Σε μείζον ζήτημα της προεκλογικής κούρσας στη Γερμανία έχει αναδειχθεί το “φρένο του χρέους” της ομοσπονδιακής δημοκρατίας, καθώς το πολιτικό σύστημα αναζητεί τρόπους να χρηματοδοτήσει μία “τρύπα” 100 δισ. ευρώ ετησίως (σύμφωνα με το Ίδρυμα Μπέρτελσμαν) στον κρατικό προϋπολογισμό προκειμένου να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του.
Υπενθυμίζεται πως η διαφωνία γύρω από την αναστολή ή μη του “φρένου χρέους” διέλυσε τον τρικομματικό συναπισμό, με τον Σοσιαλδημοκράτη Καγκελάριο της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς να τάσσεται υπέρ της αναστολής του εν λόγω κανόνα (ο οποίος απαγορεύει την αύξηση του κρατικού δανεισμού πάνω από ένα πολύ μικρό ποσοστό) και τον Φιλελεύθερο (τέως) Υπουργό Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ να υποστηρίζει τη διατήρηση του.
Γύρω από το ζήτημα του “φρένου χρέους” και καθώς το Βερολίνο δεδομένης και της κρίσης που μαστίζει την γερμανική οικονομία, δυσκολεύεται να διατηρήσει το υφιστάμενο κράτος-πρόνοια αλλά και να επενδύσει σε υποδομές του μην αλλά και να ανταπεξέλθει στις δαπάνες για την άμυνα (λόγω Ουκρανίας) φαίνεται να διαμορφώνονται δύο αντίπαλα πολιτικά μπλοκ.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Από τη μεριά, είναι το μπλοκ των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων που τάσσεται υπέρ της μεταρρύθμισης του “φρένου χρέους” και από την άλλη το μπλοκ των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και των Φιλελευθέρων που τάσσονται κατά της μεταρρύθμισης του.
Ωστόσο, το μπλοκ των αντι – μεταρρυθμιστών, σε ο,τι αφορά το “φρένο χρέους”, ίσως δεν είναι τόσο …αρραγές και αυτό λόγω της διφορούμενης στάσης των Χριστιανοδημοκρατών. Η διφορούμενη στάση αυτή αποκαλύπτεται από δύο γεγονότα:
1. Το πρώτο γεγονός είναι η δήλωση του ηγέτη των Χριστιανοδημοκρατών (oι οποίοι προηγούνται στις δημοσκοπήσεις), Φρίντριχ Μερτς (Merz)την περασμένη εβδομάδα αναφορικά με το “φρένο χρέους” σύμφωνα με την οποία “αυτονόητα μπορεί κανείς να μεταρρυθμίσει”.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
2. Το δεύτερο γεγονός είναι οι κατά τόπους Χριστιανοδημοκράτες πρωθυπουργοί διαφόρων κρατιδίων της ομοσπονδιακής Δημοκρατίας πιέζουν υπέρ μίας “προσαρμογής” του “φρένου χρέους” το οποίο αφορά και αυτά και όχι μόνο την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία. Ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών, Μερτς, φέρεται να συμφωνεί μαζί τους. Υπενθυμίζεται πως τα ομόσπονδα κρατίδια δεν επιτρέπεται πλέον να αναλάβουν χρέος – εκτός αν κηρύξουν κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως συνέβη για παράδειγμα στο Σλέσβιχ-Χόλσταϊν ή στη Σαξονία-Άνχαλτ. Άλλα κρατίδια, όπως η Βαυαρία, θα πρέπει να περικόψουν 3 δισεκατομμύρια ευρώ από τους προϋπολογισμούς τους ύψους 76 δισεκατομμυρίων ευρώ το επόμενο έτος λόγω της μείωσης των φορολογικών εσόδων και άλλων παραγόντων. Η Έσση θα πρέπει να απαρνηθεί 4 δισεκατομμύρια ευρώ από τον προϋπολογισμό της των 40 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Από αυτήν την άποψη, ο γενικός γραμματέας του CDU, Κάρστεν Λίνεμαν (Carsten Linneman), ο οποίος έσπευσε να “γειώσει” τις προσδοκίες που γέννησε στους Σοσιαλδημοκράτες η φιλο – μεταρρυθμιστική (σε σχέση με το “φρένο χρέους”) δήλωση του Μερτς δεν φαίνεται να… έπεισε απόλυτα.
