Διαχρονική πρόκληση παραμένει για την Ελλάδα η βελτίωση του εξωτερικού της ισοζυγίου, όπως καταμαρτυρούν διεθνείς και εγχώριοι φορείς, με την κυβέρνηση να θέτει φιλόδοξους στόχους για την αντιμετώπιση του.
Δεν λείπουν ωστόσο οι χρόνιες αδυναμίες (με τις οποίες είναι αντιμέτωπη η κυβέρνηση) που εμποδίζουν το «άλμα» προς ένα άλλο, εξωστρεφές μοντέλο της ελληνικής οικονομίας. Το διαρκές έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας, αντανακλά σε ένα μεγάλο βαθμό τις παραγωγικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, η οποία αναγκάζεται σε δυσαναλογία να εισάγει προϊόντα για να καλύψει τις ανάγκες της.
Το αυτό, πιστοποιεί και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την 3η έκθεση μεταπρογραμματικής εποπτείας την οποία έδωσε στην δημοσιότητα την Πέμπτη, στην οποία αναφέρει πως το εξωτερικό ισοζύγιο αναμένεται να εμφανίζει και μελλοντικά «ευμεγέθες έλλειμμα» υποδηλώνοντας τις επίμονες ελληνικές ευπάθειες.
Η Κομισιόν επισημαίνει πως αφού έφτασε σε έλλειμμα 10,3% του ΑΕΠ το 2022, το σωρευτικό αποτέλεσμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στα τέσσερα τρίμηνα ήταν 7,9% του ΑΕΠ μέχρι τα μέσα του 2023. Η βελτίωση αποδίδεται κυρίως στην πτώση των τιμών της ενέργειας και στη μείωση των εισαγωγών εκτός ενέργειας.
Τους πρώτους επτά μήνες, οι καθαρές εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων και οι μεταφορές κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης κάλυψαν περισσότερο από το 60% του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Όπως αναφέρει η έκθεση, το εξωτερικό ισοζύγιο προβλέπεται να βελτιωθεί χάρη στην αναμενόμενη συγκράτηση της αύξησης της κατανάλωσης και την άνοδο της ανταγωνιστικότητας που έχει πετύχει η Ελλάδα την τελευταία δεκαετία. Ωστόσο, η αναμενόμενη ισχυρή αύξηση των επενδύσεων είναι πιθανό να διατηρήσει τη ζήτηση για εισαγωγές αυξημένη, γεγονός που μπορεί να περιορίσει τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου κατά τον προβλεπόμενο ορίζοντα.
Όπως πιστοποιείται και από τους εν Ελλάδι φορείς, και σύμφωνα με την τελευταία έκθεση που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ με στοιχεία Οκτωβρίου, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου διαμορφώθηκε στα 2,793 δισ. ευρώ, έναντι 4,106 δισ. ευρώ κατά τον ίδιο μήνα του έτους 2022, παρουσιάζοντας μείωση 32%.
Ωστόσο, η αισθητή μείωση του ελλείμματος δεν αντανακλά αύξηση των εξαγωγών, οι οποίες μειώθηκαν, αν και σε βραδύτερο ρυθμό από τις εισαγωγές. Οι τελευταίες το εν λόγω διάστημα ανήλθαν στο ποσό των 7,214 δισ. ευρώ έναντι 8,955 δισ. ευρώ τον ίδιο μήνα του 2022, παρουσιάζοντας μείωση 19,4% (χωρίς τα πετρελαιοειδή υπήρξε μείωση κατά 362,1 εκατ. ευρώ ή 6,5%, ενώ χωρίς τα πετρελαιοειδή και τα πλοία σημειώθηκε μείωση κατά 207,6 εκατ. ευρώ ή 3,9%). Την ίδια περίοδο, οι εξαγωγές κατέγραψαν επίσης υποχώρηση, στα 4,421 δισ. ευρώ έναντι 4,849 δισ. ευρώ το 2022. Χωρίς πετρελαιοειδή η υποχώρηση ήταν της τάξης των 48,2 εκατ. ευρώ ή 1,65%.
