Οι κύριες αιτίες για την άσχημη αυτή εξέλιξη, θεωρούνται η καθυστέρηση στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης και το ενδεχόμενο νέου εκτροχιασμού της οικονομίας, όπως αυτή του 2015. Οι απώλειες που καταγράφει το τραπεζικό σύστημα, σημαίνει πρακτικά πως το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων που επέστρεψαν στο σύστημα το 2016, χάθηκε.
Τα χρήματα είχαν αρχίσει να επιστρέφουν στις τράπεζες, μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης τον Μάιο του 2016 και αφού είχε προηγηθεί ένα εφιαλτικό πρώτο τρίμηνο. Το 2016 οι καταθέσεις νοικοκυριών – επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 4,2 δισ. ευρώ ενώ κατά 1,4 δισ. ευρώ αυξήθηκαν οι καταθέσεις της γενικής κυβέρνησης.
Αν και ένα μεγάλο μέρος της αύξησης των καταθέσεων τον Δεκέμβριο οφειλόταν σε εποχικούς λόγους (πίστωση αγροτικών επιδοτήσεων, κλείσιμο ισολογισμών επιχειρήσεων κ.ά.) και ήταν αναμενόμενη μια «διορθωτική» υποχώρηση, ωστόσο η εικόνα που διαμορφώνεται μετά το πρώτο 15νθήμερο του Ιανουαρίου θυμίζει… 2015.
Οι προσδοκίες που διαμορφώθηκαν το 2016, διαψεύστηκαν με την δεύτερη αξιολόγηση και την ολοκλήρωσή της, να “σέρνονται” από τον περασμένο Δεκέμβριο, διαδικασία που πολλοί θεωρούν πως μπορεί να “τραβήξει” ακόμη και μέχρι το καλοκαίρι, με τον κίνδυνο ενός νέου αδιεξόδου, να ανατρέπει το οποιο θετικό κλίμα.
Μετά την πρώτη αξιολόγηση η εμπιστοσύνη είχε ενισχυθεί: τα νοικοκυριά δεν έκαναν χρήση του ορίου αναλήψεως μετρητών (840 ευρώ ανά 15νθήμερο), οι επιχειρήσεις αύξαναν τις καταθέσεις τους και κυρίως κάποια χρήματα επέστρεφαν είτε από στρώματα είτε από την πώληση αμοιβαίων κεφαλαίων εξωτερικού.
Η νέα εμπλοκή άλλαξε τα δεδομένα: οι αναλήψεις από τα ATM έχουν αυξηθεί σημαντικά, οι επιστροφές χρημάτων έχουν “παγώσει”, ενώ οι επιχειρήσεις «ξεφορτώνονται» μετρητά και προχωρούν στην αποπληρωμή πιστωτικών γραμμών.
Τραπεζικές πηγές περιγράφουν στην «Κ» δύο εκδοχές για την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης. Το καλό σενάριο είναι να υπάρξει κάποια βασική συμφωνία τον Απρίλιο και να εξειδικευθούν μέτρα για το χρέος, ανοίγοντας τον δρόμο για την ένταξη της χώρας μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει ότι η κυβέρνηση θα δεχθεί τα μέτρα που ζητούν οι θεσμοί.
Το «κακό» σενάριο θέλει την επιμήκυνση των διαβουλεύσεων και τον Ιούνιο, με την κυβέρνηση να κατηγορεί την αντιπολίτευση ότι με τη μη αποδοχή των μέτρων ώστε να κλείσει η αξιολόγηση, οδηγεί τη χώρα σε χρεοκοπία. Ακόμα χειρότερα υπάρχουν εκτιμήσεις ότι η κυβέρνηση προετοιμάζει σχέδιο για την αποπληρωμή του ομολόγου τον Ιούλιο ύψους 7,4 δισ. ευρώ, συγκεντρώνοντας κάθε διαθέσιμη ρευστότητα από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Εξαιρετικά ανησυχητική ένδειξη προς την κατεύθυνση αυτή ήταν η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα κατά 300 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο παρά τα σχετικά υψηλά ταμειακά διαθέσιμα.
Πολλές επιχειρήσεις ανησυχούν ότι είναι πιθανό το Δημόσιο να «παγώνει» και πάλι τις αποπληρωμές προς τους ιδιώτες, διακρατώντας ρευστότητα εν όψει νέας παρατεταμένης διαπραγμάτευσης. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η κυβέρνηση επιδιώκει να καθυστερήσει την αξιολόγηση μέχρι τις γερμανικές εκλογές, «ποντάροντας» σε μια νέα πιο ευέλικτη γερμανική κυβέρνηση.
Τραπεζικές πηγές, σχολιάζοντας την προοπτική αυτή, σημειώνουν ότι θα είναι μια καταστροφική εξέλιξη για την οικονομία που θα προκαλέσει μεγαλύτερες ζημίες από αυτές που προκάλεσε η αντίστοιχη καθυστέρηση το 2015.
Στελέχη τραπεζών δεν κρύβουν την απογοήτευσή τους: αν είχε κλείσει στο τέλος του 2016 η δεύτερη αξιολόγηση, τώρα θα συζητούσαμε για την ένταξη της χώρας στο QE και θα διαμορφώνονταν οι βάσεις για τη χαλάρωση των capital controls. Αντίθετα, εδώ που βρισκόμαστε με τις πιέσεις στις καταθέσεις, πιθανότερο είναι να δούμε το επόμενο διάστημα αύξηση του ELA, κάτι που μπορεί να θέσει ζήτημα αύξησης των περιορισμών.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr