Το τελευταίο βιβλίο του Βόλφγκανγκ Μύνχαου «Καπούτ. Το τέλος του γερμανικού θαύματος», κυκλοφόρησε συμπωματικά την ημέρα της διάλυσης του κυβερνητικού συνασπισμού. Σε αυτό, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι σημερινές αδυναμίες της γερμανικής οικονομίας προετοιμάζονταν εδώ και δεκαετίες, από την εποχή που η Γερμανία γιόρταζε τον «πρωταθλητισμό» της στις εξαγωγές.
Για όσους παρατηρητές, όπως ο Μύνχαου, μπορούσαν να διακρίνουν τις τάσεις, το πρόβλημα άρχισε επίσημα το 2018 πολύ πριν από την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Την περασμένη Τετάρτη (6.11.2024) έγινε πλέον φανερό ότι το ζήτημα δεν μπορούσε πλέον να αγνοηθεί. Η Γερμανία, που είχε συνηθίσει να εξάγει ποιοτικά προϊόντα και να απολαμβάνει σταθερότητα, έχει πλέον γίνει μέρος του προβλήματος αντί της λύσης και οδεύει προς τις πρώτες πρόωρες εκλογές μετά από 20 χρόνια. «Δεν είναι πια και το τέλος του κόσμου», σχολίασε ο ομοσπονδιακός πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ. Ίσως όμως θα έπρεπε να είναι το τέλος ενός γερμανικού κόσμου που δεν υπάρχει πια.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στις 19 Φεβρουαρίου του 2024 ο τότε ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ απέρριπτε από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός τον ισχυρισμό ότι η χώρα του είναι «ο ασθενής της Ευρώπης». Η Γερμανία, έλεγε, είναι απλώς …κουρασμένη μετά τα χρόνια της κρίσης και χρειάζεται ένα «καλό φλυτζάνι καφέ», δηλαδή διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να ξυπνήσει. Μόλις οκτώ μήνες μετά, η γερμανική οικονομία γίνεται η αιτία της κατάρρευσης της κυβέρνησης. Μιας κυβέρνησης, η οποία ούτως ή άλλως είχε από την αρχή περιορισμένες πιθανότητες επιτυχίας.
Από τη μια πλευρά, η Γερμανία δοκίμαζε για πρώτη φορά ένα τρικομματικό σχήμα. Από την άλλη, η συνύπαρξη Σοσιαλδημοκρατών (SPD), Πρασίνων και Φιλελευθέρων (FDP) προϋπέθετε πολύ νερό στο κρασί τριών παραδοσιακών και -όπως αποδείχθηκε- δυσκίνητων κομμάτων, προκειμένου να λειτουργήσει. Υπήρχε ωστόσο η προσδοκία του τέλους της πανδημίας και της επιστροφής στην περίφημη «κανονικότητα», που έκανε όλους στο Βερολίνο αισιόδοξους για μια «αλλαγή εποχής», όπως τη διαφήμιζε ο Όλαφ Σολτς.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, μόλις λίγες εβδομάδες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της νέας κυβέρνησης, σήμανε και την αρχή του τέλους της αυταπάτης. Η κυβέρνηση πέρασε τους πρώτους μήνες της θητείας της προσπαθώντας να μην ξεπαγιάσει ο κόσμος στα σπίτια του, λόγω της διακοπής της παροχής (φθηνής) ενέργειας από τη Ρωσία.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο πράσινος υπουργός Οικονομίας και Προστασίας του Κλίματος Ρόμπερτ Χάμπεκ, αντί να εφαρμόζει την φιλόδοξη «ενεργειακή μετάβαση» και τον οραματικό «μετασχηματισμό», «προσκυνούσε» Άραβες, Ασιάτες και Αμερικανούς και έσφιγγε το χέρι απολυταρχικών και οπισθοδρομικών ηγετών προκειμένου να εξασφαλίσει φυσικό αέριο – σε τιμή «όσο όσο». Το αποτέλεσμα; Οι πολίτες δεν χρειάστηκε να φορέσουν ένα επιπλέον πουλόβερ μέσα στο σπίτι, όπως συμβούλευε τότε ο αείμνηστος Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αλλά η Γερμανία πληρώνει ακόμη και σήμερα εξαιρετικά ακριβά την ενέργειά της.
