Τη σχετική αδράνεια των επιτοκίων καταθέσεων σε αυξήσεις των επιτοκίων πολιτικής της ΕΚΤ, δείχνει ανάλυση της ΤτΕ που δημοσιεύεται στην Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής και δίνει απαντήσεις στο γιατί τα υψηλά επιτόκια της ΕΚΤ πέρασαν εξ ολοκλήρου στα επιτόκια των δανείων, αλλά ελάχιστα στα επιτόκια καταθέσεων.
Πέρα από την αδράνεια αυτή, όπως λέει η ΤτΕ, παράγοντες όπως η προσφορά καταθέσεων προς τις τράπεζες, ο ανταγωνισμός στο τραπεζικό σύστημα και, πιο πρόσφατα, το περιβάλλον των αρνητικών επιτοκίων που προηγήθηκε, επηρέασαν τον βαθμό μετάδοσης των αυξήσεων επιτοκίων της ΕΚΤ στα επιτόκια των καταθέσεων.
Όπως αναφέρει η ΤτΕ, από τον Ιούλιο του 2022, οπότε ξεκίνησε ο πιο πρόσφατος κύκλος αυξήσεων των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, μέχρι τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους το μέσο επιτόκιο καταθέσεων των νοικοκυριών έχει αυξηθεί κατά 34 μονάδες βάσης (μ.β.), το επιτόκιο των καταθέσεων προθεσμίας έως 1 έτος προς τον τομέα αυτό κατά 164 μ.β. ενώ η μεταβολή του επιτοκίου καταθέσεων μίας ημέρας είναι μηδενική.
Οι αυξήσεις αυτές είναι περιορισμένες συγκριτικά με την αντίστοιχη μεταβολή του επιτοκίου πολιτικής κατά το ίδιο διάστημα. Το Σεπτέμβριο του 2023 η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου πολιτικής (στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης − MRO ή στην πάγια διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων − DFR) και του μέσου επιτοκίου καταθέσεων των νοικοκυριών διαμορφώθηκε σε ιστορικώς υψηλά επίπεδα, φθάνοντας τις 413 μ.β. (έναντι του MRO) ή 363 μ.β. (έναντι του DFR).
Άμεσα συναρτώμενη με το βαθμό μετάδοσης των επιτοκιακών αυξήσεων της ΕΚΤ στα επιτόκια καταθέσεων είναι η προσφορά καταθέσεων προς τα πιστωτικά ιδρύματα, oι οποίες αποτελούν την πλέον σταθερή πηγή ρευστότητας για τις τράπεζες.
Η σχετική σημασία των καταθέσεων στις συνολικές υποχρεώσεις των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης (κεντρική τράπεζα, διατραπεζική αγορά, καταθέσεις και εκδοθέντα τραπεζικά ομόλογα) έχει αυξηθεί αισθητά την τελευταία οκταετία.
Το μερίδιο συμμετοχής των καταθέσεων αυξήθηκε από 51% στα μέσα του 2015 σε 81% στις αρχές του 2020 (πριν από την πανδημία) και σε 84% το Σεπτέμβριο του 2023, που είναι το υψηλότερο ποσοστό με βάση τα ιστορικά στοιχεία από την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ.
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι οι τράπεζες είχαν αφθονία καταθέσεων, επομένως δεν χρειάστηκε να πληρώσουν υψηλότερα επιτόκια για να αντλήσουν καταθετική ρευστότητα.
Η ΤτΕ συγκρίνει και δύο ανοδικούς κύκλους επιτοκίων της ΕΚΤ και τον αντίκτυπό τους στα καταθετικά επιτόκια. Και διαπιστώνει ότι κατά τον προηγούμενο ανοδικό κύκλο που είχε ξεκινήσει τον Δεκέμβριο του 2005 και διήρκεσε μέχρι τον Ιούλιο του 2008, υπήρχε μεγαλύτερη ενσωμάτωση των διαδοχικών αυξήσεων της ΕΚΤ στα επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας των νοικοκυριών στην Ελλάδα.
Αυτή ήταν σταδιακά ενισχυόμενη από 40% τον πρώτο μήνα μετά την έναρξη των αυξήσεων, σε 90% (που σημαίνει σχεδόν πλήρη μετακύλιση) μέχρι την έναρξη της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης στα τέλη του 2007.
Στον κύκλο ανόδου επιτοκίων της ΕΚΤ που διανύουμε, η επακόλουθη αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων των νοικοκυριών είναι σημαντικά μικρότερης έκτασης και πιο αργή, παρά τη ραγδαία και απότομη αύξηση του επιτοκίου πολιτικής από την ΕΚΤ.
Όσον αφορά τα επιτόκια καταθέσεων μίας ημέρας, ο εν λόγω δείκτης διαμορφώθηκε κοντά στο 20% σύντομα μετά την έναρξη των αυξήσεων το Δεκέμβριο του 2005 χωρίς να μεταβληθεί ουσιαστικά στη συνέχεια, ενώ στην παρούσα φάση η μετάδοση της ανόδου των επιτοκίων πολιτικής στα επιτόκια καταθέσεων μίας ημέρας είναι μηδενική.