Λήγει σήμερα τα μεσάνυχτα η προθεσμία για την υποβολή εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την επιστρεπτέα προκαταβολή 6 και μέχρι χθες τα μεσάνυχτα είχαν υποβληθεί 686.502 αιτήσεις. Κάτι που σημαίνει πως σίγουρα θα υπερβούν τις 700.000 οι αιτήσεις και δεν αποκλείεται να ξεπεράσουν αυτές που υποβλήθηκαν στην προηγούμενη την 5, που ήταν 732.000 αιτήσεις.
Βέβαια στην εκκαθάριση, βγήκαν εκτός πάνω από τις μισές αφού δεν πληρούσαν τα ελάχιστα κριτήρια.
Στον έκτο κύκλο της επιστρεπτέας προκαταβολής το 50% των ενισχύσεων θα θεωρηθεί ως επιχορήγηση. Ως μήνας αναφοράς θα είναι ο Ιανουάριος, δηλαδή θα συγκριθεί ο περυσινός Ιανουάριος του 2020 με τον Ιανουάριο του 2021 και εφόσον προκύπτει μείωση εσόδων άνω του 20% τότε η επιχείρηση ή ο ελεύθερος επαγγελματίας θα είναι θεωρείται δικαιούχος.
Το ελάχιστο διαμορφώνεται σε 500 ευρώ (από 1.000) και το μέγιστο σε 50.000 ευρώ (από 100.000).
Για ελεύθερους επαγγελματίες προβλέπεται ελάχιστη ενίσχυση 500-1.000 ευρώ σε συνάρτηση με τον τζίρο, ενώ για κλειστές επιχειρήσεις σε συνάρτηση με τον αριθμό των εργαζόμενων τα ελάχιστα ποσά διαμορφώνονται από 1.000 (χωρίς εργαζόμενους) έως 8.000 ευρώ (πάνω από 20 εργαζόμενοι).
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με αυτά που δήλωσε χθες ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, μόνο μέσα από την «Επιστρεπτέα Προκαταβολή» έχουν διατεθεί 7 δισ. ευρώ σε 545.000 επιχειρήσεις και 3 δισ. ευρώ αποζημιώσεις ειδικού σκοπού σε 1,3 εκατομμύρια εργαζόμενους.
Το 2022 θα καλυφθεί η ζημιά της πανδημίας
Από το β’ τρίμηνο εφέτος αναμένεται να φανεί «φως στην άκρη του τούνελ» της οικονομίας εκτιμά ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, επισημαίνοντας ότι όσο περνά ο χρόνος θα αποκαθίσταται σταδιακά η καθημερινότητα. Ωστόσο, είπε, ότι το τρέχον έτος δεν πρόκειται να καλυφθούν οι απώλειες της πανδημίας και αυτό, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και στη βάση των σημερινών δεδομένων, θα καταστεί εφικτό το 2022.
Μιλώντας στην ΕΡΑ, ο υπουργός ανέφερε ότι προτεραιότητα τής κυβέρνησης είναι να συνεχιστεί η δημοσιονομική χαλάρωση και το 2022 και η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε καθεστώς μεταμνημονιακής εποπτείας, να αντιμετωπισθεί όπως και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ενώ, για την «επόμενη ημέρα» δήλωσε ότι στόχος είναι να συνεχιστεί η οικονομική πολιτική που διακόπηκε από την πανδημία και η ανάπτυξη θα καταστεί βιώσιμη εάν η αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών είναι μεγαλύτερη από αυτή της κατανάλωσης.
Κατέστησε σαφές ότι η κυβέρνηση θα είναι δίπλα στην κοινωνία για όσο χρειαστεί, αλλά πάντα εντός των απαραίτητων δημοσιονομικών περιορισμών που υπαγορεύει η δημοσιονομική σταθερότητα. Επανέλαβε τα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία το μηνιαίο κόστος του lockdown σε εθνικό επίπεδο είναι περίπου 3 δισ. ευρώ, ενώ οι περιορισμοί που έχουν επιβληθεί αυτή την περίοδο στις «κόκκινες» περιοχές (μεταξύ των οποίων είναι και η Αττική) στοιχίζουν περίπου 2,7 δισ. ευρώ, καθώς το 67% του τζίρου της οικονομίας παράγεται σε αυτές τις περιοχές. Είπε, παράλληλα, ότι για κάθε μήνα που συνεχίζονται τα μέτρα, ο ρυθμός ανάπτυξης υποχωρεί κατά 0,8% και το πρωτογενές αποτέλεσμα επιβαρύνεται κατά 0,7%.