Η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία, με τις γνωστές συνέπειες στις τιμές ενέργειας και στον πληθωρισμό, ήρθαν να συμπληρώσουν μια εικόνα που είχε ήδη αρχίσει να θολώνει. Από το 2018, η γερμανική οικονομία αναπτύσσεται με τον αργότερο ρυθμό μεταξύ των χωρών της G7. Ενώ η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία δείχνουν σημάδια ανάκαμψης, η Γερμανία εξακολουθεί να διολισθαίνει προς την ύφεση.
Τα στάδια του πένθους
Αν υπάρχει σε αυτές τις περιπτώσεις ένα αδιαφιλονίκητο αξίωμα, είναι ότι η φτώχεια φέρνει γκρίνια. Και οι Γερμανοί μπορεί να μην ξέρουν πολλά από φτώχεια, αλλά είναι ασυναγώνιστοι στην γκρίνια. Ο Μύνχαου γράφει ότι για πολύ καιρό οικονομία και πολιτική βρίσκονταν στο πρώτο στάδιο του πένθους, την άρνηση και τώρα μπαίνουν στο δεύτερο, τον θυμό – κατά πάντων. Οι πολίτες είναι θυμωμένοι με τους πολιτικούς, οι επιχειρηματίες με τον Βλαντίμιρ Πούτιν και τους Κινέζους, τώρα με τον Ντόναλντ Τραμπ και με την κυβέρνηση.
Σε ένα σύστημα τόσο στενής διασύνδεσης πολιτικής και οικονομίας -κάποιοι θα το ονόμαζαν «διαπλοκή»- η πίεση του επιχειρηματικού κόσμου μπορεί να καταστεί αφόρητη για μια κυβέρνηση. Δεν είναι τυχαίο ότι π.χ. η Ένωση Γερμανικής Βιομηχανίας (BDI) πανηγυρίζει για τη διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού. Εδώ και μήνες η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αδυνατούσε να λάβει αποφάσεις και, όταν το κατόρθωνε, είχαν μεσολαβήσει εσωτερική κρίση, διαρροές, αλληλοκατηγορίες και μετά διαβεβαιώσεις ότι «στο τέλος πάντα τα βρίσκουμε».
Κάπως έτσι βέβαια η Γερμανία μπήκε στο 2024 χωρίς ψηφισμένο προϋπολογισμό και η κυβέρνηση διαλύθηκε ενόψει του προϋπολογισμού του 2025. Θεωρητικά, ο Όλαφ Σολτς και οι Πράσινοι εταίροι του ήθελαν να ενεργοποιήσουν τη ρήτρα «έκτακτης ανάγκης», η οποία επιτρέπει στην κυβέρνηση να άρει το φρένο χρέους που προβλέπει το Σύνταγμα και να δανειστεί επιπλέον 50 δισεκατομμύρια. Από αυτά, 30 προορίζονταν για την ενίσχυση της Ουκρανίας ενόψει του χειμώνα και 20 για την στήριξη της γερμανικής βιομηχανίας.
Ο φιλελεύθερος υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ αρνήθηκε να «παραβεί τον όρκο του», όπως είπε και αντιπρότεινε πολιτικές συνεπείς στην ιδεολογία του – περικοπές προνοιακών επιδομάτων και φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους και ουσιαστικά στροφή 180 μοιρών για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Δεν υπήρχε πλέον νερό για το κρασί κανενός στην κυβέρνηση. Ήταν σαφές ότι η κρίση μεταξύ των εταίρων κλιμακωνόταν εδώ και μήνες και στο Βερολίνο κυκλοφορούσαν από καιρό στοιχήματα για τον χρόνο διάλυσης του «φωτεινού σηματοδότη», όπως έλεγαν την κυβερνητική συμμαχία από τα χρώματα των κομμάτων της.
