Διεθνή

Έκθεση Λίντνερ: «Βόμβα» στο γερμανικό προϋπολογισμό η αδύναμη ανάπτυξη και η υπογεννητικότητα

Η αδύναμη οικονομική ανάπτυξη και η δημογραφική αλλαγή απειλούν το γερμανικό κράτος με μεγάλα δημοσιονομικά κενά τις επόμενες δεκαετίες, σύμφωνα με όσα προκύπτουν από τη νέα «έκθεση βιωσιμότητας» του ομοσπονδιακού υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, Κριστιάν Λίντνερ, την οποία αποκαλύπτει η Handelsblatt.

Σύμφωνα με την έκθεση, το επίπεδο χρέους της Γερμανίας θα μπορούσε να αυξηθεί από το σημερινό 64% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) στο χειρότερο σενάριο στο 345% το 2070. Ο ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Κρίστιαν Λίντνερ (FDP) προτίθεται να παρουσιάσει την έκθεση βιωσιμότητας στο υπουργικό συμβούλιο την ερχόμενη Τετάρτη (20.03.24).

Η έκθεση συντάσσεται μία φορά ανά νομοθετική περίοδο (δηλαδή κάθε τέσσερα χρόνια). Σε αυτήν εκτίθενται οι «προβλέψιμες επιπτώσεις της δημογραφικής γήρανσης και οι κίνδυνοι που προκύπτουν για τη μακροπρόθεσμη εξέλιξη των δημόσιων οικονομικών στη Γερμανία», όπως γράφει ο Λίντνερ στους συναδέλφους του στο υπουργικό συμβούλιο.

Με την έκθεση, το Υπουργείο Οικονομικών πρέπει να αποκαλύπτει κάθε τέσσερα χρόνια πόσο σταθερά είναι τα κρατικά οικονομικά μεσοπρόθεσμα.

Σε σύγκριση με την ανάλυση πριν από τέσσερα χρόνια, το αποτέλεσμα είναι ακόμη χειρότερο.

Είναι αλήθεια ότι η δημογραφική τάση έχει βελτιωθεί κάπως λόγω του υψηλού επιπέδου μετανάστευσης.

Ωστόσο, η τρέχουσα οικονομική αδυναμία έχει πλέον αρνητικό αντίκτυπο. «Η επιδείνωση σε σύγκριση με την τελευταία έκθεση του 2020 οφείλεται επίσης στην οικονομική ύφεση ως αποτέλεσμα των πρόσφατων κρίσεων», αναφέρει το έγγραφο.

Στην έκθεση, οι οικονομολόγοι υπολόγισαν δύο σενάρια για την εξέλιξη των δημόσιων οικονομικών έως το 2070 – ένα με ιδιαίτερα ευνοϊκές και ένα με ιδιαίτερα δυσμενείς παραδοχές.

Υπολογίζουν τις δαπάνες στους τομείς της πρόνοιας γήρατος, της υγείας και της περίθαλψης, της ανεργίας καθώς και της εκπαίδευσης και της οικογένειας και εξετάζουν αν το κράτος μπορεί να τις αντέξει καθόλου.

Ανεπαρκής βιωσιμότητα για το μέλλον

«Οι προβλέψεις των τάσεων των δαπανών αποκαλύπτουν την ανεπαρκή βιωσιμότητα των υφιστάμενων κανονισμών», αναφέρει η έκθεση.

Για παράδειγμα, οι κρατικές δαπάνες που σχετίζονται με την ηλικία αυξάνονται σημαντικά και στα δύο σενάρια. Η αύξηση των δαπανών δημιουργεί χρηματοδοτικό κενό σε ομοσπονδιακό, πολιτειακό, τοπικό και κοινωνικοασφαλιστικό επίπεδο.

Το χρηματοδοτικό κενό αυξάνεται κατά τη διάρκεια της περιόδου και, στο χειρότερο σενάριο, ανέρχεται σε 6,93% του ΑΕΠ ετησίως το 2070.

Αυτό αντιστοιχεί σήμερα σε περίπου 285 δισεκατομμύρια ευρώ. Και ακόμη και στο καλύτερο σενάριο, το δημοσιονομικό κενό εξακολουθεί να ανέρχεται στο 2,67% του ΑΕΠ, που αντιστοιχεί σε 110 δισ. ευρώ.

Από την άποψη των οικονομολόγων, οι πολιτικοί πρέπει να λάβουν αντίμετρα για να αποφύγουν «επισφαλή δημοσιονομικά σενάρια».

Η έκθεση εκτιμά επίσης τι θα μπορούσε να συμβεί αν το κράτος δεν κάνει τίποτα. Το ετήσιο νέο χρέος θα αυξανόταν τότε απότομα.

Στο χειρότερο σενάριο, το ετήσιο δημόσιο έλλειμμα θα ανέλθει στο 21,9% του ΑΕΠ έως το 2070, το οποίο θα ισοδυναμεί με 902 δισ. ευρώ σήμερα.

Συγκριτικά με πέρυσι, το έλλειμμα ανήλθε σε 82,7 δισ. ευρώ. Και ακόμη και στο ευνοϊκό σενάριο, θα εξακολουθούσε να είναι 7,9% του ΑΕΠ το 2070, το οποίο αντιστοιχεί σήμερα σε περίπου 325 δισ. ευρώ.

