Αν και οι ευρωπαϊκές τράπεζες αναμένεται φέτος (2024) να επιστρέψουν περισσότερα από 120 δισ. ευρώ στους μετόχους τους από τα αποτελέσματά τους το 2023, καθώς και σε προγράμματα επαναγοράς μετοχών, ωστόσο, δεν λείπουν οι προβληματισμοί για το μέλλον του τραπεζικού συστήματος της ηπείρου, ιδιαίτερα σε μία περίοδο που έχει τεθεί μετ’ επιτάσεως το ζήτημα της ενοποίησής του, όπως στα πρόσφατα Eurogroup και ECOFIN.
Όπως αναφέρεται και σε δημοσίευμα των FT, οι ηγεσίες των ευρωπαϊκών τραπεζών βρίσκονται υπό πίεση για να ενισχύσουν τις αποτιμήσεις τους και να «κερδίσουν» εκ νέου την εμπιστοσύνη των επενδυτών, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια «τρόμαξαν» από τις απαγορεύσεις διανομής μερισμάτων και την φορολόγηση σε ολόκληρη την ήπειρο. Οι σημερινές υψηλές αποδόσεις κεφαλαίου είναι μια ριζική ανατροπή σε σχέση πριν από τέσσερα χρόνια, όταν η ΕΚΤ διέταξε τις τράπεζες να «παγώσουν» τα μερίσματα και τις εξαγορές μετοχών με την έναρξη της πανδημίας, μια απόφαση που αμαύρωσε τη φήμη του κλάδου μεταξύ των διεθνών επενδυτών.
Όμως σήμερα, οι μεγαλύτερες εισηγμένες ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν δεσμευτεί για 74 δισ. ευρώ σε μερίσματα και 47 δισ. ευρώ σε επαναγορές μετοχών, μια αύξηση 54% σε σχέση με τις αποδόσεις κεφαλαίου του προηγούμενου έτους και πολύ υψηλότερη από κάθε χρόνο τουλάχιστον από το 2007, σύμφωνα με στοιχεία της UBS.
Μεταξύ των πιο εντυπωσιακών ανακοινώσεων διανομής μερισμάτων φέτος βρίσκεται και εκείνη της ιταλικής UniCredit, η οποία δεσμεύτηκε να πληρώσει 8,6 δισ. ευρώ στους επενδυτές, μέγεθος που ισοδυναμεί με το σύνολο των κερδών της για το 2023. Επιπλέον, τη Δευτέρα, η Barclays δεσμεύτηκε να επιστρέψει 10 δισ. λίρες στους μετόχους τα επόμενα τρία χρόνια, ενώ την Παρασκευή η Standard Chartered δήλωσε ότι θα επιστρέψει 5 δισ. δολάρια την ίδια περίοδο.
Αυτόν τον μήνα η UBS είπε επίσης ότι θα αυξήσει το μέρισμά της κατά 27% στα 70 σεντς ανά μετοχή τον Μάιο και θα επαναγοράσει μετοχές έως και 1 δισ. δολαρίων το 2024.
Η ισπανική Santander και η Deutsche Bank ανακοίνωσαν αμφότερες τα σχέδια τους να αυξήσουν τις επιστροφές στους μετόχους τους τις τελευταίες εβδομάδες, ενώ η κρατική ιταλική τράπεζα Monte dei Paschi di Siena ανακοίνωσε το πρώτο μέρισμα για 13 χρόνια.
Οι επαναγορές μετοχών ήταν και η μεγαλύτερη πηγή ανάπτυξης των τραπεζών τα τελευταία τρία χρόνια, ενώ ανέρχονταν σε μόλις μερικά δισ. ευρώ ετησίως για τις 50 μεγαλύτερες τράπεζες έως το 2020.
Έκτοτε, οι ευρωπαϊκές τράπεζες ωφελήθηκαν με «παραφουσκωμένα» κέρδη λόγω των ραγδαίων αυξήσεων των επιτοκίων, εξαγοράζοντας μετοχές σε χαμηλές τιμές.
«Σύννεφα» ενόψει
Ωστόσο, οι επενδυτές υποδέχονται με επιφυλακτικότητα τις υψηλές αποδόσεις κεφαλαίων. «Οι τράπεζες χρειάζονται υψηλή και βιώσιμη απόδοση», δήλωσε στους FT ο Antonio Roman, διαχειριστής χαρτοφυλακίου στο Axiom European Banks Equity fund. «Έχουμε τις υψηλές αποδόσεις, αλλά υπάρχει ένα ερωτηματικό για τη βιωσιμότητα».
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έλαβαν έκτακτα κέρδη 100 δισ. ευρώ τα τελευταία δύο χρόνια χάρη στη διαφορά μεταξύ των τόκων καταθέσεων και των δανείων, γνωστά και ως καθαρά έσοδα από τόκους.
Εντούτοις, οι αναλυτές προειδοποιούν ότι οι επιστροφές στους μετόχους θα αρχίσουν να μειώνονται το επόμενο έτος, καθώς οι κεντρικές τράπεζες θα μειώνουν τα επιτόκια και οι τράπεζες θα αναγκαστούν να αναζητήσουν άλλες πηγές εσόδων, με τους επενδυτές να αρχίζουν παράλληλα να «απομακρύνονται».
Και τούτο διότι, οι ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές έγιναν πιο χαλαρές σχετικά με τις επαναγορές μετοχών τα τελευταία δύο χρόνια, καθώς οι τράπεζες έχουν δημιουργήσει ισχυρά επίπεδα κεφαλαίου, αλλά θεωρείται ότι αισθάνονται άβολα με τις αποδόσεις των μετόχων που είναι μεγαλύτερες από τα ετήσια κέρδη των τραπεζών.
«Τα τελευταία χρόνια, ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας βελτίωσε δραματικά την κερδοφορία του, μείωσε τον κίνδυνο και ανοικοδόμησε την κεφαλαιακή του βάση σε επίπεδα που υπερβαίνουν κατά πολύ τις ρυθμιστικές απαιτήσεις», δήλωσε ο Lars Förberg, διευθύνων σύμβουλος της Cevian Capital.
«Αλλά στο σύνολό του, ο κλάδος αποτιμάται σαν να είναι χειρότερος από ό,τι ήταν, όχι καλύτερος».