«Βρώμικο διαζύγιο», έγραψε η Frankfurter Allgemeine Zeitung, σχολιάζοντας με κάποια έκπληξη τα …άπλυτα που έβγαλε στη φόρα ο συνήθως συγκρατημένος Όλαφ Σολτς, ανακοινώνοντας το τέλος της συνεργασίας με το FDP. Η ρήξη ασφαλώς επιταχύνθηκε από τα χαμηλά ποσοστά και των τριών κομμάτων και κυρίως από την υπαρξιακή πλέον ανασφάλεια των Φιλελευθέρων που βρίσκονται δημοσκοπικά κάτω από το όριο εισόδου στη βουλή.
Τα τελευταία 24ωρα, ο πολιτικός λόγος αναλώνεται από τη μια πλευρά στον καταλογισμό των ευθυνών, με το blame game να παίζεται σε απροσδόκητα σκληρό τερέν και από την άλλη στην αντιπαράθεση για τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών. Το χρονοδιάγραμμα του καγκελάριου, το οποίο προβλέπει συνεδρίαση για την ψήφο εμπιστοσύνης στην Bundestag στις 15 Ιανουαρίου και εκλογές εντός του Μαρτίου μάλλον υπερεκτιμά τα όρια του γερμανικού κοινοβουλευτικού πολιτισμού απέναντι στην κυβέρνηση μειοψηφίας. Ιδανικά, ο Όλαφ Σολτς θα ήθελε έως τη διάλυσή της, η βουλή να έχει ψηφίσει -με την στήριξη πλέον της αντιπολίτευσης- τον προϋπολογισμό και κάποια νομοσχέδια. Όμως, ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος έχει κάθε δικαίωμα να θεωρεί εαυτόν «εν αναμονή καγκελάριο», βιάζεται. Θέλει «εδώ και τώρα» ψήφο εμπιστοσύνης -κάτι που στο γερμανικό σύστημα μπορεί να προκαλέσει μόνο ο καγκελάριος και όχι η αντιπολίτευση- και εκλογές στις 19 Ιανουαρίου. Εκλογές το συντομότερο ζητούν και τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά και, σύμφωνα με τελευταία δημοσκόπηση του ZDF, το 65% του πληθυσμού.
Αναζητείται γερμανικό λεφτόδεντρο
Σε μια εποχή διεθνούς αβεβαιότητας, ανοιχτών μετώπων και ασάφειας σε σχέση π.χ. με την στάση των ΗΠΑ υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο βιώνει παραλυτική κρίση. Η ορατή αυτήν τη στιγμή προοπτική λέει -με κάθε επιφύλαξη- ότι η Γερμανία θα έχει νέα κυβέρνηση περίπου το Πάσχα του 2025 και ότι αυτή η κυβέρνηση θα απαρτίζεται από την Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) και το SPD. Με βάση τα τρέχοντα δημοσκοπικά στοιχεία και με δεδομένο ότι κανείς δεν θέλει να συνεργαστεί με την Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD), αυτό θα είναι το μόνο βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα που θα βρει όλα τα προβλήματα ανοιχτά και θα κληθεί να βρει απαντήσεις και …λεφτόδεντρο.
«Το γεγονός ότι η Γερμανία έχει την πολυτέλεια να βιώνει μια κυβερνητική κρίση εν μέσω γεωπολιτικής έντασης, οφείλεται κυρίως στην εμμονή στο “φρένο χρέους” (…) Το κράτος αποποιείται επιλογές τις οποίες χρειάζεται επειγόντως. Η Ρωσία προελαύνει στην Ουκρανία. Ο Ντόναλντ Τραμπ θέτει υπό αμφισβήτηση τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής του ΝΑΤΟ. Στο μέλλον η Γερμανία θα πρέπει να επενδύει για την άμυνά της όχι το 2%, αλλά μάλλον το 3% ή το 4% του ΑΕΠ της. Καμία κυβέρνηση, ούτε μια κυβέρνηση υπό τους Χριστιανοδημοκράτες, δεν θα άντεχε να χρηματοδοτήσει εξοπλισμούς μέσω περικοπών στο κοινωνικό κράτος», προειδοποιεί η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt.
