Ο συνταγματικά κατοχυρωμένος κανόνας για το «φρένο χρέους», ο οποίος περιορίζει το ύψος του κρατικού δανεισμού στο 0,35% του ΑΕΠ ταιριάζει στην Γερμανία, ως χώρα δημοσιονομικά προσεκτική, καθόλου σπάταλη και αποφασισμένη να μην χρεώνει τις επόμενες γενιές με επιπλέον βάρη.
Υπό αυτό το πρίσμα έβλεπε η Γερμανία και όλους τους εταίρους του – «φτωχούς» και μη. Αυτά όμως ίσχυαν παλιότερα. Στην …ποδιά του «φρένου χρέους» σφάχτηκε τώρα ο ίδιος ο γερμανικός κυβερνητικός συνασπισμός, ενώ, αντίστοιχα, ναρκοθετήθηκε και ο δρόμος μέχρι τις εκλογές – μάλλον και μετά από αυτές.
Το «φρένο» εισήχθη το 2009 από την τότε καγκελάριο ‘Αγγελα Μέρκελ, κατά τη διάρκεια της «μεγάλης ύφεσης», μετά την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση. Στόχος της κυβέρνησης Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) ήταν να τεθεί υπό έλεγχο το χρέος που στο μεταξύ είχε εκτοξευθεί.
Ο ίδιος ο κανόνας προβλέπει εξαιρέσεις σε ακραίες περιπτώσεις, όπως «οι φυσικές καταστροφές ή ασυνήθιστες επείγουσες καταστάσεις οι οποίες υπερβαίνουν τον κυβερνητικό έλεγχο και είναι ουσιαστικά επιζήμιες για την οικονομική δυνατότητα του κράτους».
Οι νομοθέτες μάλλον όμως θεωρούσαν ότι οι «ακραίες» περιπτώσεις ήταν θεωρητικά απίθανες, μέχρι που εμφανίστηκε η πανδημία της Covid-19, η οποία κατέστησε κατά κοινή ομολογία αναπόφευκτη την άρση του περιορισμού. Η δεύτερη ακραία περίπτωση δεν άργησε να προκύψει, με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας. Η κατεπείγουσα ανάγκη για εξασφάλιση ενέργειας «όσο όσο», η στήριξη της άμυνας της Ουκρανίας και η απόφαση για εκσυγχρονισμό των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων έδειχναν την υπέρβαση του δανεισμού ως μονόδρομο.
Και κάπως έτσι φθάσαμε στην 15η Νοεμβρίου 2023 και στην απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, η οποία έκρινε αντισυνταγματικό τον συμπληρωματικό προϋπολογισμό του 2021 λόγω παραβίασης του κανόνα για το «φρένο χρέους».
Ως αποτέλεσμα, οι προϋπολογισμοί και εν μέρει τα ειδικά ταμεία για το 2023 και το 2024 έπρεπε να αναδιαρθρωθούν – σοβαρά. Η Γερμανία μπήκε στο 2024 χωρίς ψηφισμένο προϋπολογισμό και το «δημοσιονομικό κενό» στοιχειώνει έκτοτε την κυβέρνηση και τους γερμανούς οικονομολόγους.
Κάποιοι θεωρούν ότι το «φρένο» θα πρέπει να αρθεί, κάποιοι άλλοι ότι θα πρέπει ακόμη και να καταργηθεί, άλλοι ότι αποτελεί περίπου ιερό αξίωμα και άλλοι ότι θα πρέπει να εξεταστεί κάποιου είδους αναθεώρησή του. Αυτό στο οποίο μάλλον συμφωνούν όλοι είναι ότι η Γερμανία έχει επείγουσα ανάγκη από επενδύσεις.
Τι είναι λοιπόν προτιμότερο να βαρύνει τις επόμενες γενιές; Επιπλέον χρέος ή απαρχαιωμένα οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα, κακοσυντηρημένες γέφυρες και σχολεία υπό κατάρρευση; Όσοι επιχειρηματολογούν υπέρ της άρσης του φρένου για να χρηματοδοτηθούν μεγάλα έργα, υποστηρίζουν ότι η επένδυση σε στρατηγικά σημαντικούς τομείς θα ενισχύει και την ανάπτυξη της οικονομίας, η οποία υποφέρει τα τελευταία χρόνια.
