Το ζήτημα της διευθέτησης ή ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους έχει προκαλέσει μεγάλο αριθμό συζητήσεων με σκοπό την πιο δυναμική αντιμετώπιση του. Σε διαβουλεύσεις μεταξύ των ευρωπαίων πολιτικών η ελάφρυνση του χρέους φαίνεται να αποτελεί το απόλυτο ταμπού. Στην πραγματικότητα όμως η διαγραφή του από τους πιστωτές της δεν αποτελεί πρωτοφανές γεγονός και έχει συμβεί επανειλημμένα.
Η μονομερής διαγραφή χρέους, είναι πράξη εθνικής κυριαρχίας ενός κράτους, το οποίο μπορεί να χαράξει τη οικονομική του πολιτική, σε συνδυασμό με την αναδιάρθρωση του χρέους του. Είναι πράξη η οποία προβλέπεται από το διεθνές δίκαιο και καλύπτεται από αποφάσεις του ΟΗΕ. Συγκεκριμένα το πιο πρόσφατο ψήφισμα του ΟΗΕ το 2015 προβλέπει συνεργασία πιστωτών και οφειλετών προκειμένου να φθάσουν σε μία αμοιβαία συμφωνία για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους.
Μελετώντας περιπτώσεις χωρών, όπως δείχνει και η μελέτη των Das, Papaioannou and Trebesch, (2012), τα τελευταία 60 χρόνια έχουν καταγραφεί περισσότερες από 600 αναδιαρθρώσεις δημοσίου χρέους από 95 χώρες. Από αυτές, οι 186 περιπτώσεις ήταν ανταλλαγή χρέους με ιδιώτες πιστωτές (τράπεζες, ομολογιούχοι) και οι 447 αφορούσαν συμφωνίες διαφόρων μορφών αναδιάρθρωσης χρέους με το λεγόμενο Κλαμπ του Παρισιού. Το κλαμπ αυτό είναι ένα άτυπο όργανο από 19 ισχυρές χώρες, προσφέροντας οικονομικές υπηρεσίες σε υπερχρεωμένες χώρες.
Από τις παραπάνω 186 περιπτώσεις, ενδεικτικά αναφέρεται ότι 18 αφορούσαν αναδιαρθρώσεις κρατικών ομολόγων, ενώ 168 τραπεζικών δανείων. Στο πλαίσιο μιας εναλλακτικής παρουσίασης, από το ίδιο σύνολο των 186 περιπτώσεων, οι 57 περιλάμβαναν μείωση ονομαστικής αξίας (κούρεμα του χρέους δηλ. μια μείωση-διαγραφή στην παρούσα αξία των απαιτήσεων των πιστωτών), ενώ 129 μόνο μια επιμήκυνση των προθεσμιών λήξης. Τέλος, από το ίδιο σύνολο πάλι, 109 περιπτώσεις συνέβησαν μετά από χρεοκοπία-αθέτηση πληρωμής του χρέους ενώ 77 ήταν με πρωτοβουλία των κρατών να αναδιαρθρώσουν από μόνα τους τα χρέη.
Ανά χρονικά διαστήματα, οι οφειλέτριες χώρες έχουν πειραματιστεί με διάφορα μέτρα επίλυσης των κρίσεων. Σε μελέτη τους, οι Reinhart, Reinhart and Rogoff (2015) αναφέρουν ότι υπήρχαν χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ολλανδία, οι οποίες προσπάθησαν να ελέγξουν τις οφειλές τους και να μειώσουν το χρέος τους μέσα από οικονομικά και δημοσιονομικά μέτρα με στόχο όμως την οικονομική τους ανάπτυξη. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει και μια άλλη προσέγγιση μείωσης του χρέους κατά την οποία έχει αποδειχθεί ότι τα πολύ υψηλά δημόσια χρέη δεν αποπληρώνονται πλήρως και υφίστανται πάντα κάποιας μορφής αναδιάρθρωση.
