Γερμανοί οικονομολόγοι επαναφέρουν τα σενάρια περί δραχμής ενώ κατηγορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση πως ''προσπάθησε να διασώσει τις τράπεζες και τις μεγάλες διεθνείς περιουσίες, φορτώνοντας τα βάρη σε εκείνους που ήταν λιγότερο υπεύθυνοι για όλα αυτά, στους λαούς''.
Οι πολιτικές εξελίξεις στην Πορτογαλία, τα SOS της Λευκωσίας προς την ΕΕ και οι νέες αντιπαραθέσεις της Αθήνας με την τρόικα ήλθαν να υπενθυμίσουν στους Ευρωπαίους ότι στην πραγματικότητα η «ευρωκρίση» είναι πάντα εδώ.
Ο Αντρέας Ρέες, επικεφαλής οικονομολόγος της UniCredit στη Γερμανία τρίβει τα μάτια του διαβάζοντας στον τύπο ότι η «ευρωκρίση» αναζοπυρώθηκε. «Σίγουρα υπάρχει πολιτική ένταση στην Πορτογαλία, αλλά εάν αναλογισθεί κανείς τις προόδους που έχουν σημειώσει οι χώρες αυτές, τόσο στο πεδίο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων όσο και σε αυτό της μείωσης των δαπανών, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι επέστρεψε η κρίση», λέει κ. Ρέες.
Διαφορετικά «βλέπει» τις εξελίξεις ο Βόλφγκανγκ Γκέρκε. Ο ειδικός σε χρηματοπιστωτικά ζητήματα οικονομολόγος υποστηρίζει ότι η κρίση δεν έφυγε ποτέ. «Με τα κεφάλαια της ΕΚΤ και των πακέτων βοήθειας απλά την απωθήσαμε. Και φυσικά δεν συνιστά έκπληξη το γεγονός ότι οι αγορές αντιδρούν με νευρικότητα, καθώς δεν έχουν εμπιστοσύνη στα μέτρα που έχουν ληφθεί. Με λίγα λόγια η κρίση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη», υποστηρίζει ο γερμανός οικονομολόγος.
Στην παρούσα φάση η κυριότερη εστία κρίσης είναι η Πορτογαλία. «Η πολιτική κρίση που αντιμετωπίζει η Πορτογαλία δεν θα προκαλέσει μια νέα κρίση στην ευρωζώνη», υποστήριξε χθες ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ωστόσο, η πραγματικότητα μιλά μια άλλη γλώσσα. Ακόμη και εάν ξεπεραστεί σύντομα η κυβερνητική κρίση στη Λισαβόνα, το ΔΝΤ αναμένει ότι το 2014 το δημόσιο χρέος της Πορτογαλίας θα φτάσει το 140% του ΑΕΠ της χώρας. Για τον λόγο αυτό θεωρείται απίθανο να καταφέρει η Πορτογαλία να βγει στις αγορές το 2014. Το πιο πιθανό σενάριο είναι ένα δεύτερο πακέτο στήριξης.
Η εξέλιξη θυμίζει στους οικονομολόγους την περίπτωση της Ελλάδας. Η τρόικα συνεχίζει τις διαβουλεύσεις της με την ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο, τα μεγάλα προβλήματα παραμένουν. Οι ιδιωτικοποιήσεις καρκινοβατούν και οι απολύσεις από το δημόσιο δεν προχωρούν. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εκτιμά ότι στο τέλος η έκθεση στης τρόικας θα είναι θετική για την Αθήνα. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι εκτιμήσεις του Αντρέας Ρέες. «Η Ελλάδα έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο στο πεδίο της περιστολής των δημοσίων δαπανών. Φυσικά και υπάρχει κάποια υστέρηση όσον αφορά κάποιες σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», λέει ο επικεφαλής οικονομολόγος της UniCredit.
Την αισιοδοξία του Ρέες δεν συμμερίζονται άλλοι οικονομολόγοι που υπενθυμίζουν ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας έχει φτάσει πάλι στο 175% του ΑΕΠ και θεωρείται απίθανο να έχει μειωθεί στο 110% μέχρι το 2020. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι θεωρούν αναπόφευκτο ένα νέο κούρεμα» του ελληνικού χρέους. Όμως, τώρα το 80% του ελληνικού δημοσίου χρέους είναι στα χέρια κρατών. Αυτό σημαίνει ότι ένα νέο «κούρεμα» θα έπληττε τους φορολογούμενους των χωρών της ευρωζώνης. Για αυτό δεν πιστεύει κανείς ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο πριν από τις γερμανικές εκλογές. Και όπως τονίζει ο Βόλφγκανγκ Γκέρκε: «Μετά τις εκλογές είναι όλα πιθανά. Ήδη οι αγορές αναμένουν μια τέτοια εξέλιξη», λέει ο Γκέρκε, επαναλαμβάνοντας τη θέση ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε εγκαταλείψει την ευρωζώνη και να είχε ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα ανασυγκρότησης της οικονομίας της.
Αυτό που δεν έγινε με την Ελλάδα, θα μπορούσε να συμβεί τώρα στην Κύπρο, εκτιμούν πολλοί γερμανοί οικονομολόγοι, επικαλούμενοι και το γεγονός ότι το 67% των Κυπρίων επιθυμούν την επιστροφή στο εθνικό τους νόμισμα. Οι όροι διάσωσης της Κύπρου είναι δυσβάσταχτοι και οι προσπάθειες της Λευκωσίας να τους αναδιαπραγματευτεί πέφτουν στο κενό. Ο Βόλφγκανγκ Γκέρκε θεωρεί συνυπεύθυνη για τις αρνητικές εξελίξεις στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Κύπρο την πολιτική διάσωσης που ακολούθησε η ΕΕ. «Προσπάθησαν να διασώσουν τις τράπεζες και τις μεγάλες διεθνείς περιουσίες, φορτώνοντας τα βάρη σε εκείνους που ήταν λιγότερο υπεύθυνοι για όλα αυτά, στους λαούς», παρατηρεί ο γερμανός οικονομολόγος.
Διαβάστε επίσης:
Πηγή Deutsche Welle