Μακρά πορεία, τόσο στον πολιτικό στίβο όσο και στον οικονομικό, έχει ο βασικός αντίπαλος του νυν Καγκελάριου της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς, στις επερχόμενες εκλογές, όποτε και αν αυτές διεξαχθούν (είτε στις αρχές, είτε στα τέλη του 2025).
Ο λόγος για τον Φρίντριχ Μερτς (Friedrich Merz), ηγέτη της κεντροδεξιάς «Χριστιανο – Δημοκρατικής Ένωσης» της Γερμανίας (CDU),η οποία προηγείται με διπλάσιο ποσοστό τόσο από το κυβερνών κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών όσο και από το ακροδεξιό κόμμα του AfD. Aπό αυτήν την άποψη, αλλά και από την πλευρά των δημοσκοπήσεων σε σχέση με τους υποψηφίους καγκελαρίους των επόμενων εκλογών, ο Μερτς είναι ο πιθανότερος επόμενος καγκελάριος της ισχυρότερης οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο Μερτς -αν και δεν είναι ευρέως γνωστός – κάθε άλλο παρά είναι κάποιος «νέος» στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας, με μόνη διαφορά πως έκανε μία πολύ μεγάλη παύση στην ενασχόληση του με αυτή κατά την περίοδο 2004 – 2018.
Πριν την επικράτηση της Μέρκελ εντός του CDU, ο Μερτς είχε διατελέσει πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας της CDU – CSU στην Επιτροπή Οικονομικών από το 1996 έως το 1998. Μετά τις εκλογές της Bundestag του 1998, ο Merz ανέλαβε αρχικά αντιπρόεδρος τον Οκτώβριο του 1998 και τον Φεβρουάριο του 2000 διαδέχθηκε τον Wolfgang Schäuble στην προεδρία της κοινοβουλευτικής ομάδας CDU – CSU και συνεπώς στην ηγεσία της αντιπολίτευσης.
Ωστόσο καταρχάς η επικράτηση της Μερκελ στο CDU και έπειτα η πολύχρονη πολιτική κυριαρχία της, τόσο στο CDU, όσο και στην ηγεσία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας οδήγησε στο να κρατηθεί μακρυά από την πρώτη γραμμή του κόμματος.
Ο Φρίντριχ Μερτς ήταν ο βασικός αντίπαλος -από τα δεξιά – της κεντρώας Άνγκελα Μέρκελ στις αρχές του 2000 στο εσωτερικό του CDU και έτσι η εκτίναξη της Μέρκελ στην κορυφή του CDU και της πολιτικής ζωής στη Γερμανίας επί σχεδόν 15 χρόνια εξοβέλισε μακρυά ο Μερτς κατά το αντίστοιχο διάστημα.
Κατά τη διάρκεια της 15χρονης απουσίας του από την πρώτη γραμμή της πολιτικής ζωής της Γερμανίας, ο Μερτς απασχολήθηκε ως κορυφαίο στέλεχος πολύ μεγάλες εταιρείες μεταξύ αυτών και η διάσημη Black Rock, στην οποία μάλιστα διετέλεσε πρόεδρος στο τμήμα της στη Γερμανία (2016 – 2020).
Άλλες εταιρείες στις οποίες απασχολήθηκε ο Μερτς είναι Robert Bosch GmbH, WEPA Hygieneprodukte, Deutsche Rockwool, Ernst & Young Germany, Odewald & Compagnie, DBV-Winterthur Holding, Cologne Bonn Airport, BlackRock Germany, Stadler Rail, HSBC Trinkaus, Borussia Dortmund, Axa Konzern AG, IVG Immobilien, Deutsche Börse και Interseroh.
Ο Μερτς επανήλθε το 2018 στο προσκήνιο μετά την παραίτηση της Μέρκελ από την ηγεσία του CDU, διεκδικώντας με την ανοιχτή στήριξη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ενάντια στην εκλεκτή της Μέρκελ, Ανεγκρέτε Κραμπ – Κάρενμπάουερ.
Τη μάχη αυτή κέρδισε, αν και οριακά, η Κραμπ – Κάρενμπάουερ.
Στη συνέχεια, όμως, μετά από ήττες του CDU σε περιφερειακές εκλογές, παραιτήθηκε η μερκελική Κραμπ – Κάρενμπάουερ. Το 2021 ξαναστήθηκαν κάλπες στο CDU, στις οποίες αντιμέτωποι ήταν από τη μια μεριά ο Άρμιν Λάσετ (ο οποίος είχε τη στήριξη της Μέρκελ) και από την άλλη -ξανά- ο Φρίντριχ Μερτς με τη στήριξη του Σόιμπλε.
Για δεύτερη συνεχόμενη φορά ο σοϊμπλικός Μερτς έχασε από τον μερκελικό ανθυποψήφιο του, τον Λάσετ.
Ο μερκελικός Λάσετ κατήλθε ως υποψήφιος καγκελάριος του CDU στις εθνικές εκλογές του 2021, χάνοντας -αν και με μικρή διαφορά- από τους Σοσιαλδημοκράτες υπό τον Σολτς.
Στη συνέχεια ο Λάσετ παραιτήθηκε από την ηγεσία του CDU. Στις τρίτες μετα – μερκελικές κάλπες που στήθηκαν στο CDU τον Ιανουάριο του 2022, κατέβηκε και πάλι υποψήφιος ο σοϊμπλικός Φρίντριχ Μερτς και αυτή φορά τις κέρδισε.
Ενδιαφέρον έχουν οι θέσεις του Μερτς απέναντι στον Τραμπ. Αμέσως μετά την επικράτηση του Ρεπουμπλικανού πολιτικού στις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, ο ηγέτης του CDU κάνει εκστρατεία υπέρ μιας σθεναρής στάσης των ευρωπαϊκών χωρών απέναντι στον εκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.
Η Ευρώπη πρέπει να μιλήσει με μια φωνή, «αυτό θα κάνει εντύπωση στην Αμερική», δήλωσε ο πολιτικός του CDU στην εκπομπή talk show της Maybrit Illner στο ZDF. «Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν εντυπωσιάζεται από την αδυναμία, αλλά μόνο από τη δύναμη, συμπεριλαμβανομένης της αντιπολίτευσης». Με αυτόν τον τρόπο, η Ευρώπη θα μπορούσε να συμβιβαστεί με τη νέα κυβέρνηση στις ΗΠΑ.
Ταυτόχρονα, όμως, η Γερμανία πρέπει να κάνει περισσότερα και για τη δική της ασφάλεια. Το επιχειρηματικό μοντέλο του να εισάγουμε φθηνά, να εξάγουμε ακριβά και να αφήνουμε τις ΗΠΑ να πληρώνουν για την ασφάλεια «έχει πλέον τελειώσει», δήλωσε ο Merz. «Αλλά αυτό δεν είναι τόσο τραγικό. Πρέπει να προσαρμοστούμε σε αυτό και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε και να αντλήσουμε τις συνέπειες».