Σάββατο, 23 Νοε.
11oC Αθήνα

Die Welt: Οκτώ τρισεκατομμύρια ευρώ το κόστος της κρίσης

Die Welt: Οκτώ τρισεκατομμύρια ευρώ το κόστος της κρίσης

”Αν μία συστημικά σημαντική τράπεζα κινδυνεύσει σήμερα, θα πρέπει να πάλι να στηριχθεί με χρήματα των φορολογουμένων, ενώ τα επίπεδα του χρέους παραμένουν το ίδιο υψηλά και έτσι καθόμαστε πάνω σε μία φούσκα χρέους, η οποία μπορεί ανά πάσα στιγμή να οδηγήσει σε προβλήματα” αναφέρει σε άρθρο της η Deutsche Welle.

5 χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers φαίνεται να επικρατεί ηρεμία στις χρηματαγορές. Το κόστος της χρηματοοικονομικής κρίσης είναι ανυπολόγιστο και ο κίνδυνος μίας νέας δεν έχει παρέλθει.

Η εφημερίδα Die Welt υπολογίζει χονδρικά το δημοσιονομικό κόστος της κρίσης σε οκτώ τρισεκατομμύρια ευρώ

Η εφημερίδα Die Welt υπολογίζει χονδρικά το δημοσιονομικό κόστος της κρίσης σε οκτώ τρισεκατομμύρια ευρώ. Εφαλτήριο για την εκδήλωσή της αποτέλεσε ακριβώς πέντε χρόνια πριν, στις 15 Σεπτεμβρίου του 2008, η πτώχευση της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers. Η κατάρρευση της Lehman ήταν το αποκορύφωμα της «φούσκας» που γιγάντωσε ο ανεξέλεγκτος δανεισμός στην αμερικανική αγορά ακινήτων. Οι επιπτώσεις αυτών είναι γνωστές: η παγκόσμια οικονομία συμπαρασύρθηκε βαθμιαία σε βαθιά ύφεση, τα κράτη αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν πακέτα δισεκατομμυρίων για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, ενώ οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρίες διασώθηκαν ενισχύθηκαν με δισεκατομμύρια από την «τσέπη» των φορολογουμένων.

Αντιδρώντας στις εξελίξεις, οι εκπρόσωποι των 20 ισχυρότερων βιομηχανικών χωρών και των αναδυόμενων οικονομιών (G20) υποσχέθηκαν τότε ότι στο εξής κανένας «παίκτης» των χρηματαγορών δεν θα αφήνεται να δρα ανεξέλεγκτα. Επιπλέον προανήγγειλαν μεταρρυθμίσεις, ώστε να αποτραπεί στο εξής η κατάρρευση μίας τράπεζας, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει τριγμούς στην παγκόσμια οικονομία και ώστε να μην επωμίζονται οι φορολογούμενοι το κόστος της κερδοσκοπίας των τραπεζών.

Τα χρέη παραμένουν υψηλά

Σήμερα, πέντε χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman, τίθεται το ερώτημα αν θα μπορούσε να επαναληφθεί κάτι ανάλογο. Οι περισσότερες απαντήσεις τείνουν μάλλον στο «ναι, αλλά».

αν μία «συστημικά σημαντική» τράπεζα κινδυνεύσει σήμερα, θα πρέπει να πάλι να στηριχθεί με χρήματα των φορολογουμένων

Ο Αντρέας Ντόμπρετ, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Bundesbank, προειδοποιεί ότι είναι νωρίς για να δοθεί σήμα λήξης συναγερμού.
Παρόμοια άποψη έχει και το μέλος του Διευθυντηρίου της ΕΚΤ Γιοργκ Άσμουσεν. «Έχουμε κάνει σίγουρα αρκετά. Οι τράπεζες είναι σήμερα καλύτερα εφοδιασμένες με ίδια κεφάλαια» δήλωσε στη DW ο Μάρτιν Φάουστ από το School of Finance and Management της Φρανκφούρτης. Ωστόσο, σημειώνει ο γερμανός ειδικός, αν μία «συστημικά σημαντική» τράπεζα κινδυνεύσει σήμερα, θα πρέπει να πάλι να στηριχθεί με χρήματα των φορολογουμένων. Όπως προσθέτει ο Μ. Φάουστ, οι μεγάλες τράπεζες με διεθνές φάσμα συναλλαγών θα έπρεπε να έχουν υποστεί συρρίκνωση.

«Τα επίπεδα του χρέους παραμένουν το ίδιο υψηλά. Καθόμαστε πάνω σε μία φούσκα χρέους, η οποία μπορεί ανά πάσα στιγμή να οδηγήσει σε προβλήματα»

Ο Σβεν Γκίγκολντ, ευρωβουλευτής των Πρασίνων και επικριτής της παγκοσμιοποίησης, αναγνωρίζει μεν τις προόδους που έγιναν στην κατεύθυνση της ρύθμισης των χρηματαγορών, ωστόσο όπως επισημαίνει, ο κίνδυνος δεν έχει παρέλθει σε καμία περίπτωση. «Τα επίπεδα του χρέους παραμένουν το ίδιο υψηλά. Καθόμαστε πάνω σε μία φούσκα χρέους, η οποία μπορεί ανά πάσα στιγμή να οδηγήσει σε προβλήματα».

Ένα ακόμη βήμα για την αποτροπή κρίσεων στην Ευρώπη έγινε προ ημερών, μετά την έγκριση του Ευρωκοινοβουλίου στα σχέδια δημιουργία μίας ενιαίας ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας, υπό τη «σκέπη» της ΕΚΤ, η οποία προβλέπεται να είναι «ετοιμοπόλεμη» σε ένα χρόνο από σήμερα.

Στις αρχές Σεπτεμβρίου στη σύνοδο του G20 στην Αγ. Πετρούπολη είχε συνταχθεί ένα χρονοδιάγραμμα για τη λήψη και εφαρμογή μέτρων ελέγχου για τις «σκιώδεις» τράπεζες, δηλαδή τις εταιρίες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων και άλλα οικονομικά ινστιτούτα που δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο του τραπεζικού ελέγχου.
Είναι σαφές ότι μένουν ακόμη πολλά να γίνουν στο «εργοτάξιο» των χρηματαγορών. Ωστόσο, φαίνεται ότι σε περίπτωση νέας επείγουσας κατάστασης θα υπάρχει ένα στοιχειώδες σχέδιο δράσης, σε αντίθεση με την 16 Σεπτεμβρίου, μία μέρα μετά την κατάρρευση της Lehman, όταν επικρατούσε πλήρης άγνοια για το «δέον γενέσθαι».
Το ερώτημα, αν έπρεπε να είχαν γίνει ενέργειες, ώστε να αποτραπεί η χρεοκοπία της Lehman και να μην παρασυρθεί η παγκόσμια οικονομία στη δίνη της κρίσης, παραμένει μέχρι ακόμη αναπάντητο.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι εκείνες τις κρίσιμες μέρες του 2008 υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ ήταν ο Χένρι Πόλσον, πρώην επικεφαλής της επενδυτικής τράπεζας Goldman Sachs. Επικεφαλής της Lehman Brothers την ημέρα της κατάρρευσής της ήταν ο άσπονδος εχθρός του Πόλσον, Ρίτσαρντ Φαλντ.

Διαβάστε επίσης:

Πηγή Deutsche Welle

Οικονομία Τελευταίες ειδήσεις

Σχολιάστε