Ο Λίνεμαν δήλωσε πως «το CDU υποστηρίζει το φρένο του χρέους χωρίς αν και αλλά», συμπληρώνοντας πως «ο Φρίντριχ Μερτς δεν έχει πει τίποτα άλλο, ακόμη και αν το SPD προσπαθεί μάταια να διαβάσει κάτι σε αυτό”.
Αφορμή για τη δήλωση Λίνεμαν ήταν η δήλωση του προέδρου του SPD, Λαρς Κλίνγκμπεϊλ (Lars Klingbeil), η οποία όχι μόνο καλοσώρισε την δήλωση Μερτς περί “αυτονόητης” δυνατότητας μεταρρύθμισης του “φρένου χρέους”, αλλά έκανε ένα βήμα παραπέρα, προτείνοντας κάτι ομολογουμένως τολμηρό: Να ψηφίσει η παρούσα ομοσπονδιακή Βουλή (Bundestag), δηλαδή πριν διαλυθεί -πιθανότατα στις 16 Δεκεμβρίου αν δεν λάβει ψήφο εμπιστοσύνης η κυβέρνηση Σολτς – τη μεταρρύθμιση του “φρένου χρέους”.
Και γιατί αυτό; Γιατί εφόσον συμφωνούσε το CDU σε κάτι τέτοιο, μαζί με το SPD και τους Πράσινους, θα διαμορφωνόταν η απαιτούμενη πλειοψηφία των 2/3 που απαιτείται για την αλλαγή της συγκεκριμένης Συνταγματικής διάταξης.
Μετά τις αναμενόμενες πρόωρες εκλογές τις 23ης Φεβρουαρίου 2025 και καθώς αναμένεται η αύξηση των εδρών του ακροδεξιού AfD και του δεξιόστροφου -και όχι “αριστερού” ή ακόμα και … “ακροαριστερού” (;!), όπως κάνουν λόγο κάποιες ανυπόστατες “αναλύσεις”- σχηματισμού της Συμμαχίας Σάρα Βάγκενκνεχτ και έτσι κάθε άλλο παρά δεδομένη θα πρέπει να θεωρείται κάποια πλειοψηφία των 2/3.
Μένει να δει κανείς τελικά, αν μπορεί να λάβει σάρκα και οστά η πρόταση του SPD για …προεκλογική μεταρρύθμιση του Συντάγματος στο σκέλος του “φρένου χρέους”.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ληφθεί υπόψην πως το SPD δεν είναι μόνο του σε ο,τι αφορά τη μεταρρύθμιση του “φρένου χρέους”. Από την Bundesbank και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) μέχρι το Γερμανικό Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, πολλοί εμπειρογνώμονες έχουν ζητήσει μεταρρυθμίσεις. Και παρ’ όλες τις διαφορές τους στις λεπτομέρειες, όλοι έχουν έναν στόχο: περισσότερες επενδύσεις.
Απαιτούνται 100 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως
Μια νέα μελέτη του Ιδρύματος Bertelsmann, η οποία βρίσκεται αποκλειστικά στη διάθεση της Handelsblatt, δείχνει επίσης ότι αυτό είναι επειγόντως αναγκαίο.
Σε 60 σελίδες, οι εμπειρογνώμονες καταλήγουν στο εξής συμπέρασμα: «Η δημόσια ανάγκη για πρόσθετες και συμπληρωματικές επενδύσεις και αντίστοιχα κίνητρα είναι πιθανό να ξεπεράσει συνολικά τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως»:
- Περίπου 40 έως 50 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως απαιτούνται έως το 2030 για τη φιλική προς το κλίμα αναδιάρθρωση της οικονομίας.
- 30 δισεκατομμύρια ευρώ για τον αμυντικό προϋπολογισμό.
- Οι δαπάνες για την εκπαίδευση και την έρευνα θα πρέπει να αυξηθούν κατά 25 έως 30 δισεκατομμύρια ευρώ.
