Τα νέα «επεισόδια» στον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, όπως διαμορφώνονται μετά τις αμερικανικές εκλογές, επαναφέρουν το φάσμα της ενεργειακής κρίσης πάνω από την Ευρώπη, πυροδοτώντας εκ νέου άνοδο των τιμών, ενώ κρίσιμα ορόσημα ενόψει θέτουν τις προϋποθέσεις για όξυνση της κατάστασης.
Οι εξελίξεις σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο σε ό,τι αφορά την Ουκρανία αντανακλώνται άμεσα σε οικονομικό και ενεργειακό πεδίο. Τα τελευταία 24ωρα, στη σκιά της νίκης Τραμπ στις ΗΠΑ, παρατηρείται μία επιτάχυνση των εξελίξεων. Από την μία, η Ρωσία συνεχίζει την επίθεση της στο ουκρανικό έδαφος επιστρατεύοντας μάλιστα και τη σύμμαχο Βόρεια Κορέα, η οποία ενδέχεται να αναπτύξει έως και 100.000 στρατιώτες για να ενισχύσει τον Βαλντιμίρ Πούτιν, σύμφωνα με πηγές του Bloomberg.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στον αντίποδα, διεθνή δημοσιεύματα αναφέρουν πως την παραμονή της συνδιάσκεψης των G20, που θα είναι και η τελευταία επί της θητείας του προέδρου Τζο Μπάιντεν, οι ΗΠΑ αποφάσισαν να εγκρίνουν ουκρανικά πυραυλικά πλήγματα μεγάλου βεληνεκούς στο ρωσικό έδαφος. Η ιδέα πίσω από αυτή την αλλαγή είναι ότι θα βοηθήσει στην ενίσχυση της θέσης του Ζελένσκι πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του Τραμπ, ώστε να μπορέσει να προσεγγίσει ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις με ενισχυμένα χέρια.
Και αυτό διότι μετά από την νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, οι σύμμαχοι της Ουκρανίας πιέζουν τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι να εξετάσει νέους τρόπους για να προσελκύσει τον Βλαντιμίρ Πούτιν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, καθώς επιδιώκουν τον τερματισμό των συγκρούσεων.
Ο Ντόναλντ Τραμπ θα επιστρέψει στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο υποσχόμενος ένα γρήγορο τέλος του πολέμου. Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς προέτρεψε τον Πούτιν να συμμετάσχει σε ειρηνευτικές συνομιλίες κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής κλήσης την Παρασκευή (15.11.2024).
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε την Κυριακή ότι θα μιλήσει με τον Ρώσο ηγέτη όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, ενώ δύο Ευρωπαίοι αξιωματούχοι που μίλησαν στο Bloomberg δήλωσαν ότι αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ότι ο Ζελένσκι θα πρέπει να συμβιβαστεί με τον Πούτιν επειδή έχει γίνει σαφές ότι καμία πλευρά δεν μπορεί να εξασφαλίσει μια αποφασιστική νίκη.
Από την πλευρά του ο Ζελένσκι δήλωσε το Σάββατο στο δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο της χώρας του ότι θέλει να τερματιστεί ο πόλεμος το επόμενο έτος, και γι’ αυτό παρακάλεσε τους συμμάχους του να του στείλουν πιο ισχυρά όπλα ώστε η Ουκρανία να μπορεί να αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά τις ρωσικές επιθέσεις και να αυξήσει την πίεση στον Πούτιν να επιδιώξει διαπραγματεύσεις.
Ο Πούτιν, ωστόσο, έχει δείξει μικρή διάθεση να εξετάσει το ενδεχόμενο εκεχειρίας, παρά τις στρατιωτικές απώλειες. Ο Ρώσος ηγέτης δήλωσε στον Σολτς την περασμένη εβδομάδα ότι ήταν πάντα ανοιχτός σε συνομιλίες, αλλά ότι οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να λάβει υπόψη τις ανησυχίες της Ρωσίας για την ασφάλεια και τις εδαφικές της κατακτήσεις. Το Κρεμλίνο είναι πιθανό να ερμηνεύσει την αυξανόμενη πίεση στον Ζελένσκι ως απόδειξη ότι η στρατηγική του αποδίδει.
