Η απόφαση καταδίκης του ΕΦΚΑ εκδόθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2019 και αφορά σε αγωγή που κατατέθηκε τον Ιούλιο του 2018, προσδιορίστηκε… ταχύτατα για τον Οκτώβριο του 2018, όταν και συζητήθηκε στο ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο της Αθήνας.
Η απόφαση 391/2019 δικαίωσε τους δύο συνταξιούχους που ζητούσαν αναδροµικά ποσά λόγω των περικοπών που επιβλήθηκαν µέσω δύο νοµοθετηµάτων µετά το 2ο µνηµόνιο το 2012.
Πρόκειται για τις περικοπές των νόµων 4051 και 4093 του 2012, οι οποίες κρίθηκαν αντισυνταγµατικές τον Ιούνιο του 2015 από το ΣτΕ.
Το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο είχε δικαιώσει τότε τους προσφεύγοντες, κηρύσσοντας αντισυνταγµατικές τις περικοπές του 2012. Για λόγους, όµως, δημοσίου συµφέροντος έκρινε πως η απόφασή του θα είχε αναδροµική ισχύ µόνο για όσους είχαν ήδη προσφύγει στη ∆ικαιοσύνη, µέχρι τη δηµοσίευση της επίµαχης απόφασής του (Ιούνιος 2015).
ΕΦΚΑ και νόμος Κατρούγκαλου
Το τοπίο, ωστόσο, δεν ήταν ίδιο για όσους προσέφυγαν µετά τον Ιούνιο του 2015. Υπενθυµίζεται πως η κυβέρνηση παγίως υποστηρίζει ότι έχει πλήρως συµµορφωθεί µε την απόφαση του ΣτΕ µέσα από τον νόµο Κατρούγκαλου και ότι η µεταρρύθµιση του 2016 αντιµετωπίζει το ζήτηµα για την περίοδο από το 2015 και µετά.
Ωστόσο, η προσφάτως εκδοθείσα απόφαση καταδικάζει τον ΕΦΚΑ να επιστρέψει στους προσφεύγοντες συνταξιούχους τα ποσά των περικοπών των συντάξεών τους από 01/07/2015 έως 31/07/2018 για τον πρώτο ενάγοντα και από 01/03/2015 έως 31/07/2018 για τη δεύτερη ενάγουσα, ενοποιώντας το χρονικό διάστηµα πριν και µετά την ψήφιση του νόµου Κατρούγκαλου.
Το ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο υποχρέωσε δηλαδή τον ΕΦΚΑ να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 4.594,29 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 5.560,93 ευρώ.
Το δεύτερο ενδιαφέρον σηµείο της εν λόγω απόφασης είναι ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων των συνταξιούχων, όπου ειδικά για το ζήτηµα των δηµοσίων υπαλλήλων υπήρχε επιχείρηµα περί διετούς παραγραφής.
Μάλιστα ο ΕΦΚΑ στο υπόµνηµά του υποστηρίζει, όπως αναφέρει η απόφαση, ότι “οι ένδικες αξιώσεις των εναγόντων οι οποίες ανάγονται στο χρονικό διάστηµα προ του Ιουλίου του 2016 έχουν, σε κάθε περίπτωση, υποπέσει στην, εφαρµοστέα εν προκειµένω, διετή από τη γένεσή τους παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του Κώδικα ∆ηµοσίου Λογιστικού (ν. 2362/1995)”.
Όµως η δικαστική απόφαση ξεκαθαρίζει ότι “ παραγραφή απαιτήσεων υπέρ των ΦΚΑ παραγράφεται εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά µετά πέντε (5) έτη από τη λήξη του οικονοµικού έτους µέσα στο οποίο βεβαιώθηκε και κατέστη ληξιπρόθεσµη” και ότι “ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων των συνταξιούχων και βοηθηµατούχων των Φορέων και των κληρονόµων τους από καθυστερούµενες συντάξεις, µερίσµατα, επιδόµατα και εφάπαξ βοηθήµατα είναι πέντε (5) έτη, έστω και αν εκδόθηκε εντολή πληρωµής που πάσχει κατά τον τύπο, αλλά στηρίζεται σε νόµιµη αξίωση.
Ερώτημα του ΕΦΚΑ στο Υπουργείο Οικονομικών
Σύµφωνα µε την απόφαση, ο ΕΦΚΑ έχει αποστείλει ερώτηµα στο υπουργείο Οικονομικών αναφορικά µε την εφαρµογή των 2287-2288/2015 αποφάσεων της Ολοµέλειας του Συµβουλίου της Επικρατείας, αλλά ισχυρίζεται ότι σε κάθε περίπτωση “οι δικαστικές αυτές αποφάσεις έχουν ισχύ μεταξύ των προσώπων που ήταν διάδικοι στις συγκεκριµένες δίκες και ότι οι σχετικές κρατήσεις διενεργούνται στις συντάξεις βάσει διατάξεων νόµων που εξακολουθούν να ισχύουν”.