Άλλωστε στο θέμα π.χ. της Ουκρανίας ο Φρίντριχ Μερτς είναι ακόμη πιο τολμηρός από ό,τι ο Όλαφ Σολτς, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων ότι η Γερμανία θα πρέπει όχι μόνο να συνεχίσει να στηρίζει τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις, αλλά να τους παραδώσει επίσης πυραύλους Taurus. Δεν έχει ωστόσο αποσαφηνίσει έως τώρα πώς θα χρηματοδοτηθεί αυτή η στήριξη.
Πριν από έναν χρόνο το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, έπειτα από προσφυγή του CDU, έκρινε αντισυνταγματική την αλλαγή χρήσης από την κυβέρνηση κονδυλίων τα οποία προορίζονταν για την αντιμετώπιση της πανδημίας και είχαν μείνει αδιάθετα.
Η διοχέτευση των πόρων σε πολιτικές π.χ. για το κλίμα είναι αντισυνταγματική και πλήττει την αποτελεσματικότητα του συνταγματικά κατοχυρωμένου «φρένου χρέους» που προβλέπει δανεισμό σε ύψος 0,35% του ΑΕΠ, το οποίο είχε αρθεί κατ΄εξαίρεση, λόγω της πανδημίας. Μετά την απόφαση, η δημοσιονομική «τρύπα» έφθασε πλέον τα 60 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό το οποίο προφανώς δεν είναι εύκολο να εξοικονομηθεί μόνο με μείωση των επιδομάτων πρόνοιας.
Κατάρα ή ευλογία;
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας ING Κάρστεν Μπρζέσκι έγραψε στην πρώτη του ανάλυση μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης ότι αυτή η εξέλιξη μπορεί να αποδειχθεί τελικά ευλογία για τη Γερμανία. Η ανάδειξη της οικονομίας στο επίκεντρο της διαφωνίας των πρώην κυβερνητικών εταίρων διαμορφώνει και την ατζέντα της προεκλογικής περιόδου, μεταφέροντάς την μακριά από θέματα όπως η μετανάστευση, προνομιακό πεδίο της ακροδεξιάς.
«Σε αυτήν την προεκλογική εκστρατεία τα πολιτικά κόμματα θα αναγκαστούν να παρουσιάσουν τις θέσεις τους σχετικά με πώς πιστεύουν ότι θα ανακάμψει η οικονομία, αλλά και σχετικά με θεμελιώδη ζητήματα, όπως το φρένο χρέους και οι επενδύσεις που χρηματοδοτούνται με δανεισμό», γράφει ο Μπρζέσκι, υποτιμώντας ίσως το πόσο η κακή οικονομία καθιστά τους πολίτες ακόμη πιο ευάλωτους στον λαϊκισμό.
Ο Βόλφγκανγκ Μύνχαου πάντως παραμένει απαισιόδοξος για το μέλλον της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης, η οποία, όπως γράφει στο βιβλίο του, ευνοήθηκε κατά καιρούς από τις συγκυρίες και θριάμβευσε. Κατά τον ίδιο, το σημαντικότερο – δομικό – μειονέκτημα του γερμανικού μοντέλου είναι η εμμονή στην παραγωγή των ίδιων προϊόντων από τις ίδιες μεγάλες εταιρίες και η επιμονή στις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ και την Κίνα.
