εκτιμήσεις όμως από την πλευρά της ΤτΕ ξεκινάνε από την αρχή.

Όπως σημειώνεται στο κείμενό της «Βασικές κινητήριες δυνάμεις της οικονομίας τα επόμενα έτη, (σ.σ. προφανώς και το 2024) θα συνεχίσουν να είναι η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές, ενώ η καθαρή συμβολή του εξωτερικού τομέα θα είναι οριακά αρνητική…».

Ενώ για την νομισματική πολιτική δηλαδή για το κόστος του χρήματος και την «διαθεσιμότητά» του σημειώνει ότι «Η νομισματική πολιτική εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να επιδρά συσταλτικά στην οικονομική δραστηριότητα».

Αντίθετα σημειώνεται ότι «θετικά στην ανάπτυξη θα συμβάλουν οι επενδύσεις χάρη στους πόρους του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας».

Που είναι τα «παράδοξα» και αντιφατικά;

Η μεταβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης στην οποία θα συνεχίσει να στηρίζεται η οικονομία, σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό, βυθίζεται κυριολεκτικά από το 2,9% το 2023 στο 1,3% το 2024.

Το ίδιο και η δημόσια κατανάλωση η οποία από το -0,4% το 2023 μειώνεται ακόμα περισσότερο στο -1,6% το 2024.

Και όλα αυτά όταν είναι «μετρημένο» ότι η ανάπτυξη του ΑΕΠ στηρίζεται σχεδόν στο 70% στην ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση.

Το δεύτερο σημείο που θα συνεχίζει να στηρίζει την ανάπτυξη κατά την ΤτΕ, οι επενδύσεις, στον Προϋπολογισμό προβλέπεται ο υπερδιπλασιασμός της μεταβολής τους (!). Χωρίς όμως αυτό να δικαιώνεται σαν πρόβλεψη ούτε από την επίτευξη των στόχων του 2023, ούτε περισσότερο από την σχετική «στοχοθέτηση» το 2022.

Η ΤτΕ μετράει ως εν δυνάμη επενδυτική δυναμική για το 2024 την «δυνατότητα» απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και των προγραμμάτων ΕΣΠΑ. Μια δυναμική η οποία έχει σκοντάψει μέχρι σήμερα για τα καλά αφ’ ενός στην ικανότητα αποτελεσματικής κατανομής αυτών των πόρων και αφ’ εταίρου στην διαρθρωτική αδυναμία απορρόφησής τους.

Και το τρίτο βέβαια που έχει καταντήσει λιγάκι ανέκδοτο είναι η πρόβλεψη (του Προϋπολογισμού) για εκτίναξη των εξαγωγών.

Χωρίς να χρειάζεται για λόγους σοβαρότητας να θίξει κανείς το θέμα των εξαγωγών στην βιομηχανία, μπορεί να τεθεί το ερώτημα που και σε ποιο οικονομικό περιβάλλον θα γίνουν αυτές οι εξαγωγές;

Σύμφωνα με την ΤτΕ το περιβάλλον αυτό βρίσκεται σε συρρίκνωση. Άλλωστε σ’ αυτό αποδίδει και την αλλαγή εκτίμησης για τον ρυθμό ανάπτυξης από 3% σε 2,5%.

Όπως σημειώνεται στο κείμενο «Η προς τα κάτω αναθεώρηση του ρυθμού μεγέθυνσης για το 2024 σε σχέση με την πρόβλεψη του Ιουνίου (3,0%) αντανακλά την προς τα κάτω αναθεώρηση του ρυθμού μεγέθυνσης στην ευρωζώνη και την αναμενόμενη διατήρηση των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής σε υψηλό επίπεδο για μεγαλύτερο διάστημα…».

Με άλλα λόγια ακόμα και χωρίς να συνυπολογίσουμε τις στρεβλώσεις που προκαλεί η πορεία του πληθωρισμού στα μεγέθη του προϋπολογισμού ή πολύ περισσότερο τις όποιες γεωπολιτικές αναταράξεις στο διεθνές εμπόριο και στις συναλλαγές ή ακόμα χειρότερα την ακραία «μεταβλητότητα» των αγορών, φαινόμενα που πληθαίνουν στις μέρες μας, όλοι οι παράγοντες που αναφέρονται ως κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης στην Ελλάδα το 2024 κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή της επέκτασης της οικονομίας.

Και τέλος για να πούμε και το προφανές.

Για να μπορεί μια οικονομία να κινηθεί αναπτυξιακά απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο ρυθμός ανάπτυξης να είναι υψηλότερος των επιτοκίων.

Στην περίπτωσή μας προς το παρόν ακόμα και αυτά τα μεγέθη είναι ανάποδα, τα επιτόκια είναι σχεδόν διπλάσια (με εξαίρεση το δημόσιο χρέος) από τον προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης «για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα» κατά την ΤτΕ.

* Τα Οικονοκλαστικά θέλοντας να ακούσουν τον αντίλογο στα όσα δημοσιεύονται στην στήλη αυτή, βάζει στην διάθεση των αναγνωστών του μια ηλεκτρονική διεύθυνση για σχόλια: oikonoklastika@gmail.com.

Τα σχόλια για προφανείς λόγους θα πρέπει να είναι σύντομα.

Οικονομία Τελευταίες ειδήσεις