Την μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρικού αποφάσισε σήμερα(14.12.2023) η ΕΕ, στοχεύοντας στην σταθεροποίηση των λογαριασμών των καταναλωτών αλλά και στην ενίσχυση των επενδύσεων στις πηγές ενέργειας που δεν παράγουν αέρια του θερμοκηπίου, τις ανανεώσιμες όπως και τις πυρηνικές. Η συμφωνία της ΕΕ επιταχύνει τη διατήρηση της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητάς της.
Η συμφωνία, ανάμεσα σε κράτη μέλη και ευρωβουλευτές έπειτα από μια νύκτα συνομιλιών της τελευταίας στιγμής, «θα μας βοηθήσει να μειώσουμε ακόμα περισσότερο την εξάρτησή μας από το ρωσικό αέριο», να «σταθεροποιήσουμε μακροπρόθεσμα τις αγορές» και θα επιτρέψει «να προσφέρουμε πιο φθηνό ηλεκτρικό ρεύμα», συνόψισε η ισπανίδα υπουργός Ενέργειας Τερέσα Ριμπέρα, η χώρα της οποίας προεδρεύει της ΕΕ κατά το τρέχον εξάμηνο.
Μετά τη μεγάλη άνοδο των τιμών του ηλεκτρικού πέρυσι, η μεταρρύθμιση αυτή έχει κυρίως στόχο να μειωθούν οι λογαριασμοί για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις χάρη σε μακροπρόθεσμα συμβόλαια -με τιμή αποφασισμένη εκ των προτέρων- που θα επιτρέψουν, λόγω της διάρκειάς τους, να αμβλυνθεί ο αντίκτυπος από την αστάθεια των τιμών του αερίου.
Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη θα μπορούν να επιλέγουν να ευνοούν «αποκλειστικά» τα συμβόλαια για ηλεκτρικό που προέρχεται από νέους σταθμούς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Η συμφωνία -που πρέπει τώρα να επικυρωθεί επισήμως από τα κράτη και το κοινοβούλιο- θα προσφέρει κυρίως μεγαλύτερη προβλεψιμότητα στους επενδυτές χάρη στην προσφυγή σε «συμβόλαια επί της διαφοράς» (CFD) με τιμή εγγυημένη από το κράτος για τη δημόσια υποστήριξη επενδύσεων στην παραγωγή ηλεκτρισμού απαλλαγμένου από άνθρακα (προερχόμενου από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή από πυρηνική ενέργεια).
Στο μηχανισμό αυτό, αν η χονδρική αγοραία τιμή είναι ανώτερη από την καθορισμένη πηγή, ο παραγωγός ηλεκτρικού οφείλει να καταβάλει τα επιπλέον έσοδά του στο κράτος, το οποίο μπορεί να τα αναδιανείμει στους καταναλωτές. Αν η τιμή είναι κατώτερη, το κράτος καταβάλλει μια αποζημίωση.