- Θα χρειαστούν επίσης περαιτέρω δαπάνες, για παράδειγμα για την ψηφιοποίηση.
«Αν και πολλές φορολογικές μεταρρυθμίσεις φαίνονται εξίσου αναγκαίες με τον μελλοντικό περιορισμό των κοινωνικών δαπανών, ιδίως για τις συντάξεις, οι πρόσθετες ανάγκες για δημόσιες δαπάνες της τάξης των 100 δισεκατομμυρίων ετησίως μπορούν ρεαλιστικά να καλυφθούν μόνο με την ανάληψη περισσότερου χρέους για να κατανεμηθεί το κόστος των επενδύσεων σε πολλές γενιές», αναφέρει η ίδια μελέτη.
Ο Μάρκους Βόρτμαν (Marcus Wortmann), ένας από τους συγγραφείς της μελέτης, επισημαίνει το χαμηλό επίπεδο χρέους της Γερμανίας σε διεθνή σύγκριση, λέγοντας πως «η Γερμανία βρίσκεται σε καλή θέση εκκίνησης για μια μέτρια διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των επενδυτικών πιστώσεων μέσω μιας μεταρρύθμισης του φρένου χρέους ή ειδικών ειδικών ταμείων», λέει.
Το ερώτημα που απασχολεί τον Μερτς και τους υπερασπιστές του “φρένου χρέους” είναι το εξής: “Θα οδηγούσε πράγματι μια χαλάρωση σε περισσότερες επενδύσεις;”.
Ο ηγέτης του CDU το ανέφερε αυτό και στη συνέντευξή του στη «Süddeutsche Zeitung» κατά τη διάρκεια της οικονομικής συνόδου κορυφής – που προκαλεί τώρα τόσο μεγάλη αναστάτωση.
Η οικονομική αντίληψη του Merz
Ο Μερτς έχει επισημάνει πως «χρειαζόμαστε άλλες μορφές χρηματοδότησης των δημόσιων υποδομών».
Δεδομένων των υψηλών επενδυτικών απαιτήσεων, οι δημόσιοι πόροι δεν αρκούν. «Χρειάζονται επίσης τέλη χρήσης (σ.σ. πχ συμφωνίες μίσθωσης, εμπράγματα δικαιώματα χρήσης κλπ). Η δανειακή σύμβαση θεωρείται επίσης μεταβίβαση χρήσης γιατί ο δανειστής αφήνει το κεφάλαιο στον δανειολήπτη και ιδιωτικά κεφάλαια» και «υπάρχουν αρκετοί επενδυτές που είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν σε υποδομές στη Γερμανία», σημείωσε ο ίδιος.
Τον Σεπτέμβριο του 2024, ο Merz είχε αναφέρει σε συνεδρίαση της Bundestag πως «αν δεν το επιτρέψετε αυτό (σ.σ. αν δεν βρεθούν πόροι από επενδυτές), αν το απαγορεύσετε, τότε αναπόφευκτα θα καταλήξετε να συζητάτε για το φρένο του χρέους».
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν 2,8 τρισεκατομμύρια ευρώ σε γερμανικούς τραπεζικούς λογαριασμούς.
Οι δηλώσεις του Merz θυμίζουν μια πρωτοβουλία από την εποχή του μεγάλου συνασπισμού. Πριν από δέκα χρόνια, ο τότε υπουργός Οικονομικών και μέντορας του Merz, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε (CDU), πρότεινε την κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων για την ανακαίνιση των γεφυρών και ορισμένων οδικών και σιδηροδρομικών αξόνων, οι οποίοι ήταν ήδη τότε ετοιμόρροποι. Και αυτός, επίσης, έβαλε “στο μάτι” τα χρήματα των θεσμικών επενδυτών, όπως οι ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία, καθώς και τα ιδιωτικά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των Γερμανών.
Σε περίπτωση που η CDU- CSU και το SPD σχηματίσουν νέο συνασπισμό, τέτοιες ιδέες θα μπορούσαν επίσης να διαδραματίσουν και πάλι ρόλο – συμπληρωμένο από μια μικρή μεταρρύθμιση του φρένου χρέους, επισημαίνει η Handelsblatt.