Ελαφρά καλύτερες είναι οι προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας από το ΔΝΤ. Παράλληλα σε μία ασυνήθιστη προτροπή το Ταμείο ζητάει από την Ελλάδα να μην βιαστεί να επιστρέψει στα πλεονάσματα και ζητά ουσιαστικά την στήριξη της πραγματικής οικονομίας.
Η πρόβλεψη του ΔΝΤ για την ύφεση το 2020 είναι στο 9,5%, έναντι 10% που ήταν τον περασμένο Απρίλιο. Αντίθετα η εκτίμηση για την ανάπτυξη του 2021 παραμένει στο 5%. Το μεγάλο ενδιαφέρον της έκθεσης εστιάζεται στο γεγονός ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στη δεύτερη μεταμνημονιακή έκθεσή του καλεί την κυβέρνηση να μη βιαστεί να επιστρέψει στα πλεονάσματα θεωρώντας «ιδανικό» στόχο ένα πρωτογενές έλλειμμα 2% του ΑΕΠ το επόμενο έτος.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Για την ανεργία προβλέπεται πως θα φτάσει φέτος στο 20% πριν αποκλιμακωθεί στη συνέχεια και το πρωτογενές έλλειμμα θα φτάσει μια ανάσα από το 7% του ΑΕΠ στο 6,75%.
Το Ταμείο καλεί την κυβέρνηση να βελτιώσει περαιτέρω το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής δίνοντας προτεραιότητα στις δαπάνες υγείας, στην αντιμετώπιση των κενών κάλυψης στο Κοινωνικό Επίδομα Αλληλεγγύης, και στην επέκταση των ευκαιριών για την επανακατάρτιση του εργατικού δυναμικού, με τη ρητή προτροπή «να μη βιαστεί να επιστρέψει στα πλεονάσματα».
ΔΝΤ: Εύσημα στην κυβέρνηση
Γενικά τα μέχρι τώρα μέτρα που ελήφθησαν σε κυβερνητικό επίπεδο βαθμολογούνται θετικά με τη χαρακτηριστική διατύπωση ότι «το πακέτο οικονομικής στήριξης της κυβέρνησης είναι μεγάλο, έγκαιρο, και κατάλληλα αποτελούμενο από κυρίως προσωρινά μέτρα εντός του προϋπολογισμού που στοχεύουν σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις που επλήγησαν σφοδρά.». Μάλιστα το Ταμείο καλεί την κυβέρνηση εμπροσθοβαρώς, ιδίως το πρώτο εξάμηνο του 2021 να συνεχίσει την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική πριν έρθει η «ανάσα» από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης του δεύτερο εξάμηνο.
Το «αγκάθι» του δημοσίου χρέους παραπέμπεται για αργότερα, με τη γενική διαπίστωση προς το παρόν ότι «η μεσοπρόθεσμη δυνατότητα αποπληρωμής του δημοσίου χρέους της Ελλάδας παραμένει επαρκής. Αυτό αντανακλά τις διαχειρίσιμες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες υπό το βασικό σενάριο, που οφείλονται μερικώς στην αυξημένη στήριξη από την ΕΕ και την ΕΚΤ, καθώς και από το σημαντικό μαξιλάρι ρευστότητας.
Μετά από μια αύξηση το 2020, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας προβλέπεται να μειωθεί σταδιακά στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, αν και παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά με προηγούμενες προβλέψεις». Παρ’ όλα αυτά το ΔΝΤ καθιστά σαφές πως θα επανέλθει στο θέμα της βιωσιμότητας του χρέους με την έκθεση του άρθρου 4 για την ελληνική οικονομία.
Καμπανάκι για το χρέος θα μπορούσε να σημαίνει η εκτίμηση του ΔΝΤ πως μετά την παρέλευση της επίδρασης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης στην ελληνική οικονομία, η ανάπτυξη προβλέπεται να επιστρέψει στο μακροχρόνιο δυνητικό ποσοστό του 1%, με την υπενθύμιση ότι «σημαντικές αβεβαιότητες και αρνητικοί κίνδυνοι συνεχίζουν να πλανώνται πάνω από τις προοπτικές της οικονομίας».