Τα βασικοί τρόποι της αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους είναι:
Μείωση του χρέους με απομείωση της ονομαστικής αξίας των τίτλων των ήδη υφιστάμενων χρεών (το γνωστό «κούρεμα»).
Μείωση κόστους εξυπηρέτησης του χρέους με μείωση επιτοκίων δανεισμού
Αναπροσδιορισμός χρέους και μείωση κινδύνου αναχρηματοδότησης με επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του παλαιού χρέους (ανταλλαγή τίτλων χρέους) , η οποία συνήθως συνοδεύεται και με μια μείωση επιτοκίων δανεισμού.
Οι ρυθμίσεις αυτές ουσιαστικά διευκολύνουν τις υπερχρεωμένες χώρες να ανακτήσουν τους ρυθμούς ανάπτυξής τους ώστε να μπορέσουν αργότερα να αποπληρώσουν μέρος του ποσού που έχουν δανειστεί. Οι περισσότερες αναπτυγμένες χώρες έχουν λάβει κάποιας μορφής αναδιάρθρωση του χρέους τους ιστορικά.
Η έρευνα των Reinhart και Trebesch (2015), που αφορούσε 45 χώρες για το διάστημα 1920-1939 και 1978-2010, διαπιστώνει το ακόλουθο. Η οικονομική κατάσταση των χρεωμένων χωρών βελτιώνεται σημαντικά μετά από την ελάφρυνση χρέους, εφόσον όμως η ελάφρυνση περιλαμβάνει και διαγραφή χρέους. Το 1920 υπήρξαν περισσότερες από δώδεκα συμφωνίες αναδιάρθρωσης χρέους, ενώ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, υπήρχαν σχεδόν 100 αναδιαρθρώσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες. Ουσιαστικά όμως, η έξοδος τους από την κρίση ήρθε μόνο μετά από μια βαθιά διαγραφή της ονομαστικής αξίας του χρέους τους.
Από το 1932 έως το 1939, ο μέσος όρος μείωσης του χρέους, το οποίο ήταν κυρίως μεταπολεμικό, ανήλθε σε 19% του ΑΕΠ για τις προηγμένες οικονομίες. Με ορόσημο το έτος 1934 (Βλ. Πίνακα) , αρκετές ευρωπαϊκές χώρες δέχθηκαν μειώσεις χρέους με απομείωση της ονομαστικής αξίας των ήδη υφιστάμενων χρεών. Για τη Γαλλία το ποσοστό έφτασε το 52,2% του ΑΕΠ ενώ για την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο στο 36,4% και 24,5% αντίστοιχα. Όπως αναφέρουν Reinhart και Trebesch, (2015), η Φιλανδία είναι η μόνη χώρα που αποπλήρωσε σχεδόν όλο το χρέος της.
Η διαγραφή – μείωση λοιπόν χρέους δεν είναι λοιπόν σπάνιο φαινόμενο και έχει σημειωθεί σε αρκετές χώρες τόσο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Χαρακτηριστό παράδειγμα διαγραφής αποτελεί η διαγραφή χρέους της Γερμανίας το 1953 με τη Συμφωνία του Λονδίνου. Με τη υπογραφή αυτής της συμφωνίας, οι ΗΠΑ αποδέχτηκαν τη διαγραφή – απομείωση της ονομαστικής αξίας του γερμανικού δημόσιου χρέους κατά 63% (πίνακας Ι) , ενώ η αποπληρωμή του εναπομείναντος χρέους συνδέθηκε με την ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας και το εξωτερικό της εμπόριο. Η διευθέτηση του υπόλοιπου χρέους έγινε με ευνοϊκούς όρους της ίδιας συμφωνίας, όπως 3% των εσόδων της από τις εξαγωγές θα πάνε για την εξυπηρέτηση του εναπομείναντος χρέους.