Σε νέα φάση η ενεργειακή κρίση
Στον απόηχο όλων αυτών των εξελίξεων, η Ρωσία «σκληραίνει» την στάση της και στον ενεργειακό τομέα, καθώς επικαλούμενη διαφορές στην τιμολόγηση διέκοψε τις ροές φυσικού αερίου προς την Αυστρία. Μετά τις προειδοποιήσεις του αυστριακού ενεργειακού ομίλου OMV για τις διακοπές στο εμπόριο, οι ευρωπαϊκές τιμές του φυσικού αερίου εκτοξεύτηκαν στο υψηλότερο επίπεδο από τον περασμένο Νοέμβρι, φτάνοντας τα 47 ευρώ ανά μεγκαβατώρα. Αν και η τιμή αυτή παραμένει σημαντικά χαμηλότερη από το μέγιστο των 346 ευρώ τον Αύγουστο του 2022, οι ανησυχίες σχετικά με τη σταθερότητα του εφοδιασμού εξακολουθούν να υφίστανται.
Η OMV ανακοίνωσε από την προηγούμενη εβδομάδα ότι η ρωσική κρατική εταιρεία Gazprom ενδέχεται να διακόψει τις προμήθειες λόγω μιας δικαστικής απόφασης καθώς διαιτητικό δικαστήριο επιδίκασε στην OMV αποζημίωση ύψους 230 εκατ. ευρώ για την αποτυχία της Gazprom να παραδώσει φυσικό αέριο στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 2022. Η OMV σκοπεύει να αφαιρέσει το ποσό αυτό από τις επερχόμενες πληρωμές της, προκαλώντας φόβους ότι η Gazprom ενδέχεται να διακόψει εντελώς και επ’ αόριστον τις παραδόσεις.
Το ρωσικό φυσικό αέριο εξακολουθεί να πωλείται σε σημαντικές ποσότητες στη Σλοβακία και την Ουγγαρία, καθώς και στην Τσεχική Δημοκρατία, η οποία δεν έχει απευθείας σύμβαση. Μικρότερες ποσότητες πηγαίνουν στην Ιταλία και τη Σερβία.
Η Αυστρία λάμβανε 17 εκατ. κυβικά μέτρα ημερησίως πριν από τη διακοπή, και οι ποσότητες αυτές βρίσκουν τώρα νέους αγοραστές στην Ευρώπη.
Η σλοβακική κρατική εταιρεία SPP δήλωσε ότι εξακολουθεί να λαμβάνει φυσικό αέριο από τη Ρωσία και ανέφερε ότι άλλοι αγοράζουν περισσότερο, επειδή εξακολουθεί να υπάρχει «μεγάλο ενδιαφέρον» για το ρωσικό φυσικό αέριο στην Ευρώπη.
Μια πηγή του Reuters δήλωσε ότι το φυσικό αέριο εξακολουθεί να είναι φθηνότερο από τη Ρωσία από ό,τι από πολλές άλλες πηγές, οπότε οι αυστριακές ποσότητες μεταπωλήθηκαν γρήγορα.
Ωστόσο, η ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου εξακολουθεί να είναι ευαίσθητη στις γεωπολιτικές εξελίξεις και στα ζητήματα εφοδιασμού, ενώ και οι ψυχρότερες θερμοκρασίες στην Ευρώπη έχουν επίσης αυξήσει τη ζήτηση θέρμανσης, οδηγώντας σε μείωση των αποθεμάτων φυσικού αερίου της ΕΕ νωρίτερα από πέρυσι.
Επιπλέον, οι εναπομείνασες ροές της Gazprom προς την Ευρώπη δεν αναμένεται να συνεχιστούν για πολύ ακόμη, με τον αγωγό μέσω Ουκρανίας να κλείνει στο τέλος του τρέχοντος έτους, καθώς το Κίεβο δεν θέλει να παρατείνει τη συμφωνία.
Ο αγωγός Γιαμάλ – Ευρώπη μέσω Λευκορωσίας έχει ήδη κλείσει μετά από διαμάχες, ενώ η Ρωσία κατηγορεί τις ΗΠΑ και τη Βρετανία για τις εκρήξεις κάτω από τη Βαλτική Θάλασσα που έκλεισαν τον αγωγό Nord Stream.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το φυσικό αέριο την Παρασκευή άγγιξε ρεκόρ που θυμίζει τις ημέρες της ενεργειακής κρίσης.
Στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την πτώση της παραγωγής ενέργειας από αιολικά και φωτοβολταϊκά στην χώρα μας, και η άνοδος της τιμής του φυσικού αερίου, οι τιμές χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος την περασμένη εβδομάδα εκτοξεύτηκαν κοντά στα 200 ευρώ/MWh. Στο μεταξύ, η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί πως εάν χρειαστεί θα παρέμβει με νέες επιδοτήσεις στους λογαριασμούς του ρεύματος, δηλαδή σε περίπτωση που ξεπεράσουν τα επίπεδα των 15 λεπτών ανά κιλοβατώρα.