«Αν η Γερμανία είχε επιλέξει να ανοιχτεί περισσότερο στις νέες τεχνολογίες, να απομακρυνθεί από τις πολλές εξαρτήσεις της από εταιρίες, χώρες και τεχνολογίες, θα βρισκόταν σήμερα σε πολύ διαφορετική θέση: περισσότερο φιλοευρωπαϊκή, πιο ασφαλής, λιγότερο ευάλωτη στα πολιτικά άκρα και πιο ξεκάθαρη σε ό,τι αφορά τη θέση της στον κόσμο», γράφει ο συγγραφέας, επί χρόνια στέλεχος των Financial Times και αναδεικνύει την αλληλεξάρτηση των κυβερνήσεων με τις μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις «σε βαθμό ώστε να συγχέεται το συμφέρον των επιχειρήσεων με το εθνικό», λέει χαρακτηριστικά.
Για τον Μύνχαου, το δυστύχημα είναι ότι ακόμη και τώρα κανείς δεν μιλάει για αλλαγή προσανατολισμού στην παραγωγή, για στροφή στις υπηρεσίες και περιορισμό της μεταποίησης, για διαφοροποίηση αγορών. «Στη Γερμανία δεν αντιλαμβάνονται ότι το πρόβλημα δεν είναι πλέον πώς παράγεται ένα προϊόν, αλλά ποιο προϊόν παράγεται», επισημαίνει ο συγγραφέας, αναφερόμενος π.χ. στο ότι η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία επιμένει στο προϊόν που ξέρει καλύτερα και αντί να εστιάζει στην καινοτομία, ζητά από την ΕΕ να αναβάλει την κατάργηση των κινητήρων εσωτερικής καύσης που έχει οριστεί για το 2035, την ώρα που η Κίνα κυριαρχεί ήδη στην αγορά φθηνού ηλεκτρικού αυτοκινήτου.
Αντίστοιχο έλλειμμα διαπιστώνει ο Βόλφγκανγκ Μύνχαου και στην ψηφιακή μετάβαση και κατηγορεί τους Γερμανούς για «μερκαντιλισμό» και τεχνοφοβία. Ενδεικτικά, η Βρετανία έχει μεγαλύτερο ποσοστό φοιτητών σε τομείς Stem, ενώ στην Τεχνητή Νοημοσύνη οι ΗΠΑ και η Βρετανία έχουν 5,22 νεοφυείς επιχειρήσεις ανά 100.000 κατοίκους και η Γερμανία μόνο 1,9. «Η Γερμανία είναι μια αναλογική χώρα σε έναν ψηφιακό κόσμο», έγραφε πρόσφατα ο Guardian, συνοψίζοντας.
Σε όλα αυτά, πρέπει να προστεθεί και η σταδιακή ακύρωση της Γερμανίας ως χώρας φιλικής για τις επιχειρήσεις – λόγω κυρίως της υψηλής φορολόγησης, της γραφειοκρατίας και του ενεργειακού κόστους. Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Γερμανικών Βιομηχανικών και Εμπορικών Επιμελητηρίων (DIHK), το 43,4% των βιομηχανιών με περισσότερους από 500 εργαζόμενους εξετάζει τη μετεγκατάσταση στο εξωτερικό.
Χρεοκόπησε λοιπόν το γερμανικό μοντέλο της κοινωνικής αγοράς και του «ανώτερου» καπιταλισμού; Ο Μύνχαου εξομολογείται ότι ένας βρετανός δημοσιογράφος τον είχε συμβουλεύσει να μην γράψει βιβλίο για τη γερμανική οικονομική παρακμή, γιατί μπορεί εύκολα να διαψευστεί. «Δεν θα ξέγραφα τόσο εύκολα τους Γερμανούς», του είπε χαρακτηριστικά. Το βέβαιο είναι ότι η Ευρώπη έχει κάθε συμφέρον από μια εύρωστη και ισχυρή Γερμανία. Διότι το γερμανικό πρόβλημα εξελίσσεται πάντα και σε ευρωπαϊκό.