Το φάντασμα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που τείνει να μετατραπεί στο συλλογικό μας υποσυνείδητο σε εθνικό
μας «μπαμπούλα». Οι περισσότεροι έλληνες ξορκίζουν το «κακό, που μας έρχεται».
Η αριστερά καλεί τον κόσμο να κατέβει στο δρόμο για να «αντισταθεί στη λαίλαπα του ΔΝΤ». Ο Αντώνης Σαμαράς δηλώνει κατηγορηματικά αντίθετος με την προσφυγή σε αυτό. Όπως κι ο Γιώργος Καρατζαφέρης.
Σύσσωμη η αντιπολίτευση, με την εξαίρεση της Ντόρας Μπακογιάννη, δηλώνουν την απέχθεια και την αποστροφή τους. Κι η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, μοιραία κι άβουλη, σέρνεται από την σκληρή πραγματικότητα στις αγκάλες, όχι και τόσο στοργικές, του εν Ουασικγτόνι εδρεύοντος Ταμείου. Επειδή σε αυτή τη χώρα αντιδρούμε πάντα είτε με υστεροβουλία, όπως συμβαίνει συνήθως με τους πολιτικούς, είτε με σκοπιμότητα είτε με υπερβολή που εγγίζει τα όρια του πανικού, ας δούμε τι σημαίνει ΔΝΤ για την ελληνική πραγματικότητα.
‘Οσοι αντιτίθενται στην προσφυγή σε αυτό φέρνουν ως σύνηθες παράδειγμα την εμπειρία, που έχουμε από άλλες χώρες, που προσέφυγαν σε αυτό. Το ερώτημα είναι αν έχουμε άλλη επιλογή. Ολοι τους, συμπεριλαμβανομένου του κ. Σαμαρά, ο οποίος σύντομα μπορεί να κληθεί να κυβερνήσει, δεν μας λένε ποια άλλη επιλογή έχει η χώρα. Πράγματι, το ΔΝΤ είναι η έσχατη λύση.
Ολοι απευχόμαστε την προσφυγή σε αυτό. Αλλά έχουμε άλλη επιλογή; Εδώ, που έχουν έλθει τα πράγματα, η μόνη εναλλακτική επιλογή μας είναι να κηρύξουμε στάση πληρωμών και να ζητήσουμε την επαναδιαπραγμάτευση του δημοσίου χρέους.
Για να γίνει όμως αυτό πρέπει να προηγηθεί η πτώχευση της ελληνικής οικονομίας. Και βεβαίως να εξέλθει από την ευρωζώνη, επανερχόμενη στη δραχμή, με τεράστια υποτίμηση έναντι των ισχυρών νομισμάτων. Με καταστροφή των ελληνικών τραπεζών αλλά και «πάγωμα» των εισαγωγών, από τις οποίες εξαρτάται απόλυτα η Ελλάδα, λόγω αδυναμίας εξασφάλισης πιστώσεων για την εκ των προτέρων πληρωμή τους, όπως θα απαιτούσαν όσοι ενδεχομένως θα ήθελαν να έλθουν σε συναλλαγή με το ελληνικό δημόσιο η με έλληνες εισαγωγείς.
Δέχεται λοιπόν κάποιος να προχωρήσουμε στην επιλογή αυτή; Κι αν ναι, είναι προτιμότερο να το δηλώσει ευθαρσώς. Σε κάθε περίπτωση, το να καλείς τον κόσμο σε «αντίσταση», το να κινητοποιείς τις μάζες, το να δηλώνεις αντίδραση, δε αρκεί. Γίνεται μόνον για τα μάτια του κόσμου, για καιροσκοπισμό και μόνον.
Το δεύτερο θέμα, που θέτουν πολλοί σχετίζεται με τα μέτρα, που έχουν επιβληθεί σε διάφορες χώρες στις οποίες έχει εμφανισθεί το ΔΝΤ. Από την Ουγγαρία μέχρι την Λεττονία και τη Ρουμανία. Εχουν δίκιο όσοι επισημαίνουν ότι ειδικά στο δημόσιο, όπου πέφτει το ενδιαφέρον του Ταμείου προκειμένου να εξασφαλίσει τα συμφέροντα των πιστωτών κάθε κράτους, πέφτει μεγάλο μαχαίρι. Αυτό συνέβη και στις τρεις προαναφερθείσες χώρες. Οπου η ανεργία κι η φτώχεια αυξήθηκαν.
Κι έγιναν μεγάλες περικοπές, ακόμα και απολύσεις, στον δημόσιο τομέα. Όλα αυτά είναι σωστά. Όμως ουδείς αναφέρεται στο τι θα συνέβαινε αν το ΔΝΤ δεν δεχόταν να έλθει σε αυτές τις χώρες. Το πιθανότερο είναι ότι τα κράτη αυτά θα χρεοκοπούσαν με πολύ πιο επώδυνες επιπτώσεις στην κοινωνία και στην οικονομία, με πολύ μεγαλύτερη φτώχεια κι ανεργία και κυρίως με σαφή υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων, όπως συνέβη στην Αργεντινή όταν απεσύρθη από αυτή το ΔΝΤ το 2002.
Εκτοτε η Αργεντινή, παρά το γεγονός ότι είχε μικρότερο δημόσιο χρέος από την Ελλάδα, παρά το ότι διαθέτει ευρύτερη παραγωγική βάση από τη χώρα μας και απεξάρτησε το πέσος από το αμερικανικό δολάριο, επιτρέποντας την μεγάλη υποτίμηση του, δεν έχει εισέλθει. Κι ακόμα και τώρα απειλείται με νέα χρεοκοπία.
Συνεπώς είναι ωραίο να λέμε λόγια, παχιά κι εντυπωσιακά, αλλά πρέπει να είμαστε ρεαλιστές.