Αποκαλυπτική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ (Ελληνική Στατιστική Αρχή) για τις δαπάνες των νοικοκυριών τη χρονιά προτού ξεσπάσει η πανδημία του Covid19.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά (2019) οι δαπάνες των νοικοκυριών εμφανίζονται αυξημένες. Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η Αρχή και αφορούν στην ετήσια έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών του 2019.
Βάσει της έρευνας, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές, το έτος 2019, ανήλθε στα 17.738,64 ευρώ (1.478,22 € το μήνα), καταγράφοντας αύξηση 2,5% σε σχέση με το 2018. Πιο αναλυτικά, από τις μετρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ συμπεραίνεται ότι το 50% των νοικοκυριών δαπανούν περισσότερα από 1.151 ευρώ το μήνα. Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 17,7% του προϋπολογισμού τους κατά μέσο όρο για ενοίκιο.
Το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 54,9% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 24,6%.
Η υψηλότερη μέση ετήσια δαπάνη καταγράφηκε στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου και ανήλθε σε 20.093,04 ευρώ, ενώ η χαμηλότερη στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος και ανήλθε σε 12.933,24 ευρώ.
Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών το 2019 εμφανίζεται μειωμένη κατά 30,3% σε σύγκριση με το 2018. Η έρευνα διενεργήθηκε σε τελικό δείγμα 6.180 ιδιωτικών νοικοκυριών στο σύνολο της χώρας.
Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 32,7% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών.
Παράλληλα, η συνολική ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών (αγορές) το 2019, ανήλθε σε 72.347.256.104 ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 2,3% σε σύγκριση με το 2018.
Παράλληλα, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές ανήλθε σε 17.738,64 ευρώ (1.478,22 € το μήνα), καταγράφοντας αύξηση 2,5% (430,44 ευρώ) σε σχέση με το 2018. Σε πραγματικούς όρους, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε σε ποσοστό 1,7% ή 291,96 ευρώ, λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού (0,8%). Ενώ, η μέση ετήσια δαπάνη για κάθε άτομο ανήλθε στα 6.942,84 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 2,5% (168,84 ευρώ ετησίως).
ΕΛΣΤΑΤ: Που ξοδεύουν οι Έλληνες
*Το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά: στα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (20%), στη στέγαση (14%) και στις μεταφορές (13,4%), ενώ το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,3%) αντιστοιχεί στις υπηρεσίες εκπαίδευσης.
*Το 50% των νοικοκυριών δαπανούν περισσότερα από 1.151 ευρώ τον μήνα.
*Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 17,7% του προϋπολογισμού τους κατά μέσο όρο για ενοίκιο.
*Το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 54,9% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 24,6%.
*Η υψηλότερη μέση ετήσια δαπάνη καταγράφηκε στην περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου και ανήλθε σε 20.093,04 ευρώ, ενώ η χαμηλότερη στην περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος και ανήλθε σε 12.933,24 ευρώ.
*Η μεγαλύτερη μέση μηνιαία δαπάνη αφορά σε είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και ακολουθούν οι δαπάνες για στέγαση, μεταφορές και ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια κ.λπ. Επισημαίνεται ότι, παρά τα διαφορετικά πρότυπα κατανάλωσης που παρατηρούνται ανάλογα με τον τύπο νοικοκυριού, η μεγαλύτερη δαπάνη που καταγράφεται σε όλους τους τύπους νοικοκυριών αφορά σε είδη διατροφής.
*Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά μέσο όρο 1.190,96 ευρώ μηνιαίως, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.567,44 ευρώ.
*Τα νοικοκυριά που διαμένουν στην περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 113,3% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας ενώ αυτά που διαμένουν στην περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας το 72,9% αυτής.
*Μεταξύ 2019 και 2018, οι μεγαλύτερες μειώσεις στη μέση κατανάλωση ειδών διατροφής, οινοπνευματωδών ποτών και καπνού, παρατηρούνται σε: τσιγάρα (12,8%), ζυμαρικά (5,1%), ελαιόλαδο (3,7%), ρύζι (3,6%) και γιαούρτι (2,3%). Ενώ, η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρείται στα: ψάρια (7,1%), τυρί (2,3%) και λαχανικά νωπά, συντηρημένα και όσπρια (0,8%). Αμετάβλητη παρέμεινε η μέση μηνιαία κατανάλωση αυγών.
Η μέση μηνιαία ποσότητα φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται στην κύρια κατοικία αυξήθηκε κατά 19% και 0,9%, αντίστοιχα, ενώ η μέση μηνιαία ποσότητα υγρών καυσίμων, στερεών καυσίμων (καυσόξυλα, παλέτες, πυρήνας κ.λπ.) και υγραερίου, μειώθηκε κατά 8,7%, 2,1% και 1,4%, αντίστοιχα.
*Τα νοικοκυριά διαθέτουν: Τηλεόραση έγχρωμη (99,9%), Κινητό τηλέφωνο (93,1%), Σταθερό τηλέφωνο (84,1%), Προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή (70,7%), Επιβατηγό αυτοκίνητο ΙΧ, τουλάχιστον ένα (66,2%), Πλυντήριο πιάτων (37,9%), Καταψύκτη (32,1%), Δεύτερη κατοικία (15%) και Κλειστό χώρο στάθμευσης (13,2%), ενώ χρησιμοποιούν την κεντρική θέρμανση (πετρέλαιο, φυσικό αέριο κ.λπ.) ως κύρια πηγή θέρμανσης σε ποσοστό 51,3%.
*O κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 17,1% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσεως την αγορά (17,3% το 2018), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 12,2% του πληθυσμού (12,3% το 2018), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.).
*Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 32,7% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 33% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής, ενώ τα μη φτωχά το 19,1%.
Τέλος, τα καταναλωτικά πρότυπα στην Ευρώπη έχουν ως εξής:
*Σε Αλβανία, Βουλγαρία, Σερβία και Ελλάδα, το σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών (τρέχουσες τιμές) του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής.
*Τα καταναλωτικά πρότυπα διαφέρουν για την Ισπανία, όπου καταγράφονται ως υψηλότερες οι δαπάνες που αφορούν στη στέγαση, ενώ για το Ηνωμένο Βασίλειο οι δαπάνες στις μεταφορές.
*Οι δαπάνες για εκπαίδευση κυμαίνονται από 1,1% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στο Ηνωμένο Βασίλειο έως 3,3% στην Ελλάδα.
*H Βουλγαρία και η Ελλάδα καταγράφουν τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, 7,7% και 7,1% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα.
πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