Τρίτη, 19 Νοε.
15oC Αθήνα

Ελληνική οικονομία: Πως ευνοεί τη διαχείριση του χρέους το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας και ποια είναι τα ανοιχτά «μέτωπα»

Ελληνική οικονομία: Πως ευνοεί τη διαχείριση του χρέους το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας και ποια είναι τα ανοιχτά «μέτωπα»

Ένα έτος με πολλαπλές εξελίξεις για την ελληνική οικονομία και το ελληνικό δημόσιο χρέος φτάνει προς το τέλος του, ενώ η χώρα ετοιμάζεται να υποδεχτεί το 2024 με την «επενδυτική βαθμίδα» στις αποσκευές της, μετά από 14 χρόνια.

Έχοντας μειώσει το χρέος ως προς το ΑΕΠ κατά 12,3 ποσοστιαίες μονάδες, με άλλη μία διπλή πρόωρη αποπληρωμή δανείων του GLF 5,29 δισ. ευρώ, και με μια «βουτιά» στα spreads των ομολόγων της, η ελληνική οικονομία αποχαιρετά το 2023 σε άλλο επίπεδο από αυτό με το οποίο το εγκαινίασε.

Όμως η χώρα έχει έναν ιδιαίτερο λόγο να «κοιτά» πέρα από το 2024 και τα αμέσως επόμενα έτη σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και συγκεκριμένα στον ορίζοντα του 2032.

Και ο λόγος είναι πως τότε εκπνέει η περίοδος χάριτος που η Ελλάδα είχε αποσπάσει για την πληρωμή τόκων των μνημονιακών δανείων του EFSF.

Πρόκειται για δάνεια του 2013, συνολικού ύψους 130 δισ. ευρώ, για τα οποία συμφωνήθηκε να ανασταλεί η πληρωμή των τόκων ενός τμήματος 97 δισ. ευρώ επί μία δεκαετία.

Ωστόσο το 2018, όταν η Ελλάδα ρύθμισε το χρέος της, παρατάθηκε η αποπληρωμή ως το τέλος του 2032.

Η λήξη της διορίας φέρνει την Ελλάδα αντιμέτωπη με ένα συσσωρευμένο χρέος 25 δισ. ευρώ, ή 26,7 δισ. ευρώ κατά την Τράπεζα της Ελλάδος, από συσσωρευμένους απλήρωτους τόκους, το οποίο θα προστεθεί στον συνολικό δείκτη χρέους «διογκώνοντας» τον αισθητά.

Η Τράπεζα της Ελλάδος, επιπλέον, προσθέτει και άλλον έναν κίνδυνο στον μακροπρόθεσμο ορίζοντα, αυτόν της αυξημένης αβεβαιότητας «καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση των δανειακών υποχρεώσεων προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο», σε σύγκριση δηλαδή με τους ευνοϊκούς όρους με τους οποίους δανειζόταν η Ελλάδα έως τώρα λόγω της ιδιαιτερότητάς της, όπως αναφέρει στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική.

Η σημασία του νέου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης

Παρά το γεγονός ότι η πρόσθεση 25 δισ. ευρώ μονομιάς είναι μία σημαντική επιβάρυνση για το δημόσιο χρέος, τα καλά νέα ήλθαν πρόσφατα από τις Βρυξέλλες και από την συμφωνία για το νέο πλαίσιο των δημοσιονομικών κανόνων.

Και αυτό διότι εξασφαλίστηκε, πέραν της ειδικής μέριμνας για τις αμυντικές δαπάνες, και η εξαίρεση του εν λόγω «βάρους» από τις μελλοντικές αναλύσεις βιωσιμότητας του χρέους, με την Ελλάδα να αποφεύγει πρόσθετους δημοσιονομικούς κινδύνους, καθώς παρά το γεγονός πως ακολουθεί σταθερά στην τροχιά της ταχύτερης μείωσης των χρεών της, εξακολουθεί να έχει το μεγαλύτερο ποσοστό προς ΑΕΠ σε όλη την Ευρωζώνη.

Άλλωστε, και η πρόσφατη ανάλυση βιωσιμότητας χρέους από την Κομισιόν στο πλαίσιο της 3ης Έκθεσης Μεταπρογραμματικής Εποπτείας, αναφέρει πως μεσοπρόθεσμα οι κίνδυνοι δημοσιονομικής βιωσιμότητας εμφανίζονται υψηλοί για την Ελλάδα, καθώς η βασική γραμμή της ανάλυσης βιωσιμότητας προβλέπει πως ο λόγος του δημόσιου χρέους αναμένεται να μειωθεί, αλλά να παραμείνει σε υψηλό επίπεδο, περίπου στο 124% του ΑΕΠ το 2034, υπερδιπλάσια του ορίου 60%. Επισημαίνεται ακόμα πως η μείωση του χρέους στηρίζεται στην πρόβλεψη για πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ.

Το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης ευνοεί την Ελλάδα και για έναν επιπλέον λόγο, καθώς προβλέπει πως οι χώρες με χρέος άνω του 90% του ΑΕΠ πρέπει να το περιορίσουν κατά 1% του ΑΕΠ αντί για ένα 4,5%-5% που ίσχυε πριν.

Ο ΟΔΔΗΧ και το πρόγραμμα δανεισμού

Εντωμεταξύ, καθησυχαστική είναι η ανάλυση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους για την πορεία της μείωσης του ελληνικού χρέους και για τις δυνατότητες εξυπηρέτησης του, καθώς εκτιμά πως οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα παραμείνουν κάτω από το όριο 10% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα. Επισημαίνεται πως ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να παραμείνει σε σταθερά πτωτική τροχιά, βασισμένος στην ισχυρή ονομαστική ανάπτυξη, στα σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα και στο χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης χρέους.

Σύμφωνα με τον ΟΔΔΗΧ, η βελτίωση του ελληνικού πιστοληπτικού προφίλ είναι καταφανής. Τον Δεκέμβριο του 2023 το spread του ελληνικού 10ετούς έναντι του γερμανικού υποχώρησε σε χαμηλό 26 μηνών, 115 μονάδες βάσης, έναντι του ισπανικού 10ετούς περιορίστηκε στις 20 μονάδες βάσης, ενώ αρνητική διαφορά καταγράφεται από τον Μάιο έναντι του ιταλικού, στις περίπου -50 μονάδες βάσης.

Από πλευράς ΟΔΔΗΧ, εκτιμάται πως η αναμενόμενη επιβάρυνση στην τροχιά μείωσης του χρέους από την προσθήκη των αναβαλλόμενων τόκων οδηγεί στο συμπέρασμα πως δεν είναι αρκετή για να βγάλει την Ελλάδα από τις «ράγες» της σταθερής αποκλιμάκωσης.

Οικονομία Τελευταίες ειδήσεις