Η κυβέρνηση παίζει τα ρέστα της στο θέμα του κατώτατου μισθού. Θέλει μέσα από την αύξηση, στην οποία έχουν συμφωνήσει προ πολλού και οι δανειστές, να δείξει ότι τα μνημόνια και η επιτροπεία ανήκουν στο παρελθόν και ότι μπορεί από μόνη της, στα πλαίσια που η οικονομία το επιτρέπει, να χαράσσει την πολιτική της.
Ωστόσο το μέτρο του κατώτατου μισθού δεν έχει δημοσιονομικό κόστος, αλλά το όποιο κόστος μεταφέρεται στις επιχειρήσεις.
Οι δανειστές χθες έστειλαν ένα μήνυμα προς το αρμόδιο υπουργείο Εργασίας, οι αυξήσεις που θα δοθούν να είναι μετρημένες. Κάτι που ερμηνεύεται σε αυξήσεις στα επίπεδα του 5% – 6% και όχι 10%, όπως η κυβέρνηση έχει καλλιεργήσει προσδοκίες ότι θα συμβεί.
Που τελικά θα κάτσει η μπίλια; Άγνωστο. Και αυτό διότι από την μία η κυβέρνηση θέλει να δείξει ότι περνάει το δικό της και από την άλλη οι δανειστές δεν πρόκειται να φτάσουν τα πράγματα στα άκρα στην παρούσα χρονική στιγμή, καθώς προέχουν άλλα, μη οικονομικά ζητήματα, τα οποία κρίνουν ότι είναι πολύ σημαντικότερα.
Όσοι είναι σε θέση να γνωρίζουν σημειώνουν ότι η κυβέρνηση στις ανακοινώσεις που θα γίνουν την επόμενη εβδομάδα από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, η αύξηση θα είναι μεν χαμηλότερη από το 10%, αλλά υψηλότερη από αυτή που θέλουν οι δανειστές και την προσδιορίζουν στα επίπεδα του 7% – 8%. Έτσι δεν θα υπάρξει αναταραχή και ο στόχος θα έχει επιτευχθεί. Κάτι που σημαίνει αύξηση 40 – 45 ευρώ τον μήνα στις μικτές αποδοχές.
Οι δανειστές πάντως σε εκείνο που δίνουν μεγάλο βάρος είναι στο θέμα των αναδρομικών διεκδικήσεων από τους συνταξιούχους. Το ποσό εκτιμάται ότι μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 6 δις ανά έτος διεκδίκησης, ποσό που δεν αντέχει ο προϋπολογισμός.
Τα κρίσιμα θέματα της διαπραγμάτευσης, αναμένεται να βρεθούν και σήμερα στο τραπέζι καθώς είναι προγραμματισμένο να συζητηθεί το δημοσιονομικό ζήτημα, δηλαδή η εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού εν μέσω προεκλογικής χρονιάς.
Την έγκριση των θεσμών φαίνεται να έχει εξασφαλίσει η υπουργός Εργασίας για την προώθηση της ρύθμισης των 120 δόσεων. Μπορεί το ποσοστό του «κουρέματος» των οφειλόμενων να φαντάζει πολύ μεγάλο (σ.σ φτάνει ως το 76% σε επίπεδο κεφαλαίου και 85% σε επίπεδο προσαυξήσεων) ωστόσο, φαίνεται να έγινε ιδιαίτερα πειστικό το επιχείρημα της ελληνικής πλευράς ότι η περικοπή των οφειλόμενων (σ.σ η είσπραξη των οποίων θεωρείται αβέβαιη έως αδύνατη) θα επιφέρει και κούρεμα των συντάξεων των οφειλετών.
Όσον αφορά στο κρίσιμο θέμα των αναδρομικών διεκδικήσεων – το θέμα έχει πάρει πλέον μεγάλες διαστάσεις καθώς εκτός από τους συνταξιούχους μπαίνουν δυναμικά στο παιχνίδι των διεκδικήσεων και οι δημόσιοι υπάλληλοι καταβάλλοντας αγωγές για τα δώρα- η κυβέρνηση δεν έδωσε απαντήσεις στους θεσμούς. Από την ελληνική πλευρά, ζητήθηκε πάντως επιτακτικά να παρουσιαστεί σχέδιο δράσης. Η αρχική στάση της κυβέρνησης να αμφισβητεί την πιθανότητα του ότι θα υποχρεωθεί να πληρώσει, έχει αλλάξει καθώς τα μηνύματα που έρχονται από τα δικαστήρια κινούνται σε διαφορετική κατεύθυνση. Το μόνο στο οποίο φαίνεται να ελπίζει η σημερινή κυβέρνηση είναι ότι θα υπάρξουν καθυστερήσεις μέχρι να οριστικοποιηθεί η εικόνα κάτι που σημαίνει ότι η δημοσιονομική βόμβα θα περάσει στον επόμενο.
Στην σημερινή προτελευταία ημέρα των διαβουλεύσεων, όλα τα θέματα θα μπουν εκ νέου στο τραπέζι. Οι συζητήσεις θα ξεκινήσουν στις 10 το πρωί με τα ενεργειακά ενώ θα ακολουθήσουν τα θέματα δημόσιας διοίκησης και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που βρίσκονται σε εκκρεμότητα. Τα χρηματοοικονομικά –που είναι και το μείζον θέμα αυτού του γύρου διαβουλεύσεων- θα τεθούν ξανά στο τραπέζι ενώ το απόγευμα είναι προγραμματισμένη η κρίσιμη συνάντηση για τα δημοσιονομικά.
Του Θανάση Παπαδή