Φυγόκεντρες δυνάμεις έχει πυροδοτήσει στην κοινή γνώμη ανά την Ευρώπη η αύξηση των τιμών ενέργειας σε σχέση με ότι προηγήθηκε πριν την κρίση, καθώς και οι νέες πολιτικές που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις.
Η τιμή φυσικού αερίου παγιώθηκε κοντά στα 30 ευρώ/MWh, ενώ και η χονδρική του ηλεκτρισμού στις περισσότερες χώρες είναι παραπάνω από ότι ήταν πριν το 2020. Η ίδια η ΕΚΤ θεωρεί ότι οι τιμές ενέργειας θα παραμείνουν σε αντίστοιχα επίπεδα τουλάχιστον ως το 2025.
Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει σε μόνιμη πτώση της βιομηχανικής παραγωγής, που είναι αισθητή όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και σε αρκετές ακόμη χώρες. Επίσης, υποσκάπτει τη λαϊκή στήριξη για επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια ως λύση για την κλιματική αλλαγή και για πτώση του κόστους μακροπρόθεσμα.
Οι ΑΠΕ (αιολικά – φωτοβολταϊκά) προωθούνται ευρέως ως η πιο φθηνή μορφή ηλεκτροπαραγωγής και πράγματι είναι από μόνες τους. Όμως, αν συνυπολογιστεί το παράλληλο κόστος ανάπτυξης των δικτύων, της αποθήκευσης και ιδίως το αντίστοιχο νεοφυών τεχνολογιών όπως το υδρογόνο, τότε το συστημικό κόστος της πράσινης ενέργειας αυξάνεται σημαντικά. Πιθανώς να είναι και πάλι χαμηλότερο των ορυκτών καυσίμων, όμως σίγουρα είναι παραπάνω από ότι προβάλλεται συχνά.
Χαρακτηριστικό είναι ότι χώρες όπως η Ελλάδα έφτασαν το 2023 να καλύπτουν με 57% την ηλεκτροπαραγωγή τους μέσω πράσινων πηγών, αλλά το τελικό κόστος καταναλωτή είναι υψηλότερο από ότι ήταν παλαιότερα. Το κακό είναι ότι οι πολιτικοί και οι επιχειρήσεις τονίζουν διαρκώς τα φτηνά αιολικά και φωτοβολταϊκά, αφήνοντας απέξω τα υπόλοιπα τμήματα του πράσινου εγχειρήματος.
Κατ’ επέκταση, ο πολίτης αφενός δεν μπορεί να κάνει συγκρίσεις και αφετέρου απογοητεύεται όταν βλέπει πως στηρίζει διαρκώς μια προσπάθεια που ακόμη δεν του αποφέρει το οικονομικό όφελος που του υποσχέθηκαν.
Αδιαμφισβήτητη, από την άλλη, είναι η επιτυχία της μετάβασης στο κλιματικό σκέλος, καθώς χρόνο με το χρόνο υποχωρούν οι εκπομπές CO2 πανευρωπαϊκά. Η όλη κατάσταση έχει οδηγήσει σε χώρες όπως η Γερμανία να υπάρχουν διαφορετικά στρατόπεδα στο πως βλέπουν οι πολίτες το ενεργειακό ζήτημα.
Οι πρωτοφανείς διαδηλώσεις αγροτών κατά της απόφασης της κυβέρνησης να αυξήσει τη φορολογία στα καύσιμα για να στηρίξει τους ευρύτερους οικονομικούς της στόχους, όπως και η στροφή των Χριστιανοδημοκρατών εκ νέου υπέρ της πυρηνικής ενέργειας, αποτελούν τη μια όψη.
Υπάρχει σίγουρα μια τάση για επιστροφή στο παρελθόν, η οποία εκφράζεται στη Γερμανία με μια έκκληση για νέους πυρηνικούς σταθμούς και σε χώρες όπως η Ελλάδα με αντίσταση στην εγκατάσταση ΑΠΕ και επιστροφή στο λιγνίτη.
Από την άλλη, στη Γερμανία έγιναν επίσης διαδηλώσεις από δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους που ζητούν να συνεχιστεί στο ακέραιο η ενεργειακή μετάβαση στη χώρα και να μην οπισθοχωρήσει. Οι πολίτες αυτοί δεν είδαν με καλό μάτι την απόφαση να περιοριστεί η στήριξη προς τα φωτοβολταϊκά για να ενισχυθεί ο προϋπολογισμός, καθώς νιώθουν ότι υποσκάπτεται το μέλλον της χώρας.
Το πρόβλημα για τη Γερμανία είναι αφενός ότι μια επιστροφή στα πυρηνικά θα είναι ακριβή, καθώς κάθε σταθμός είναι μια εμπροσθοβαρής επένδυση δεκάδων δισεκατομμυρίων. Οι παλιοί της αντιδραστήρες είχαν αποπληρώσει πριν από χρόνια το σχετικό κόστος και παρείχαν φθηνή και άφθονη ενέργεια όσο λειτουργούσαν ακόμα. Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει πλέον το μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του φθηνού ρωσικού αερίου ως αντίβαρο.
Αντίστοιχα, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να επιστρέψει στο λιγνίτη, αφού σε οικονομικούς όρους το πρόσθετο κόστος των ρύπων καθιστά την εν λόγω παραγωγή εντελώς ασύμφορη.
Κατ’ επέκταση, δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις και οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να δουν τι θα κάνουν από μόνες τους και συλλογικά σαν Ένωση. Αν η επιστροφή στο παρελθόν είναι αδύνατη, τότε φαίνεται πως μόνη λύση είναι η φυγή προς το μέλλον.
Απομένει να φανεί το πως θα εκφραστούν οι παραπάνω πολιτικές τάσεις ενόψει των ευρωεκλογών του 2024 και ακόμη παραπέρα, τη στιγμή που ηγέτες όπως ο καγκελάριος Σολτς βλέπουν τη θέση τους να επιδεινώνεται διαρκώς.