Σύμφωνα με την απόφαση του Ειρηνοδικείου Ιλίου, κρίνεται συνταγματική η περικοπή των χρεών προς ασφαλιστικά ταμεία των υπερχρεωμένων, σύμφωνα με το νόμο Κατσέλη.
Μέχρι πρόσφατα τα δικαστήρια, διαπίστωναν αντισυνταγματικότητα και δέχονταν ότι δεν μπορούν να αποφευχθούν οι πληρωμές προς ασφαλιστικούς οργανισμούς.
Με την απόφαση του Ειρηνοδικείου Ιλίου έχουμε ανατροπή και χαρακτηρίζεται σαν απόφαση σταθμός, για την περικοπή των χρεών προς ασφαλιστικά ταμεία των υπερχρεωμένων.
Το σκεπτικό της απόφασης είναι ότι ο πολίτης που χωρίς δόλο βρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, μπορεί και πρέπει να ανακτήσει την αγοραστική του δύναμη προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Με την απόφαση αυτή πολίτης με συνολικές οφειλές 54.017,71 ευρώ θα πληρώσει μόνο 3.600 και το ¨κούρεμα¨ των οφειλών προς τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία (ΙΚΑ, ΟΑΕΕ) ξεπέρασε το 90%.
Το σκεπτικό της απόφασης είναι:
Το τρίτο των καθ’ ων προέβαλε την ένσταση αντισυνταγματικότητας του άρθρου 1 παρ. 2 ν. 3869/2010, καθόσον αντιτίθεται στα άρθρα 2 παρ 1, 5 παρ. 1, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος. Σύμφωνα με τα άρθρα 2, 5, 22 και 25 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας. Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Σημαντικό μέρος των πολιτών έχέι οδηγηθεί σήμερα στη περιθωριοποίηση, καθώς, μη διαθέτοντας σοβαρή αγοραστική δύναμη και δυνατότητα απεγκλωβισμού από την υπερχρέωση, δεν είναι σε θέση να σχεδιάσει τη συμμετοχή του στην οικονομική και κοινωνική ζωή.
Με το ν. 3869/2010 δόθηκε η δυνατότητα σε υπερχρεωμένους πολίτες που έχουν αποδεδειγμένη και μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, να ρυθμίσουν την εξόφλησή τους με ευνοϊκότερους όρους και να απαλλαγούν από αυτά, εφόσον εξυπηρετήσουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με βάση το εισόδημά τους ένα μέρος των χρεών τους. Η δυνατότητα ρύθμισης για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του, με απαλλαγή από αυτά, βρίσκει τη νομιμοποίησή της ευθέως στο ίδιο το κοινωνικό κράτος δικαίου που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μια χωρίς διέξοδο και προοπτική, κατάσταση από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Μια τέτοια απαλλαγή χρεών δεν παύει, όμως, να εξυπηρετεί ευρύτερα και το γενικό συμφέρον, καθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 3869/2010).
Με το ν. 4336/2015 διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ν. 3869/2010 ως προς τα δυνάμενα προς υπαγωγή χρέη, προστιθεμένης στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 περίπτωσης υπό στ. γ, κατά την οποία στο πεδίο εφαρμογής υπάγονται «γ) ασφαλιστικές οφειλές προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής. Τα αναφερόμενα στα στοιχεία α’, β’ και γ’ πρόσωπα, δεν επιτρέπεται να συνιστούν το σύνολο των πιστωτών του αιτούντος και οι οφειλές του προς αυτά υποβάλλονται σε ρύθμιση κατά τον παρόντα νόμο μαζί με τις οφειλές του προς τους ιδιώτες πιστωτές».
Η δυνατότητα υπαγωγής πλέον των εν λόγω οφειλών, οι οποίες αρχικά δεν υπάγονταν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, κρίθηκε επιβεβλημένη από το νομοθέτη, προκειμένου να επιτευχθεί ο προστατευτικός σκοπός των ρυθμίσεων του ν. 3869/2010, που είναι η απαλλαγή του οφειλέτη (υπό προϋποθέσεις) από τα χρέη του και η επάνοδος του στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου, καθώς τυχόν απαλλαγή από τα χρέη προς ιδιώτες με διατήρηση των μέχρι πρότινος εξαιρουμένων χρεών (εν προκειμένω και έναντι των φορέων κοινωνικής ασφάλισης) θα καθιστούσε άνευ ουσιαστικού αποτελέσματος τυχόν επιτυγχανόμενη απαλλαγή του οφειλέτη, ο οποίος θα εξακολουθούσε να βαρύνεται με τα εξαιρούμενα χρέη.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η δε εξαίρεση συγκεκριμένων απαιτήσεων από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 3869/2010 είχε ως συνέπεια τη δημιουργία δανειστών δύο ταχυτήτων, καθώς οι πιστωτές που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι των υπολοίπων, διατηρώντας στο ακέραιο τις απαιτήσεις τους.
Μάλιστα, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, και κατ’ εξαίρεση της αρχής της καθολικότητας, δίδεται η δυνατότητα στον οφειλέτη να επιλέξει τη ρύθμιση που θα ακολουθήσει ως προς τις εν λόγω οφειλές, καθώς ο οφειλέτης που έχει ρυθμίσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις ανωτέρω οφειλές κάνοντας χρήση ενός άλλου ου θεσμικού πλαισίου (π.χ. 100 δόσεις) θα πρέπει να εγκαταλείψει την εν λόγω ρύθμιση, εφόσον επιθυμεί να υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκαν, καλούμενος ο ίδιος να σταθμίσει τυχόν επιπτώσεις που συνεπάγεται η μη προσήκουσα καταβολή των υποχρεώσεων αυτών (ειδικά όσον αφορά στις απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, πιθανότητα απώλειας συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και περίθαλψης).
Κατά τα ως άνω, ουδόλως θίγεται με την εισαγωγή της ανωτέρω διάταξης η εγγύηση του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης, όπως αυτή εξειδικεύεται στην αρχή της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου και της οικονομικής βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης με τη δημιουργία εντονότατων προβλημάτων στην οικονομική τους βιωσιμότητα, όπως ισχυρίζεται το καθ’ ου, καθώς η είσπραξη των εν λόγω οφειλών είναι λίαν επισφαλής, αν όχι αδύνατη, και οι φορείς δεν δύνανται να στηρίζουν σε αυτές τη βιωσιμότητά τους.
Η περικοπή οφειλών υπερχρεωμένων ήδη πολιτών δεν στερεί τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης από αναγκαίους πόρους, όταν η αβεβαιότητα είσπραξης σε σχέση με τη δυνατότητα εξοφλήσεως είναι ιδιαίτερα υψηλή. Άλλωστε, ο υπερχρεωμένος οφειλέτης ακριβώς λόγω της ιδιότητάς του δε θα μπορούσε να ανταπεξέλθει ούτως ή άλλως στις υποχρεώσεις του έναντι αυτών, συνεπώς θα οδηγείτο στο ίδιο αποτέλεσμα, ήτοι τη συσσώρευση οφειλών μη δυνάμενων να εισπραχθούν και την απώλεια παροχών. Άλλωστε, η ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη και η ενδεχόμενη απαλλαγή του από αυτά δεν επέρχεται αμέσως συνεπεία της αιτήσεώς του, αλλά τίθεται σειρά προϋποθέσεων, με συμμετοχή στη διαδικασία και των πιστωτών. Η δε απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη συνιστά την απόληξη μιας διαδικασίας, συνδυαζόμενη ενδεχομένως με τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
Πέραν των ανωτέρω, επισημαίνεται ότι η απαλλαγή του οφειλέτη από χρέη συμπεριλαμβανομένων και των οφειλών έναντι των φορέων κοινωνικής ασφάλισης είναι ήδη γνωστή στο δικαιικό μας σύστημα, καθώς και στο θεσμό της πτώχευσης επέρχεται υπό προϋποθέσεις τέτοια απαλλαγή (άρθρο 170 παρ. 5 Ν. 3588/2007). Επιπροσθέτως, προϋφιστάμενος νόμος, ο οποίος επέφερε γενναίες περικοπές στις εν λόγω οφειλές, επιρρωνύει τη θέση υπέρ της σύμφωνης με το Σύνταγμα επιλογής του νομοθέτη για υπαγωγή και των ανωτέρω οφειλών στις διατάξεις του ν. 3869/2010. Η ανυπαρξία δι’ πλαισίου ρύθμισης συνολικά των οφειλών ενός υπερχρεωμένου προσώπου,; όπως ο νόμος ορίζει, που στερείται δηλαδή πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3588/2007 και έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών, τον οδηγεί σε κοινωνική περιθωριοποίηση και οικονομικό αποκλεισμό, σε αντίθεση με τις επιταγές του Συντάγματος.
