Το βράδυ της Παρασκευής αναμένεται η πρώτη αξιολόγηση του ελληνικού αξιόχρεου για το έτος, με το οικονομικό επιτελείο να προσδοκά σε μία συνέχιση της επιτυχούς πορείας που διαγράφηκε το 2023 με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Τον πρώτο λόγο έχει η Scope Ratings, ο οίκος αξιολόγησης που θα σύρει τον χορό προτού ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι.
Γιατί είναι, λοιπόν, τόσο σημαντικό για την Ελλάδα, να μην «μείνει» στο investment grade αλλά να προχωρήσει και με νέες αναβαθμίσεις;
Ιδιαίτερα, μάλιστα, σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων, όπου το κόστος χρήματος αυξάνεται καθώς «ακριβαίνουν» τα κεφάλαια τα οποία η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διοχετεύει στις τράπεζες και κατ’ επέκταση αυτές στην οικονομία.
Δεδομένου ότι η ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία κινείται σε αχαρτογράφητα νερά, καθώς δεν εκλείπουν οι παράγοντες εκείνοι όπου θα μπορούσαν να τινάξουν και πάλι τον πληθωρισμό στα ύψη (γεωπολιτικές εντάσεις, επίμονα υψηλές τιμές σε ολόκληρους κλάδους κοκ), και η «στροφή» στην νομισματική πολιτική ενδέχεται να καθυστερήσει επ’ αόριστο τινάζοντας τα στοιχήματα των αγορών στον αέρα (προεξοφλούν πως το 2024 ξεκινούν οι μειώσεις επιτοκίων, είτε την άνοιξη είτε το καλοκαίρι) αποτελεί σημαντικό «ανάχωμα» ενάντια στις πιέσεις στις αγορές χρέους η περαιτέρω αναβάθμιση των ελληνικών ομολόγων, μακριά από την κατηγορία junk στην οποία βρισκόντουσαν μέχρι το καλοκαίρι.
Αρχικά, η επενδυτική βαθμίδα σημαίνει πως η Ελλάδα μπήκε σε ένα γκρουπ χωρών των οποίων το χρέος «αξίζει» για να αναληφθεί το ρίσκο από τις αγορές για να επενδύσουν στα ομόλογα της.
Βάζοντας στόχο νέες αναβαθμίσεις η ελληνική οικονομία γίνεται ολοένα περισσότερο προορισμός για επενδύσεις κεφαλαίων μακροπρόθεσμης απόδοσης, ενώ αυξάνεται η ρευστότητα με την οποία έχουν να «πορεύονται» το δημόσιο, οι τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία, οι επιχειρήσεις και τελικά και οι καταναλωτές.
Και αυτό διότι μειώνεται το κόστος με το οποίο οι τράπεζες αντλούν κεφάλαια κι ως εκ τούτου αυτό μετακυλίεται στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά, περιορίζοντας έτσι τις αρνητικές επιδράσεις από την «σφιχτή» νομισματική πολιτική της ΕΚΤ.
Χαρακτηριστικό είναι πως οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων τους τελευταίους μήνες, εξαιτίας της καλής πορείας της οικονομίας και της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας από τον Ιούνιο και μετά, έχουν αποκλιμακωθεί σημαντικά, την ίδια στιγμή που οι δημοσιονομικές περιπέτειες της Γερμανίας αύξησαν τις αποδόσεις των δεκαετών bund σε υψηλά 7 εβδομάδων τις προηγούμενες ημέρες, προτού υποχωρήσουν και πάλι ακολουθώντας την τάση που επικράτησε σε όλη την Ευρωζώνη.
Σημειώνεται πως το spread μεταξύ ελληνικών και γερμανικών ομολόγων έχει υποχωρήσει κάτω από τις 100 μονάδες, γεγονός που δείχνει το ενδιαφέρον των αγορών για το χρέος της Ελλάδας, βελτιώνει τους όρους μέσα από τους οποίους δανειζόμαστε, και αυξάνει τις ροές χρήματος που «έρχονται» στην ελληνική οικονομία.
Η ελληνική κυβέρνηση φιλοδοξεί πως με τις νέες αναβαθμίσεις θα σταθεροποιήσει τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων σε ένα εύρος διακύμανσης μεταξύ 3% και 3,5%, με τάση προς το χαμηλότερο όριο.
Ποια είναι η Scope Ratings – Ποια η σημασία των αναβαθμίσεών της
Η γερμανική Scope Ratings είναι και ο πρώτος οίκος αξιολόγησης που έδωσε την επενδυτική βαθμίδα στην χώρα μας, τον Ιούνιο του 2023.
Ακολούθησαν οι, πιο σημαντικές, αναβαθμίσεις από την DBRS τον Σεπτέμβριο, η Standard & Poors τον Οκτώβριο, και η Fitch τον Δεκέμβριο. Oυσιαστικά, από τους Big 3 οίκους (S&P, Fitch, Moodys), μόνο η τελευταία δεν έχει ακόμα αποδώσει το investment grade στην χώρα μας, κρατώντας την ένα σκαλί χαμηλότερα, ενώ έχει σημασία και η αναβάθμιση της καναδικής DBRS καθώς αποτελεί έναν μεγάλο και αναγνωρισμένο οίκο αξιολόγησης.
Κάτι το οποίο δεν συνέβαινε με την Scope Ratings, μέχρι πρότινος, καθώς ο οίκος είχε αιτηθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα την ένταξη του στο πληροφοριακό σύστημα του Ευρωσυστήματος, αλλά, ακόμα και όταν απέδιδε την επενδυτική βαθμίδα στην χώρα μας τον Ιούνιο, δεν είχε λάβει την έγκριση. Έτσι, η αξιολόγηση της Ελλάδας έχει μία σημασία ως προμήνυμα για το τι θα ακολουθήσει, αλλά απέμενε να «πιστοποιηθεί» και από τους μεγάλους οίκους.
Η συνθήκη αυτή, έχει τώρα αλλάξει. Η Scope από τον Νοέμβριο έχει λάβει την έγκριση της ΕΚΤ, και θεωρείται πιστοποιημένος οίκος. Ωστόσο, οι διαδικασίες θα χρειαστούν ίσως μήνες για να ολοκληρωθούν και έτσι η Scope Ratings τυπικά παραμένει στο προηγούμενο καθεστώς.
Για αυτό, αν και καλοδεχούμενη μια περαιτέρω αναβάθμιση, η Ελλάδα προσβλέπει πως αυτό θα συνεχιστεί και από τους υπόλοιπους οίκους που θα ακολουθήσουν μέσα στο έτος.
Χαρακτηριστικά, τα επόμενα ραντεβού είναι:
DBRS – 8 Μαρτίου και 6 Σεπτεμβρίου
Standard & Poors – 19 Απριλίου και 18 Οκτωβρίου
Fitch – 31 Μαΐου και 22 Νοεμβρίου
Moodys – 15 Μαρτίου