Σημαντικά μειωμένες ήταν οι εισαγωγές ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) κατά το πρώτο τρίμηνο του 2024.
Έτσι, για το εν λόγω διάστημα η ΕΕ εισήγαγε προϊόντα ενέργειας αξίας 95,5 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν συνολικά σε 183,8 εκατ. τόνους. Σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2023, οι εισαγωγές μειώθηκαν τόσο σε αξία (-26,4%) όσο και σε καθαρή μάζα (-10,4%).
Η αξία του εισαγόμενου φυσικού αερίου σε αέρια μορφή μειώθηκε κατά 56,8% το πρώτο τρίμηνο του 2024, σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023, ενώ ο όγκος μειώθηκε κατά 11,7%.
Παρόμοια τάση παρατηρήθηκε και για το υγροποιημένο φυσικό αέριο, με τις εισαγωγές να παρουσιάζουν απότομη μείωση της αξίας (-54,1%) και πιο μέτρια μείωση του όγκου (-11,4%).
Η σημαντική μείωση της αξίας αντανακλά τη μείωση των τιμών του φυσικού αερίου μετά την εκτίναξη των τιμών το 2022, ενώ η μείωση του όγκου θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο του σχεδίου μείωσης της ΕΕ, όπου οι χώρες της ΕΕ δεσμεύτηκαν να μειώσουν την κατανάλωση φυσικού αερίου κατά τουλάχιστον 15%.
Τόσο η αξία όσο και ο όγκος των εισαγόμενων πετρελαιοειδών παρέμειναν σταθεροί σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2023 (αύξηση 0,4% στην αξία και μείωση 0,9% στον όγκο).
Νορβηγία και ΗΠΑ οι βασικοί προμηθευτές ενέργειας
Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2024, το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών πετρελαιοειδών της ΕΕ προήλθε από τις ΗΠΑ (17,1%), τη Νορβηγία (13,6%) και το Καζακστάν (10,9%).
Σχεδόν το ήμισυ του φυσικού αερίου σε αέρια μορφή προήλθε από τη Νορβηγία (46,6%). Ακολούθησε η Αλγερία με 19,7%, μπροστά από τη Ρωσία με 17,3%.
Οι ΗΠΑ παρείχαν σχεδόν το ήμισυ του εισαγόμενου υγροποιημένου φυσικού αερίου (47,4%), μπροστά από τη Ρωσία (17,7%) και την Αλγερία (9,9%).