Σε έκθεση της, η οποία δημοσιεύτηκε σήμερα (17.12.24), η ΕΚΤ επαίνεσε την ισχυρή κεφαλαιακή θέση και τη ρευστότητα του τομέα των τραπεζών και τον χαρακτήρισε ανθεκτικό. Ταυτόχρονα, όμως, προειδοποίησε και για τους κινδύνους.
Ως αποτέλεσμα της ετήσιας αξιολόγησης της βιωσιμότητας του επιχειρηματικού μοντέλου και της διαχείρισης κινδύνων των τραπεζών, η ΕΚΤ βλέπει ιδίως τους γεωπολιτικούς κινδύνους ως πηγή κινδύνου. Αναφέρθηκε στις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, μια πιθανή κλιμάκωση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για την Ταϊβάν και το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Λόγω της εγγενούς τους αβεβαιότητας, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι συχνά δεν αντικατοπτρίζονται στις τιμές των χρηματοπιστωτικών αγορών μέχρι να υλοποιηθούν», γράφει η ΕΚΤ. Καθώς ο πλήρης αντίκτυπος αυτών των κινδύνων μερικές φορές υλοποιείται μόνο μακροπρόθεσμα, συχνά δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη στον μεσοπρόθεσμο κεφαλαιακό σχεδιασμό των τραπεζών.
Κατά το επόμενο έτος, η ΕΚΤ θα απαιτήσει από τις τράπεζες να διαθέτουν ελαφρώς περισσότερα κεφάλαια κατά μέσο όρο από ό,τι το προηγούμενο έτος. Ωστόσο, αυτό έχει να κάνει λιγότερο με τους θεμελιώδεις κινδύνους και περισσότερο με το ατομικό προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων. Εξάλλου, το πόσα κεφάλαια απαιτεί στην πραγματικότητα η εποπτική αρχή από μια τράπεζα εξαρτάται και από το συγκεκριμένο προφίλ κινδύνου της τράπεζας.
Κατά μέσο όρο, οι τράπεζες αναμένεται να υποστηρίξουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού τους στον ισολογισμό με 11,3% κοινά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1 το επόμενο έτος. Το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αναφέρεται γενικά στο μετοχικό κεφάλαιο και στα κέρδη εις νέον. Το προηγούμενο έτος, ο δείκτης αυτός ήταν 11,2%.
Αυτή η κεφαλαιοποίηση που απαιτεί η ΕΚΤ είναι σημαντική. Οι τράπεζες μπορούν να πληρώνουν μερίσματα, μπόνους και τόκους ομολόγων που μοιάζουν με μετοχές (ομόλογα ΑΤ1) χωρίς εμπόδια μόνο αν υπερβαίνουν αυτό το όριο.
Ο σημαντικότερος λόγος για τις υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις της ΕΚΤ είναι τα ατομικά κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας, τα οποία αξιολογούν το συγκεκριμένο προφίλ κινδύνου και το επιχειρηματικό μοντέλο μιας τράπεζας. Η ΕΚΤ αποκαλεί τη διαδικασία κατά την οποία καθορίζεται αυτό το ατομικό απόθεμα ασφαλείας «Διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης», ή εν συντομία SREP. Και αυτές οι προσαυξήσεις SREP θα αυξηθούν κατά μέσο όρο από 1,1% σε 1,2% το επόμενο έτος.