Οι «απέναντι» πάλι θεωρούν ότι η Γερμανία οφείλει την μακροπρόθεσμη πιστοληπτική αξιοπιστία και την αυτοπεποίθησή της στις αγορές που επιτρέπουν τον φθηνό δανεισμό της – όταν δανείζεται – ακριβώς σε αυτή την δημοσιονομική πειθαρχία των προηγούμενων ετών, η οποία εκτιμούν μάλιστα ότι ενθαρρύνει τις ιδιωτικές επενδύσεις, περιορίζοντας τους κινδύνους για το δημόσιο ταμείο.
Ο κυβερνητικός συνασπισμός που αποτελείτο από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους (FDP) δεν κατάφερε να δώσει απάντηση στο ερώτημα. Ενώπιον της «τρύπας» στον προϋπολογισμό και της ανάγκης από τη μία πλευρά να στηριχθεί η Ουκρανία ενόψει του χειμώνα και από την άλλη να ληφθούν μέτρα για την βιομηχανία, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς και οι Πράσινοι θα έβλεπαν ευχαρίστως μια «έκτακτη» συνθήκη η οποία θα δικαιολογούσε επιπλέον δανεισμό.
Ο Κρίστιαν Λίντνερ όμως, ο οποίος έτσι κι αλλιώς περιέγραφε την αποστολή του στην κυβέρνηση ως «ανάχωμα στις αριστερές πολιτικές» των δύο εταίρων του, είχε διαφορετική άποψη. Όπως βέβαια αποκάλυψαν μόλις χθες οι «Zeit» και «Süddeutsche Zeitung», ο κ. Λίντνερ απεργαζόταν ήδη από καιρό την έξοδό του από την κυβέρνηση, οπότε μάλλον η υπόθεση του «φρένου χρέους» είχε μικρότερη σημασία από ό,τι ο ίδιος ισχυριζόταν, όταν δήλωνε ότι ο καγκελάριος του ζητούσε να …πατήσει τον όρκο που έδωσε ως υπουργός Οικονομικών.
Μετά την διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού, ο προϋπολογισμός του 2025 έμεινε σε εκκρεμότητα και θεωρείται μάλλον απίθανο να διευθετηθεί από την παρούσα κυβέρνηση μειοψηφίας. Η Γερμανία διατρέχει τον κίνδυνο να φθάσει έως το φθινόπωρο του επόμενου έτους χωρίς ψηφισμένο προϋπολογισμό, καθώς η επόμενη κυβέρνηση δεν θα έχει κατά πάσα πιθανότητα σχηματιστεί πριν από το Πάσχα.
Ένας από τους φανατικότερους υποστηρικτές της δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι ο Φρίντριχ Μερτς, ο σημερινός ηγέτης του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) και, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, πιθανότερος καγκελάριος μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου.
Ήταν άλλωστε το κόμμα του που προσέφυγε στο Συνταγματικό Δικαστήριο υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση παραβίασε την συνταγματική επιταγή. Ο τρόπος όμως με τον οποίο διαλύθηκε η κυβέρνηση έφερε στο επίκεντρο της συζήτησης τα όρια του φρένου χρέους και την πιθανή ανάγκη αναθεώρησής του.
Πριν από λίγες ημέρες ο κ. Μερτς αιφνιδίασε πολιτικούς και ΜΜΕ δηλώνοντας ανοιχτός σε αλλαγές. «Το φρένο χρέους είναι σημαντικό, αλλά όχι απαραβίαστο», δήλωσε, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα ότι η χαλάρωση δεν θα πρέπει να γίνει υπέρ κοινωνικών παροχών, «για να δαπανηθούν δηλαδή ακόμη περισσότερα χρήματα στην καταναλωτική και κοινωνική πολιτική».
Γνωρίζει βέβαια ότι το δημοσιονομικό κενό δεν θα κλείσει ξαφνικά, μόνο και μόνο επειδή θα εγκατασταθεί ο ίδιος στην καγκελαρία, αλλά αντιλαμβάνεται και την διαρκώς αυξανόμενη πίεση από τις κρατιδιακές κυβερνήσεις – ακόμη και αυτές με πλειοψηφία CDU – που ζητούν κονδύλια για επενδύσεις.
Ο χριστιανοδημοκράτης μάλιστα Δήμαρχος/Κυβερνήτης του Βερολίνου, Κάι Βέγκνερ, όχι μόνο εξήγγειλε πρωτοβουλία ανατροπής του φρένου χρέους στο Ομοσπονδιακό Συμβούλιο (Bundesrat), αλλά δήλωσε και ότι έχει συζητήσει σχετικά με τον αρχηγό του και το κόμμα είναι έτοιμο για μεταρρυθμίσεις. Ο Φρίντριχ Μερτς διέψευσε τον ισχυρισμό και οι σχέσεις – οι οποίες δεν υπήρξαν ποτέ ιδιαίτερα αγαστές – πάγωσαν.