Ως εκ τούτου, τον Οκτώβριο του 2023 η μείωση του ελλείμματος στηρίχτηκε όχι σε τόνωση της εξαγωγικής δραστηριότητας αλλά σε πτώση της κατανάλωσης.
Αντίστοιχη τάση πιστοποιεί και η Τράπεζα της Ελλάδος, με τα στοιχεία της για τον Σεπτέμβριο να υποδεικνύουν μείωση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 13,5% (έναντι αύξησης 32,0% το 2022) αλλά και μείωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 1,1% (έναντι αύξησης 22,9% το 2022).
Η φθίνουσα πορεία των ελληνικών εξαγωγών είναι ορατή στον πίνακα του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων για το διάστημα Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου, προς όλες τις επικράτειες.
Οι στόχοι της κυβέρνησης και οι παραγωγικές αδυναμίες
Ένας από τους διακηρυγμένους στόχους της ελληνικής κυβέρνησης είναι η περαιτέρω ενίσχυση της εξωστρέφειας, με στόχο την αύξηση των εξαγωγών στο 60% του ΑΕΠ έως το 2027, και στο 70% έως το 2030 με όχι μόνο ποσοτική αλλά και ποιοτική βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, με ενίσχυση των εξαγωγών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας και προστιθέμενης αξίας.
Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομίας, Κωστής Χατζηδάκης, έχει μάλιστα περιγράψει τους τρόπους με τους οποίους αυτό θα γίνει εφικτό:
Πρώτον, με έμφαση σε τομείς στους οποίους η Ελλάδα είναι πιο ανταγωνιστική: Αγροδιατροφικός τομέας, Φαρμακοβιομηχανία, Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.
Δεύτερον, με κίνητρα για μεγέθυνση των ελληνικών επιχειρήσεων, και στήριξη των δράσεων καινοτομίας.
Τρίτον, με στήριξη των επιχειρήσεων για την ψηφιακή και πράσινη μετάβαση.
Ωστόσο, σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους, στην Ελλάδα παρατηρούνται «δίδυμα» κενά, σε επενδύσεις (-9,05% σε σχέση με Ευρωζώνη) και παραγωγικότητα εργασίας (-55% σε σχέση με Ευρωζώνη), αλλά και μία, συνδεόμενη άρρηκτα με τα παραπάνω, δυσκολία στην απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, με τις εγγενείς αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας να οδηγούν σε δυσπραγία όσον αφορά την αξιοποίηση των ανωτέρω πόρων κι ως εκ τούτου στην υλοποίηση του εξωστρεφούς παραγωγικού μοντέλου το οποίο αποτελεί στόχο.
Το ανωτέρω γίνεται ιδιαίτερα ορατό στο σκέλος των επιχορηγήσεων στο οποίο παρατηρούνται και οι περισσότερες καθυστερήσεις και ειδικά στο κομμάτι της ψηφιακής μετάβασης. Συνολικά, από τους 4 πυλώνες που υπάγονται στο Σχέδιο «Ελλάδα 2.0», η πράσινη μετάβαση έχει απορροφήσει μέχρι τώρα 1,53 δισ. ευρώ, ο πυλώνας της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής έχει απορροφήσει συνολικά 1,13 δισ. ευρώ, ο πυλώνας που αφορά τις ιδιωτικές επενδύσεις και τον μετασχηματισμό της οικονομίας 863 εκατ. ευρώ, ενώ 468 εκατ. ευρώ κατευθύνθηκαν προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό.
Χαρακτηριστική είναι δε, και η επιβράδυνση του ρυθμού απορρόφησης από έτος σε έτος με το μεγαλύτερο μέρος των επιχορηγήσεων να αφορά το έτος 2022 (2,82 δισ. ευρώ), ενώ το 2023 (μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου) οι επιχορηγήσεις που καταβλήθηκαν από το ΤΑΑ ήταν μόλις 849,5 εκατ. ευρώ.