Λόγω των υψηλών ελλειμμάτων, το επίπεδο του χρέους θα συνεχίσει να αυξάνεται με την πάροδο των ετών.

«Σε ένα δυσμενές σενάριο, τα αυξανόμενα χρηματοδοτικά ελλείμματα θα οδηγούσαν σε επιταχυνόμενη αύξηση του λόγου του χρέους σε περίπου 345% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα», αναφέρει η έκθεση.

Στο ευνοϊκό σενάριο, ο λόγος θα εξακολουθούσε να αυξάνεται σε περίπου 140% του ΑΕΠ έως το 2070. Σύμφωνα με το όριο χρέους της ΕΕ, επιτρέπεται το 60%.

Οι υπολογισμοί δεν λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι οι πολιτικοί πιθανόν να λάβουν αντίμετρα αυξάνοντας τα ποσοστά των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.

Αυτό θα μείωνε τα ελλείμματα – αλλά εις βάρος των συνεισφερόντων, οι οποίοι θα έπρεπε να καταβάλουν υψηλότερες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.

Το «φρένο χρέους», το οποίο επί του παρόντος απαγορεύει τόσο υψηλά ελλείμματα, αγνοείται επίσης.

Απαιτούνται μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς πολιτικής

Η έκθεση βιωσιμότητας τονίζει ότι «λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας των υπολογισμών των μοντέλων που φθάνουν πολύ μακριά στο μέλλον», δεν πρόκειται για προβλέψεις. «Αντίθετα, τα κενά που εντοπίζονται θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως μήνυμα ότι η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών δεν είναι δεδομένη», αναφέρει η έκθεση.

Προκειμένου να τηρηθεί το «φρένο χρέους» και να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, θα χρειαστούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και περαιτέρω νομοθετικές αλλαγές «σε όλους τους σχετικούς τομείς πολιτικής», γράφουν οι οικονομολόγοι.

Σε αυτές περιλαμβάνονται, κυρίως, μέτρα που αυξάνουν μόνιμα την εξειδικευμένη μετανάστευση και ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να παραμείνουν στην αγορά εργασίας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Σύμφωνα με την έκθεση, ο μέσος όρος ηλικίας του πληθυσμού στη Γερμανία το 2021 θα είναι 45 ετών. Το 1990, ήταν ακόμη 39 έτη.

Τα επόμενα 15 χρόνια, το ποσοστό των ατόμων σε ηλικία εργασίας (20 έως 66 ετών) θα μειωθεί σημαντικά από περίπου 62% το 2021 και αναμένεται να αποτελεί μόνο το 56 έως 57% του συνολικού πληθυσμού μέχρι το 2037.

Το ποσοστό των 67χρονων και άνω θα αυξηθεί ιδιαίτερα απότομα κατά την περίοδο έως το 2040.

Η κατάσταση της οικονομίας «επιδεινώθηκε σημαντικά»

Εκτός από τα δημογραφικά στοιχεία, αισθητή είναι και η αδύναμη οικονομική ανάπτυξη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η νέα έκθεση βιωσιμότητας είναι πιο ανησυχητική από την προηγούμενη πριν από τέσσερα χρόνια.

Σύμφωνα με την έκθεση, η πανδημία του κοροναϊού και η ενεργειακή κρίση που προέκυψε από τον ρωσικό επιθετικό πόλεμο στην Ουκρανία έχουν «επιδεινώσει σε μεγάλο βαθμό την αφετηρία της γερμανικής οικονομίας και συνεπώς και των δημόσιων οικονομικών».

Κατά συνέπεια, το Υπουργείο Οικονομικών τονίζει στην έκθεση ότι, εκτός από μέτρα όπως η μετανάστευση, απαιτούνται επίσης μεταρρυθμίσεις για μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη.

Η έκθεση αναφέρει: «Η προσανατολισμένη στην προσφορά οικονομική και χρηματοπιστωτική πολιτική πρέπει να διαδραματίσει ιδιαίτερο ρόλο».

Για το Υπουργείο Οικονομικών, αυτό περιλαμβάνει τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, τη μείωση της γραφειοκρατίας και μια πολιτική ανταγωνισμού φιλική προς την ανάπτυξη.

Ο υπουργός Οικονομικών και επικεφαλής του FDP Λίντνερ κάνει εκστρατεία για τα μέτρα αυτά εδώ και εβδομάδες, ιδίως ενόψει των πρόσφατα μειωμένων οικονομικών προβλέψεων.

Ωστόσο, έχει συναντήσει τον σκεπτικισμό των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων.

Ένα άλλο αμφιλεγόμενο θέμα στον συνασπισμό είναι το φρένο του χρέους. Εδώ, ο Λίντνερ βλέπει την έκθεση βιωσιμότητας ως στήριξη της θέσης του.

«Τα αποτελέσματα της έκθεσης υπογραμμίζουν τη σημασία του συνταγματικού φρένου χρέους», αναφέρει. Απαιτεί από τους πολιτικούς να λάβουν μέτρα για την αντιμετώπιση της δημογραφικής αύξησης των δαπανών. Ως εκ τούτου, «λειτουργεί ως ασφαλιστήριο συμβόλαιο για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών».

Διεθνή
Ακολουθήστε το Νewsit.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλη την ειδησεογραφία και τα τελευταία νέα της ημέρας
Διεθνή: Περισσότερα άρθρα