Αυτός ήταν ένας παραπάνω λόγος που η μετέπειτα δήλωση Μερτς προκάλεσε έκπληξη και κάποια δυσαρέσκεια των βουλευτών του, οι οποίοι είχαν μέχρι τώρα εμπεδώσει ότι θα έφθαναν στις εκλογές με επιχειρήματα υπέρ του κανόνα και χρειάζονται πλέον έναν πιο εύσχημο τρόπο για να αλλάξουν ρητορική.
Το SPD έσπευσε να αξιοποιήσει την μεταστροφή του αρχηγού του CDU και να προτείνει μεταρρύθμιση του κανόνα πριν από τις εκλογές, υπό τον φόβο στην επόμενη βουλή να μην υπάρχει η απαιτούμενη πλειοψηφία των δύο τρίτων για να γίνει αναθεώρηση. Κάτι τέτοιο ωστόσο μοιάζει σήμερα μάλλον απίθανο – ακόμη και μετά την φθινοπωρινή έκθεση των πέντε «Σοφών» της γερμανικής οικονομίας, οι οποίοι διαπιστώνουν επείγουσα ανάγκη επένδυσης στις υποδομές.
Το CDU αργά ή γρήγορα θα συζητήσει το θέμα του «φρένου χρέους», πιθανότατα προσπαθώντας να σχηματίσει κυβερνητικό συνασπισμό μετά την 23η Φεβρουαρίου, όταν στο τραπέζι θα μπουν οι δημοσιονομικές και διαρθρωτικές ανάγκες και οι πολιτικές με τις οποίες θα αντιμετωπιστούν.
Το Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών του Βερολίνου (WZB) βάζει όμως στην συζήτηση και μια επιπλέον παράμετρο: την απειλή που συνιστά η δημοσιονομική λιτότητα για την γερμανική δημοκρατία. Σε έρευνά του, το WZB διαπιστώνει ότι «οι ψηφοφόροι που εκτίθενται στις υλικές επιπτώσεις των οικονομικών κρίσεων και των χρηματοπιστωτικών κρίσεων είναι πιο πιθανό να υποστηρίξουν την ακροδεξιά, ενώ η λιτότητα ως απάντηση σε αυτές τις κρίσεις επιδεινώνει περαιτέρω το πρόβλημα».
Σε αυτό το πλαίσιο, επισημαίνεται, «μια σκληρή, υποχρεωτική συνταγματική απαίτηση όπως το φρένο χρέους, που αναγκάζει τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα και τους κυβερνητικούς συνασπισμούς να υιοθετήσουν υποχρεωτικές πολιτικές λιτότητας απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις, δεν είναι μόνο κακή οικονομία, αλλά και κακή πολιτική».
Αντίθετα, για να αντιμετωπίσουν τις σοβαρές οικονομικές προκλήσεις της Γερμανίας και να ενισχύσουν τη δημοκρατία ενάντια στην ολοένα και πιο σοβαρή απειλή που συνιστά η ακροδεξιά και η πόλωση, οι Γερμανοί πολιτικοί «θα πρέπει να εισαγάγουν πιο ευέλικτους δημοσιονομικούς κανόνες, καθώς το φρένο του χρέους μπορεί να είναι καλοπροαίρετο, αλλά τα δημοκρατικά και οικονομικά διακυβεύματα είναι απλώς πολύ υψηλά για να εκτιμήσουν τη δημοσιονομική αυστηρότητα πάνω από όλους τους άλλους στόχους», τονίζεται.
Στην Γερμανία βέβαια η δημοσιονομική πειθαρχία δεν είναι απλώς συνταγματική επιταγή. Είναι πεποίθηση βαθιά ριζωμένη στην πολιτική και κοινωνική κουλτούρα των Γερμανών και δύσκολα θα κλονιστεί. Τα δεδομένα όμως έχουν πλέον αλλάξει και εδώ.
Η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, η βιομηχανία χάνει συνεχώς θέσεις εργασίας, οι κοινωνικές και γεωστρατηγικές συνθήκες είναι ασφυκτικές και η χώρα οδεύει στις – ασυνήθιστες στην Γερμανία – πρόωρες εκλογές Ο «ορντολιμπεραλισμός» ή «εύτακτος φιλελευθερισμός» μπορεί να έχει «ευγενή» κίνητρα, αλλά δεν αποκλείεται να πλησιάζει πλέον στα όριά του.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