Άλλωστε, τέλος, υπάρχουν πλείστα παραδείγματα άλλων χωρών, με αφετηρία αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών, που διαθέτουν ήδη από μακρού ρυθμίσεις για την απαλλαγή των υπερχρεωμένων ιδιωτών από τα χρέη τους, όταν αυτοί αδυνατούν να ανταποκριθούν σε αυτά, και επίσης δικαιικών συστημάτων, όπου τα εν λόγω χρέη υπάγονται στις ρυθμίσεις για την απαλλαγή των υπερχρεωμένων οφειλετών από τα χρέη τους. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί αυτός ο ισχυρισμός ως αβάσιμος
Το τέταρτο των καθ’ ων προέβαλε τον ισχυρισμό ότι οι οφειλές προς αυτό δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010, διότι συνιστούν ποινικό αδίκημα, κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 του α.ν. 86/1967. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1, 2 του αναγκαστικού νόμου 86/1967 «Όστις υπέχων νόμιμον υποχρέωσιν καταβολής των βαρυνουσών αυτόν τον ίδιον ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους εις το Υπουργείον Εργασίας υπαγομένους πάσης φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή ειδικούς Λογαριασμούς, δεν καταβάλλει ταύτας εντός μηνός, αφ” ης αύται κατέστησαν απαιτηταί, προς τους ως άνω Οργανισμούς, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 10 χιλιάδων δραχμών» και «Όστις παρακρατών ασφαλιστικός εισφοράς των παρ’ αυτώ εργαζομένων επί σκοπώ αποδόσεως εις τους κατά την παρ. 1 Οργανισμούς δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει ταύτας προς τους ανωτέρω Οργανισμούς εντός μηνός αφ1 ης κατέστησαν απαιτηταί τιμωρείται επί υπεξαιρέσει δια φυλακίσεως τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 10 χιλιάδων δραχμών». Βάση του άρθρου 33 του ν. 3346/2005, για την εφαρμογή της παρ. 1 του ως άνω άρθρου απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών), να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ. Για την εφαρμογή της παρ. 2 του ως άνω άρθρου απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων που παρακρατούνται να υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Σύμφωνα με το άρθρο 30 του ν. 4321/2015, η διάταξη του ως άνω άρθρου, όπως ισχύει, δεν εφαρμόζεται όσον αφορά τις ατομικές ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων στον Οργανισμό Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ) και στο Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ). Η μη καταβολή των προσαυξήσεων δεν αποτελεί ποινικό αδίκημα, καθόσον αντικείμενο των εγκλημάτων του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 είναι μόνον οι ασφαλιστικές εισφορές (εργοδοτικές ή εργατικές), ενώ οι προσαυξήσεις δεν έχουν χαρακτήρα εισφοράς, αλλά προστίμου (διοικητική κύρωση) που επιβάλλεται συνεπεία της καθυστερήσεως περί την καταβολή ή την απόδοση των εισφορών και η ικανοποίηση του Ταμείου, ως προς το ποσό των προσαυξήσεων, γίνεται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ (βλ. ενδεικτικά 193/2008 Α.Π.). Ο ισχυρισμός του καθ’ ου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η οφειλή του αιτούντος κατά κεφάλαιο ανέρχεται στο ποσό των 6.573,08 ευρώ, μικρότερο δηλαδή των ως άνω ορίων (βλ. προσκομισθείσα βεβαίωση οφειλών).”