Μπορεί να έχει κάποιος εντυπωσιαστεί από τον όγκο του πακέτου που έχει ανακοινώσει η πρόεδρος της Κομισιόν, Φον Ντερ Λάιεν, για την άμυνα (800 δισ. ευρώ) και ενέκρινε (γενικά και αόριστα) προχθες (6.3.25) η έκτακτη σύνοδος κορυφής της ΕΕ, αλλά μάλλον πρέπει να χαμηλώσει τον πήχη των προσδοκιών του.
Και αυτό γιατί το πακέτο της Φον Ντερ Λάιεν, ακόμα και αν υποθέσει κανείς πως θα «έτρεχε» γρήγορα χωρίς τις γνωστές γραφειοκρατικές αγκυλώσεις που διαπερνούν τις Ευρωπαϊκές διαδικασίες αποφάσεων, κάθε άλλο παρά δεδομένο είναι πως μπορεί να αντιμετωπίσει δύο μεγάλα εμπόδια.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το πρώτο εμπόδιο είναι η έλλειψη της αναγκαίας πολιτικής ενότητας στο εσωτερικό της ΕΕ έτσι ώστε να προχωρήσει από κοινού η ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας.
Το δεύτερο είναι πως η υλοποίηση της ενίσχυσης της άμυνας σε ευρωπαϊκό ή ακόμα και σε εθνικό επίπεδο θα απαιτήσει πολλά χρόνια.
1. Άλλη χώρα έχει την εξοπλιστική υποδομή και άλλη χώρα έχει το χρήμα
Σε σχέση με το πρώτο εμπόδιο, βασικό σημείο που εμποδίζει τη διασφάλιση της αναγκαίας πολιτικής ενότητας σε επίπεδο ΕΕ είναι η διαφωνία μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Υπερέχοντας στρατιωτικά η Γαλλία -απέναντι στη Γερμανία- είναι περισσότερο «τεχνικά» έτοιμη να αναλάβει έργα αύξησης του εξοπλισμού της.
Το πρόβλημα, όμως, της Γαλλίας είναι πως λόγω της κακής δημοσιονομικής κατάστασης της, δεν έχει τους αναγκαίους χρηματοδοτικούς πόρους για να κάνει, επαρκώς, κάτι τέτοιο. Πως μπορεί να τους βρει εύκολα; Μέσω της έκδοσης (από μια μεριάς του ειδικού ταμείου που προβλέπει το πακέτο της Φον Ντερ Λάιεν) ενός ευρωπαϊκού ομολόγου για την άμυνα. Ποιος, όμως, πραγματικά θα εγγυηθεί για την έκδοση του ευρωπαϊκού ομολόγου; Η Γερμανία.
Ωστόσο, η Γερμανία, δια στόματος του απερχόμενου καγκελάριου, Όλαφ Σολτς, για άλλη μια φορά χθες (6.3.25) είπε «όχι» σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Και αυτό γιατί απλά η Γερμανία δεν θέλει να βάλει τις οικονομικές πλάτες (πολλώ δε μάλλον που αυτές είναι πληγομένες από την ενεργειακή κρίση κλπ) για να αυξήσει την παραγωγή οπλικών συστημάτων made in France. Εξάλλου, ο ίδιος ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, ενώ τάσσεται υπέρ του κοινού ευρω-ομολόγου, δεν κάνει πίσω από τις εκκωφαντικά εθνικές πρωτοβουλίες του.
Για παράδειγμα, προ ημερών, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν τόνισε ότι το πυρηνικό οπλοστάσιο της χώρας του θα παραμείνει «γαλλικό από την αρχή μέχρι το τέλος», δηλώνοντας ανοιχτός σε μια «στρατηγική συζήτηση» για την επέκταση της προστατευτικής ομπρέλας της Γαλλίας για τους συμμάχους.
Από την άλλη μεριά, η Γερμανία, δεν διαθέτει πυρηνικά, ούτε ένα οπλοστάσιο, ανάλογο με εκείνο της Γαλλίας.
Σκοπεύει, όμως, περισσότερα χρήματα σε σχέση με τη Γαλλία, για να μην πούμε σε σχέση με όλη την Ευρώπη μαζί.
Τα νούμερα μιλάνε από μόνα τους: Το ευρωπαϊκό πακέτο της Φον ντερ Λάιεν για την άμυνα ανέρχεται σε 800 δισ. ευρώ. Το γερμανικό πακέτο ανέρχεται σε 900 δισ. ευρώ. Δηλαδή το γερμανικό πακέτο είναι μεγαλύτερο από ο,τι είναι το ευρωπαϊκό!
