Νέες αυξήσεις στα επιτόκια της ΕΚΤ προανήγγειλε εμμέσως πλην σαφώς η πρόεδρός της, Κριστίν Λανγκάρντ, όταν απάντησε σε σχετική ερώτηση που αφορούσε τις επόμενες κινήσεις στο συγκεκριμένο οικονομικό μέτωπο, μετά την αύξηση που ανακοινώθηκε σήμερα (16.3.2023) Πέμπτη.
Αν και απέφυγε να προσδιορίσει με σαφήνεια το πόσο θα αυξηθούν τα επιτόκια και με πιο «βηματισμό» θα γίνουν οι αυξήσεις από την ΕΚΤ, η Κριστίν Λανγκάρντ ανέφερε ότι «έχουμε ακόμη πολύ έδαφος να καλύψουμε» με δεδομένο ότι οι όποιες αποφάσεις θα ληφθούν λαμβάνοντας υπόψιν τις προοπτικές του πληθωρισμού και τη δυναμική του.
Έτσι, με δεδομένο ότι ο πληθωρισμός, θα παραμείνει υψηλός για πολύ καιρό ακόμη παρόλο που υποχωρεί, η ίδια δικαιολόγησε τη σημερινή απόφαση για αύξηση των επιτοκίων κατά 0,5%.
Η απόφαση αυτή ελήφθη με μεγάλη πλειοψηφία από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, μετά από σχετική εισήγηση του Εκτελεστικού Συμβουλίου. Όπως αποκάλυψε η Κριστίν Λαγκάρντ μόνο δύο- τρεις κεντρικοί τραπεζίτες εξέφρασαν διαφορετική άποψη. Υπεραμύνθηκε μάλιστα της συγκεκριμένης απόφασης, παρά τα νέα δεδομένα που έχει δημιουργήσει η πρόσφατη χρηματοοικονομική αναταραχή, υπογραμμίζοντας ότι δεν υπάρχει δίλλημμα μεταξύ χρηματοποιστωτικής σταθερότητας και σταθερότητας των τιμών.
Διαβεβαίωσε, δε, ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες διαθέτουν επαρκή ρευστότητα και ισχυρή κεφαλαιακή βάση. Βρίσκονται σε πολύ καλύτερη κατάσταση σε σχέση με αυτή που ήταν όταν ξέσπασε η χρηματοοικονομική κρίση μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers. Υποστήριξε, μάλιστα, ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών και της αμερικανικής SVB που πτώχευσε. Τόνισε ότι η ΕΚΤ διαθέτει αποτελεσματικά εργαλεία στην περίπτωση που οι ευρωπαϊκές τράπεζες χρειαστούν ενίσχυση της ρευστότητας τους.
Η ανακοίνωση της ΕΚΤ:
Όπως αναφέρεται άλλωστε στην ανακοίνωση της ΕΚΤ: «Το Διοικητικό Συμβούλιο παρακολουθεί στενά τις τρέχουσες αναταράξεις στις αγορές και είναι έτοιμο να αντιδράσει, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο, για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ. Ο τραπεζικός τομέας της ζώνης του ευρώ είναι ανθεκτικός, με ισχυρή κεφαλαιακή θέση και ρευστότητα. Σε κάθε περίπτωση, η εργαλειοθήκη της ΕΚΤ είναι πλήρως εξοπλισμένη ώστε να παρέχει στήριξη ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ, αν χρειαστεί, και να διατηρεί την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής».
Η επικεφαλής της ΕΚΤ αναγνώρισε πάντως ότι τα υψηλά επιτόκια έχουν αρχίσει να προκαλούν αρνητικές επιπτώσεις τόσο στο χρηματοπιστωτικό τομέα όσο και στο μέτωπο της ανάπτυξης, γεγονός που ήδη αντανακλάται στην επί τα χείρω αναθεώρηση των προβλέψεων της Τράπεζας για το ρυθμό ανάπτυξης τη διετία 2024-25.
Όπως ανέφερε η ίδια η αύξηση των επιτοκίων στις αγορές έχει αντιστραφεί έντονα τις τελευταίες ημέρες μετά τις μεγάλες αναταράξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Αναγνώρισε ότι τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις της ζώνης του ευρώ έχουν γίνει πλέον πιο ακριβά. Η πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις έχει μειωθεί περαιτέρω τόσο , λόγω της χαμηλότερης ζήτησης όσο και των αυστηρότερων όρων με τους οποίους οι τράπεζες χορηγούν τα νέα δάνεια.
Όσον αφορά στον δανεισμό των νοικοκυριών η κυρία Λανκγάρντ ανέφερε ότι έχει γίνει επίσης πιο ακριβός, ειδικά λόγω των υψηλότερων επιτοκίων στεγαστικών δανείων. Αυτή η αύξηση του κόστους δανεισμού και η συνακόλουθη μείωση της ζήτησης, σε συνδυασμό με τα αυστηρότερα πιστωτικά κριτήρια που εφαρμόζουν οι τράπεζες οδήγησαν σε περαιτέρω επιβράδυνση της αύξησης χορηγήσεων νέων δανείων προς τα νοικοκυριά.
Οι αποφάσεις της ΕΚΤ και οι διευκρινήσεις που έδωσε στη συνέχεια η Κριστίν Λακγάρντ είχαν ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί το ευρώ έναντι του δολαρίου. Νωρίς το απόγευμα το ευρώ διαπραγματευόταν στα 1,0606 δολ. από το επίπεδο των 1,0575 δολ. που άνοιξε το πρωί.
Όσον αφορά στα ομόλογα, οι αποδόσεις των περισσοτέρων κινήθηκαν ανοδικά με πιο ενδεικτική αυτή του γερμανικού 10ετούς ομολόγου η οποία κυμαίνονταν στο 2,20% από 2,11%. Αντίθετα, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου υποχώρησε οριακά στο 4,26% από 4,28% χθες.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