Σε τροχιά πλεονάσματος μπαίνει η παγκόσμια αγορά πετρελαίου καθώς επιβραδύνεται η αύξηση της ζήτησης και αυξάνεται η προσφορά, σύμφωνα με τη μηνιαία έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ), η οποία δημοσιοποιήθηκε σήμερα (12.06.24).
Η νέα μεσοπρόθεσμη προοπτική του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας προβλέπει άνετη τροφοδοσία των αγορών πετρελαίου έως το 2030, αν και η σταθερή έμφαση στην ενεργειακή ασφάλεια θα παραμείνει ζωτικής σημασίας, καθώς ισχυρές δυνάμεις μετασχηματίζουν τον τομέα.
Η αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης για πετρέλαιο αναμένεται να επιβραδυνθεί τα επόμενα χρόνια, καθώς προχωρούν οι ενεργειακές μεταβάσεις (σ.σ. αντικατάσταση πετρελαίου κλπ. από ΑΕΠ). Ταυτόχρονα, η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου πρόκειται να αυξηθεί, χαλαρώνοντας τις πιέσεις της αγοράς και ωθώντας την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα σε επίπεδα που δεν είχαν παρατηρηθεί εκτός της κρίσης του κορονοϊού, σύμφωνα με τις νέες προοπτικές της αγοράς πετρελαίου του ΙΕΑ.
Με βάση τις σημερινές πολιτικές και τις τάσεις της αγοράς, η ισχυρή ζήτηση από τις ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ασίας, καθώς και από τους τομείς των αερομεταφορών και των πετροχημικών, θα οδηγήσει σε υψηλότερη χρήση πετρελαίου τα επόμενα χρόνια, διαπιστώνει η έκθεση.
Ωστόσο, τα κέρδη αυτά θα αντισταθμίζονται όλο και περισσότερο από παράγοντες όπως η αύξηση των πωλήσεων ηλεκτρικών αυτοκινήτων, η βελτίωση της αποδοτικότητας των συμβατικών οχημάτων, η μείωση της χρήσης πετρελαίου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη Μέση Ανατολή και οι διαρθρωτικές οικονομικές αλλαγές.
Ως αποτέλεσμα, η έκθεση προβλέπει ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου, η οποία, συμπεριλαμβανομένων των βιοκαυσίμων, ανέρχεται κατά μέσο όρο λίγο πάνω από 102 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως το 2023, θα σταθεροποιηθεί κοντά στα 106 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως προς το τέλος αυτής της δεκαετίας.
Παράλληλα, η αύξηση της παγκόσμιας παραγωγικής ικανότητας πετρελαίου, με επικεφαλής τις ΗΠΑ και άλλους παραγωγούς στην αμερικανική ήπειρο, αναμένεται να ξεπεράσει την αύξηση της ζήτησης μέχρι το 2030. Η συνολική ικανότητα προσφοράς προβλέπεται να αυξηθεί σε σχεδόν 114 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως έως το 2030 – ένα εντυπωσιακό ποσό 8 εκατομμυρίων βαρελιών ημερησίως πάνω από την προβλεπόμενη παγκόσμια ζήτηση, διαπιστώνει η έκθεση.
Αυτό θα έχει το εξής αποτέλεσμα: Τη διαμόρφωση επιπέδων πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας που δεν έχουν παρατηρηθεί ποτέ άλλοτε, παρά μόνο στο αποκορύφωμα των αποκλεισμών του Covid-19 το 2020. Η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα σε τέτοια επίπεδα θα μπορούσε να έχει σημαντικές συνέπειες για τις αγορές πετρελαίου – μεταξύ άλλων για τις οικονομίες των παραγωγών στον ΟΠΕΚ και πέραν αυτού, καθώς και για τη σχιστολιθική βιομηχανία των ΗΠΑ.
Παρά την επιβράδυνση της ανάπτυξης, η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου προβλέπεται ότι θα είναι ακόμη κατά 3,2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα υψηλότερη το 2030 από ό,τι το 2023, εκτός εάν εφαρμοστούν ισχυρότερα μέτρα πολιτικής ή αν εφαρμοστούν αλλαγές στη συμπεριφορά.
Η αύξηση θα οφείλεται στις αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας -ιδίως στην υψηλότερη χρήση πετρελαίου για τις μεταφορές στην Ινδία- και στη μεγαλύτερη χρήση καυσίμων για αεροπλάνα και πρώτων υλών από την ανθηρή βιομηχανία πετροχημικών, ιδίως στην Κίνα.
Αντίθετα, η ζήτηση πετρελαίου στις προηγμένες οικονομίες αναμένεται να συνεχίσει τη μείωση δεκαετιών, μειούμενη από σχεδόν 46 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως το 2023 σε λιγότερο από 43 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως έως το 2030. Εκτός από τη διάρκεια της πανδημίας, η τελευταία φορά που η ζήτηση πετρελαίου από τις προηγμένες οικονομίες ήταν τόσο χαμηλή ήταν το 1991.
Οι παραγωγοί εκτός του ΟΠΕΚ+ ηγούνται της επέκτασης της παγκόσμιας παραγωγικής ικανότητας για την κάλυψη αυτής της αναμενόμενης ζήτησης, αντιπροσωπεύοντας τα 3/4 της αναμενόμενης αύξησης έως το 2030. Μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είναι έτοιμες να αντιπροσωπεύσουν 2,1 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως από την αύξηση της παραγωγής εκτός ΟΠΕΚ+, ενώ η Αργεντινή, η Βραζιλία, ο Καναδάς και η Γουιάνα συνεισφέρουν άλλα 2,7 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως.