Αξιωματούχοι της Ε.Ε. είχαν προειδοποιήσει για τους κινδύνους των συστημάτων αναστολής (defeat devices) δύο χρόνια προτού ξεσπάσει το σκάνδαλο ρύπων της Volkswagen, καταδεικνύοντας την αποτυχία της Ευρώπης να αστυνομεύσει την αυτοκινητοβιομηχανία. Έκθεση του 2013 του Κοινού Κέντρου Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είχε επιστήσει την προσοχή στις προκλήσεις που έθεταν τα συστήματα αναστολής και πως ήταν σε θέση να παραποιήσουν αποτελέσματα στις μετρήσεις για πετρελαιοκίνητα οχήματα.
Η Volkswagen έχει βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα από την περασμένη Παρασκευή όταν οι ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ αποκάλυψαν ότι ο κατασκευαστής αυτοκινήτων είχε πειράξει τα πετρελαιοκίνητα οχήματα του για να περάσουν τους ελέγχους εκπομπής ρύπων, ανοίγοντας τον δρόμο για την επιβολή κυρώσεων και προστίμων. Η Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντας ανέφερε ότι η VW είχε τοποθετήσει λογισμικό γνωστό ως σύστημα αναστολής, που ενεργοποιούσε τον έλεγχο ρύπων όταν το όχημα βρισκόταν στο εργαστήριο αλλά τον απενεργοποιούσε αμέσως μετά. Το σύστημα σήμαινε ότι τα αυτοκίνητα όταν ήταν στον δρόμο παρήγαγαν ως και 40 φορές περισσότερα διοξείδια του αζώτου από αυτά που επιτρέπουν τα περιβαλλοντικά στάνταρ των ΗΠΑ.
Αρχικά το ενδιαφέρον είχε στραφεί αποκλειστικά σε αυτοκίνητα της Volkswagen στην αγορά των ΗΠΑ. Αλλά η Γερμανία έχει ανακοινώσει πως η εταιρεία έχει κάνει την ίδια παράβαση και στην Ευρώπη. Η έκθεση του 2013 δείχνει πως η Ε.Ε. γνώριζε ότι τα συστήματα μπορούσαν να παραποιήσουν τα αποτελέσματα των τεστ ρύπανσης. Αλλά οι ρυθμιστικές αρχές δεν κατάφεραν στην συνέχεια να κυνηγήσουν το ζήτημα, παρά το γεγονός ότι η τεχνολογία ήταν παράνομη στην Ευρώπη ήδη από το 2007. Αξιωματούχοι της Ε.Ε. ανέφεραν πως δεν έκαναν έρευνα για τον εντοπισμό μιας τέτοιας συσκευής και ότι δεν γνωρίζουν κάποια εθνική αρχή που να έχει εντοπίσει κάποια.
Η αδυναμία των ρυθμιστικών αρχών στην Ε.Ε. να αποκαλύψουν αυτήν την απάτη ρίχνει φως στην μεγάλη δύναμη επιρροής της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας, η οποία έχει επενδύσει τεράστια ποσά στο ντίζελ. Περίπου το 53% των νέων πωλήσεων αυτοκινήτων στην Ε.Ε. είναι ντίζελ, από 10% από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Η έκθεση του 2013 υποστήριζε ότι τα πετρελαιοκίνητα οχήματα πρέπει να ελέγχονται στον δρόμο και όχι σε εργαστήρια, για να μειώνεται ο κίνδυνος παραποίησης. «Αισθητήρες και ηλεκτρονικά εξαρτήματα στα σημερινά αυτοκίνητα μπορούν να διαγνώσουν την έναρξη ενός τεστ ρύπων στο εργαστήριο» ανέφερε η έκθεση. Οι συσκευές μπορούσαν ακόμα να «ενεργοποιήσουν, να τροποποιήσουν, να καθυστερήσουν ή να απενεργοποιήσουν συστήματα ελέγχου των ρύπων» προειδοποιούσε η έκθεση. Η μετάβαση σε τεστ στους δρόμους θα διασφάλιζε «ότι η χρήση συστημάτων αναστολής θα περιοριστεί όσο το δυνατόν περισσότερο».