Θα πει κανείς, δεν προβλέπεται να πάει όλο το πακέτο των 900 δισ. ευρώ πάνε στην γερμανική άμυνα. Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Ναι, μεν τα 400 δισ. ευρώ προβλέπονται για την άμυνα και τα 500 δισ. ευρώ για τις υποδομές, αλλά κύκλοι της εν αναμονή γερμανικής κυβέρνησης παλεύουν να ενταχθούν και οι δαπάνες για τις υποδομές στη ρήτρα διαφυγής από τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, καθώς η βελτίωση των υποδομών αποτελεί μείζον ζήτημα άμυνας για τη Γερμανία.
Αν και δεν είναι ευρέως γνωστό ισχύει το εξής: Οι υποδομές της Γερμανίας, δεν είναι μόνο απαρχαιωμένες, αλλά διαμορφωμένες, μεταπολεμικά, μόνο για ειρηνική «χρήση», δηλαδή δεν είναι κατάλληλες για να περάσουν τανκς και άλλα βαριά πολεμικά οχήματα, σύμφωνα με το γερμανικό τύπο.
Από το αν και σε ποιο βαθμό θα γίνει αποδεκτό αυτό από πλευράς Κομισιόν το γερμανικό αίτημα περί ένταξης – έστω μέρους – των δαπανών για τις υποδομές από τη ρήτρα διαφυγής, εξαρτάται και το αν και σε ποιο βαθμό θα μπει μαχαίρι και στις κοινωνικές δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού προκειμένου να υπάρξει, όσο το δυνατόν, λιγότερο δανεισμός από τις αγορές.
Εξάλλου, κάτι τέτοιο, δηλαδή την αποφυγή υψηλού δανεισμού από πλευράς Γερμανίας «υπαγορεύουν» και οι αγορές, οι οποίες καθημερινώς ανεβάζουν τις αποδόσεις των γερμανικών κρατικών ομολόγων.
Αλλά, υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα σε σχέση με τη σχεδιαζόμενη αύξηση των αμυντικών δαπανών: Η στάση του γερμανικού πληθυσμού.
Δημοσκόπηση, προ λίγων ημερών, έδειξε πως σχεδόν οι μισοί Γερμανοί τάσσονται ανοιχτά κατά του πολέμου στην Ουκρανία κλπ.
2. Άλλο πράγμα είναι να εξαγγέλει κάποιος αύξηση αμυντικών δαπανών και άλλο πράγμα η υλοποίηση της
Ακόμα, όμως, και αν η μελλοντική κυβέρνηση στη Γερμανία ξεπερνούσε τα παραπάνω εμπόδια, θα μπορούσε να απανεξοπλίσει, όσο γρήγορα χρειάζεται, τη χώρα; Η απάντηση που δίνουν όλοι οι αναλυτές είναι μία: Ξεκάθαρα, όχι!
Ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας, λένε όλοι οι αναλυτές, είναι ζήτημα «μεσοπρόθεσμο» (δηλαδή 2- 3 ετών) και όχι «βραχυπρόθεσμο» (δηλαδή ζήτημα 1 έτους).
Το ίδιο ισχύει και για την πιθανή ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας μέσω της αύξησης των πολεμικών δαπανών: Μόνο μεσοπρόθεσμα προβλέπεται ανάκαμψη και όχι βραχυπρόθεσμα. Είναι για αυτό το λόγο που στο γερμανικό οικονομικό τύπο εκφράζονται επιφυλάξεις με όλη αυτήν την πολεμο – μανία που έχει πιάσει τα δύο κόμματα που θα σχηματίσουν κυβέρνηση σε λίγο καιρό.
Και οι επιφυλάξεις αυτές θα μπορούσαν να συνοψισθούν στο εξής ερώτημα: Εν τέλει, αξίζει η Γερμανία να αυξήσει το δημόσιο χρέος της και να διαταράξει την κοινωνική ειρήνη της για να μπει σε ένα εξ αρχής άνισο «πόλεμο» εξοπλισμών έχοντας απέναντι της στρατιωτικούς γίγαντες (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα), ο οποίος μπορεί να οδηγήσει σε ένα εντελώς αβέβαιο αιματηρό πόλεμο; Η απάντηση, προσεχώς…