Η διαγραφή χρέους συναντάται επίσης στην ιστορία, παλαιότερη και πρόσφατη, της αμερικανικής ηπείρου όπως αναφέρουν οι Reinhard and Rogoff, (2009). Το Μεξικό, η Κόστα Ρίκα, το Περού, η Ουρουγουάη, η Βραζιλία, η Αργεντινή, η Βενεζουέλα αλλά και οι ίδιες οι ΗΠΑ έχουν κατά καιρούς διαγράψει μονομερώς χρέη. Επομένως, αν σε αυτή την εμπειρία προσθέσει κανείς την εμπειρία άλλων κρατών του πλανήτη και μάλιστα των ευρωπαϊκών, τότε γίνεται ολοφάνερο ότι η διαγραφή του χρέους δεν είναι κάτι το ακατόρθωτο. Αυτό φαίνεται στον πίνακα Ι ο οποίος δείχνει την οποιαδήποτε μορφή αναδιάρθρωσης του χρέους (διαγραφή κ.λπ) σε 30 χώρες στην παγκόσμια ιστορία του τελευταίου αιώνα.
Πιο πρόσφατες χαρακτηριστικές περιπτώσεις οι οποίες διέγραψαν μέρος του χρέους, είναι η Ρωσία και Ισημερινός.
Το 1998 η Ρωσία είδε τις εξαγωγές της να πλήττονται σημαντικά από τη μείωση των τιμών του πετρελαίου. Αντιμέτωπή λοιπόν με την κρίση που βίωνε η οικονομία της και με το υψηλό κόστος εξυπηρέτησης του εγχώριου χρέους, η ρωσική κυβέρνηση έλαβε δάνειο έκτακτης ανάγκης από το ΔΝΤ, το καλοκαίρι του 1998, το οποίο δεν κατάφερε να τονώσει την εμπιστοσύνη των πιστωτών της και να σταματήσει την κατάρρευση. Τελικά επήλθε χρεοκοπία και δάνεια, συνολικού ύψους 72 δισ. δολ., αναδιαρθρώθηκαν την περίοδο Αυγούστου 1999 – Φεβρουαρίου 2000, με κούρεμα της τάξης του 75%-80%.
Το παράδειγμα του Ισημερινού είναι ένα ανορθόδοξο παράδειγμα. Το 1999, όταν η χώρα επισήμως κήρυξε στάση πληρωμών σε μεγάλο μέρος των τόκων επί ομολόγων, οι ΗΠΑ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στήριξαν τις προσπάθειες της λατινοαμερικανικής χώρας να αναδιαρθρώσει το εξωτερικό χρέος του, ύψους 13 δισ. δολ. Η κυβέρνηση, εξάλλου, κήρυξε χρεοστάσιο αλλάζοντας από την άλλη μονομερώς τα επιτόκια. Το ποσοστό του «κουρέματος» ήταν της τάξεως του 30%-60%.
Τον Νοεμβρίου του 2008 όμως η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι δεν θα αποπλήρωνε τα ομόλογα που λήγουν το 2012 και το 2030 αντίστοιχα, καθώς ο λογιστικός έλεγχος που διενεργήθηκε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω χρέη ήταν «παράνομα και στερούνταν νομιμοποίησης». Το Μάιο του 2009 ανακοινώθηκε νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης που περιελάβανε «κούρεμα» 65% επί της ονομαστικής αξίας των ομολόγων. Εν συνεχεία, ο Ισημερινός επαναγόρασε το 91% των μη «κουρεμένων» τίτλων.
*** Άρθρο Των Δημήτρη Μάρδα, Καθηγητή Πανεπιστημίου και Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Β Θεσσαλονίκης
και Σοφίας Κιβρακίδου, Οικονομολόγου
Βιβλιογραφία
Reinhart, C.M., Reinhart V., and K. Rogoff, (2015) “Dealing with Debt ,Research working paper, Harvard Kennedy School ,
Das U., Papaioannou M., and Ch. Trebesch, (2012) “Sovereign Debt Restructuring 1950-2010”, ΙΜF working paper.
Reinhard C.M., and Rogoff K., (2009), “This time is different: Eight Centuries Financial Folly”, Princeton University Press.
Reinhart C.M, και Trebesch, Ch., (2015), “Sovereign Debt Relief and its Aftermath”, Research working paper, Harvard Kennedy School.