Τεστ εκπομπής ρύπων που διενέργησε στο δρόμο το Κοινό Κέντρο Ερευνών «δείχνουν ότι οι εκπομπές διοξειδίων του αζώτου ξεπερνούσαν σημαντικά τα κριτήρια των ρυθμιστικών αρχών» προσέθετε η έρευνα. «Τα υφιστάμενα τεστ που διενεργήθηκαν στο δρόμο καταδεικνύουν τις αδυναμίες της τρέχουσας διαδικασίας». Από τότε που η Ε.Ε. απαγόρευση τα συστήματα αναστολής το 2007, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπάθησε να εισάγει νομοθεσία για τον έλεγχο των πετρελαιοκίνητων οχημάτων σε ένα πιο ρεαλιστικό «πραγματικό περιβάλλον».
Υποστηρίζει ότι αυτά τα νέα τεστ θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις του παράνομου software.
Ωστόσο, οικολογικές οργανώσεις και μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβούλιο έχουν διαμαρτυρηθεί ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές έχουν καθυστερήσει για οχτώ χρόνια από το πανίσχυρο λόμπι του ντίζελ. Η Greenpeace διαμαρτυρήθηκε, σύμφωνα με τα διαθέσιμα δημοσιευμένα στοιχεία, ότι οι κατασκευαστές ντίζελ είχαν ξοδέψει ως και 18,5 εκατ. ευρώ για λόμπινγκ στις Βρυξέλλες το 2014, απασχολώντας πάνω από 184 λομπίστες.
«Καθώς εμφανίζονται νέες αποδείξεις ότι η γερμανική κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνώριζαν για το λογισμικό παραποίησης των τεστ, πολλοί θα αναρωτιούνται γιατί έπρεπε να έρθουν οι Αμερικανοί να το αποκαλύψουν. Η έκταση του λόμπινγκ που ασκεί η αυτοκινητοβιομηχανία μπορεί να τους δώσει κάποια στοιχεία για την απάντηση» ανέφερε ο John Sauven, εκτελεστικός διευθυντής της Greenpeace Ηνωμένου Βασιλείου.
Δυο ευρωπαίοι αξιωματούχοι παρατήρησαν ότι δεν υπήρχε τίποτα το νέο σε μεσαίου επιπέδου τεχνικούς που επεσήμαναν τις ανησυχίες τους για τους ελέγχους. Παρά ταύτα, προσπάθειες για ανάληψη δράσης απέναντι σε αυτές τις ανησυχίες ποτέ δεν έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής σε ένα περιβάλλον υψηλής πολιτικοποίησης που υπάρχει στην Κομισιόν, είπε ένας εξ αυτών.
Οι αρχές σε όλη την Ευρώπη αποποιούνται την ευθύνη. Η Κομισιόν υποστηρίζει ότι δεν έχει την αρμοδιότητα να επιβάλει στις εθνικές αρχές να αναζητήσουν συστήματα αναστολής. Η Γερμανία, όμως, απαντώντας σε μια ερώτηση για την απάτη στα τεστ, επικαλέστηκε την άποψη της Κομισιόν ότι δεν υπάρχει συμφωνημένη μέθοδος για την αποτροπή της χρήσης παράνομου λογισμικού.
Ο Σουηδός βουλευτής Christofer Fjellner δήλωσε ότι είναι απαράδεκτο οι Βρυξέλλες να ρίχνουν το φταίξιμο αποκλειστικά στα κράτη-μέλη.«Η Κομισιόν είναι υπεύθυνη στο να υπάρχει ένα πλαίσιο ελέγχου που δουλεύει. Ξέρουμε ότι υπάρχουν εταιρείες που δεν δίνουν δεκάρα για τους κανόνες», υποστήριξε.
Εκπρόσωπος της Κομισίον δήλωσε: Η αστυνόμευση αναφορικά με το εάν οι εταιρείες τηρούν την ευρωπαϊκή νομοθεσία και η έρευνα είναι θέμα των εθνικών αρχών. «Καλούμε όλα τα κράτη μέλη να κάνουν έρευνες», υποστήριξε και προσέθεσε ότι ο ρόλος της Κομισιόν είναι να δράσει «ως πλατφόρμα που διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών αρχών». Αξιωματούχοι από υπουργεία Μεταφορών και την Κομισιόν θα εξετάσουν το θέμα στις 6 Οκτωβρίου, όταν θα γίνει συζήτηση για την επέκταση των ερευνών πέραν της Volkswagen.
Πηγή Euro2day