Οι Βρυξέλλες εκτιμούν ότι, εφόσον εκπληρωθούν τα 88 προαπαιτούμενα της τελευταίας αξιολόγησης, η Ελλάδα είναι έτοιμη να βγει με επιτυχία από το πρόγραμμα του ESM. Ωστόσο, επισημαίνουν ότι η πραγματική «επιτυχία» ή «αποτυχία» της εξόδου θα καθοριστεί από τις πολιτικές που θα ακολουθηθούν στη χώρα τα επόμενα δύο χρόνια.
Για να προετοιμαστεί η «ομαλή» και «βιώσιμη» έξοδος της χώρας από το πρόγραμμα, οι Βρυξέλλες δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στη δημιουργία ενός ταμειακού αποθέματος, ύψους περίπου 20 δισ. ευρώ. Με αυτό το ταμειακό απόθεμα εκτιμάται ότι η Ελλάδα θα μπορεί να εξυπηρετήσει τις δανειακές υποχρεώσεις της έως και τις αρχές του 2020, υπό την προϋπόθεση ότι επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι και τα πρωτογενή πλεονάσματα το 2019 και το 2020. Ένα μεγάλο μέρος του ταμειακού αποθέματος θα εκταμιευθεί με την τελευταία δόση των δανείων, πριν τη λήξη του προγράμματος, στις 20 Αυγούστου. Αυτά τα χρήματα θα δεσμευθούν και θα χρησιμοποιηθούν απολειστικά για την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους.
Σε ό,τι αφορά τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, μεταξύ των προτάσεων που βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση περιλαμβάνονται τα εξής:
1. Το πακέτο των λεγόμενων «εμπροσθοβαρών» μέτρων, όπως είναι η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων του ΕFSF και η χρησιμοποίηση μέρους των αδιάθετων χρημάτων του προγράμματος του ESM, που φτάνουν τα 27 δισ. ευρώ, για την αγορά ακριβών δανείων (π.χ. του ΔΝΤ, ύψους 12 δισ. ευρώ).
2. Η επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα (SMPs) και ANFAs, που υπολογίζονται περί τα 4 δισ. ευρώ, τα οποία θα μπορούσαν να εκταμιευθούν σε τέσσερις ετήσιες δόσεις, υπό τον όρο ότι τηρούνται τα συμφωνηθέντα.
3. Ο μηχανισμός που συνδέει την αποπληρωμή τού χρέους με την ανάπτυξη.
Όσον αφορά στη μεταμνημονιακή εποχή, οι Βρυξέλλες αναζητούν τρόπους για να υπάρξει συνέχιση των μεταρρυθμίσεων τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα, κατά τρόπο που θα ικανοποιεί τις αγορές και τους εταίρους της στην Ευρωζώνη. Μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, η Ελλάδα θα υπαχθεί στη λεγόμενη «ενισχυμένη εποπτεία» (Enhanced Surveillance). Αυτό σημαίνει ότι ανά τρίμηνο θα υπάρχουν αξιολογήσεις για την εφαρμογή των συμφωνηθέντων από τους θεσμούς, καθώς και συγκεκριμένες πολιτικές δεσμεύσεις.
Η βασική ανησυχία των Βρυξελλών για τη μεταμνημονιακή εποχή είναι η λειτουργία του Δημοσίου, μετά από οκτώ χρόνια μνημονίου, κυρίως σε ό,τι αφορά την εκτέλεση της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και η αντιμετώπιση των οργανωμένων συμφερόντων που λειτουργούν στην ελληνική οικονομία.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